Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Προσωπική εξομολόγηση (Οδηγίες εγκλεισμού), του Μάνου Στεφανίδη

Spread the love

Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ

Σήμερα δεν έχω διάθεση για αστεϊσμούς και εύκολες εξυπνάδες. Παρότι καταλαβαίνω την ανάγκη του να κάνουμε χιούμορ ως αντίσταση στην διάχυτη θλίψη των ημερών. Αυτή μου η κατάσταση δεν σχετίζεται μόνο με τον αναγκαστικό εγκλεισμό. Όχι. Έχουμε σαφώς περάσει και πολύ χειρότερα, αφήστε που είναι μία ευκαιρία να γνωρίσει κανείς εκείνη την πλευρά του εαυτού του που δεν έμαθε ποτέ και κατά βάθος αγνοεί. Αλλά και τους οικείους του που συνήθως θεωρεί δεδομένους…ενώ δεν είναι.

Όχι, δεν με ενοχλεί η ακούσια φυλακή. Τουλάχιστον όσο υπάρχουν οι μουσικές που αγαπάω, τα βιβλία που πάντα ήθελα να διαβάσω αλλά δεν εύρισκα το χρόνο, το λευκό χαρτί που με προκαλεί – εν προκειμένω η οθόνη του υπολογιστή – και οι ταινίες που είναι έτοιμες να με ταξιδέψουν έξω απ’ τους τοίχους του συμβολικού κελιού μου. Κι όσο βέβαια αυτός ο χρόνος που μοιάζει ατελείωτος, μπορεί να γεμίσει δημιουργικά με ενδοσκόπηση και ρεμβασμό. Εξ άλλου πότε άλλοτε είχα, είχαμε όλοι μας, μια τέτοια, πληθωρική πολυτέλεια; Dolce far niente! Αφήστε που ποτέ δεν μπορεί να θεωρηθεί το σπίτι σου φυλακή ή κελί. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πραγματικά ύβριν. Κάτι περισσότερο: Αχαριστία.

Ξυπνάω, λοιπόν, το πρωί, περιμένω το πρώτο φως και αρχίζω τις δουλειές που έχω να κάνω. Δηλαδή το να μην κάνω τίποτα! Περίεργη αίσθηση για όλους εμάς που έχουμε συνήθως ένα τόσο φορτωμένο όσο και ανούσιο ωράριο. Τόσο θεατρικά αγκουσεμένο και αγχωτικό πρόγραμμα. Τέτοια σπατάλη του χρόνου, έξω και πέρα απ’ τον ουσιαστικό χρόνο. Pas mal λοιπόν. Κοιμάμαι επίσης νωρίς, αποφεύγω την ανόητη, επαναληπτική φόρτιση της τηλεόρασης, ακούω μονίμως τρίτο πρόγραμμα και, ελάχιστα, ειδήσεις. Εν ολίγοις δραπετεύω από τον επιβεβλημένο, ψυχολογικό καταναγκασμό, καθαρίζω το κελί μου τρώω το φαΐ μου, μελετάω πολύ, ψύχραιμος και αισιόδοξος – ευτυχώς που μάς τα έμαθε αυτά εξ απαλών ονύχων η καθοδήγηση.

Αν με ταράζει πάντως κάτι, αυτό σχετίζεται με κάποιες εικόνες που βλέπω από την Ιταλία και την Ισπανία, στο ίντερνετ. Αυτές οι εικόνες πραγματικά με διαλύουν. Μακάρι να τις αποφύγουμε στον τόπο μας αλλά σε κανέναν τόπο δεν αξίζει να τις ζουν.

Σε μεγάλο νοσοκομείο της Μαδρίτης, για παράδειγμα, δεκάδες δεκάδων (!) άνθρωποι κείτονται στο πάτωμα, στους διαδρόμους, τυλιγμένοι μ’ ένα σεντόνι ή ακόμα χειρότερα μ’ ένα κομμάτι νάυλον και περιμένουν όχι κρεβάτι αλλά ράντσο, αν σταθούν πραγματικά τυχεροί. Κείτονται εκεί, μόνοι τους, σιωπηλοί, απελπισμένοι, περιμένοντας. Η απόλυτη έκλειψη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Άνθρωποι σαν κι εμάς, από τον ίδιον ανθρώπινο κόσμο, στερημένοι της πιο στοιχειώδους ανθρωπιάς.

Αυτή η αρρώστια, το ξέρουμε, όπως και κάθε πανδημία, απομακρύνει τον άνθρωπο από τον άνθρωπο με τον πιο απόλυτο, απάνθρωπο τρόπο. Και το πιο τρομερό: Άνθρωποι μόνοι, χωρίς ανθρώπους, αφημένοι στη μοίρα τους που όμως είναι η κοινή μας μοίρα όσο κι αν απωθούμε τη σκέψη αυτή, μέσα μας.

Η άλλη εικόνα που με τάραξε βαθιά, έρχεται από την Ιταλία όπου μελλοθάνατοι ασθενείς στην εντατική και το τελευταίο στάδιο της νόσου, χωρίς έναν συγγενή δίπλα τους – είναι απαγορευμένο – αποχαιρετούν, με τη βοήθεια του ιατρικού προσωπικού, τους οικείους τους μέσω skype. Γελώντας και κλαίγοντας.

Αν η ευτυχία μάς κάνει αλαζονικούς και εγωιστές και μάς πείθει πως δεν έχουμε την ανάγκη άλλων ανθρώπων, η οδύνη, η δυστυχία, η μόνωση θέλουν απαραίτητα συντροφιά. Η παρουσία του άλλου, του διπλανού είναι αυτονόητα αυτονόητη. Και στις παρούσες συνθήκες αυτό που συνιστά το μέγιστο κακό, τον ύψιστο κίνδυνο είναι πάνω από όλα ο διπλανός μας. Ο άλλος άνθρωπος. Ανήκουστο. Μακάρι η ενδημούσα ανθρωποφοβία, η μισανθρωπία σε κοινωνίες κατατονικές, φοβικές και κατά το μάλλον ή ήττον παραιτημένες όπως η δική μας, να μην καταστούν σήμερα ο κανόνας που θα διέπει τις σχέσεις μας. Μακάρι…

Λίγο πριν την καθολική απαγόρευση έβλεπα τους ανθρώπους στο δρόμο να πορεύονται κατά μόνας, ν’ αποφεύγουν ο ένας τον άλλον, να μη χαιρετιούνται, ν’ αλληλοκοιτάζονται καχύποπτα. Αυτό κι αν ήταν η μεγαλύτερη πληγή. Η απουσία του οικείου, ο φίλος ως οιονεί κίνδυνος, ο αγαπημένος σαν απειλή, το φιλί κι η αγκαλιά, αρρώστια!
Απ’την άλλη όμως έχουμε το τηλέφωνο, έχουμε τη δυνατότητα τουλάχιστον να ακούμε τη φωνή των αγαπημένων μας, αν δεν τους βλέπουμε μέσα από την οθόνη του κινητού ή του PC. Δεν είναι λίγο! Ευλογημένη τεχνολογία. Πριν την αρρώστια κάναμε κατάχρηση της, τώρα είναι σχεδόν μεταφυσική παρηγοριά. Είναι, τέλος, πλέον ή βέβαιο πως μετά απ’ αυτήν τη δοκιμασία που θα περάσει αργά ή γρήγορα, όλα περνάνε, το ξέρουμε, ο καθένας μας χωριστά αλλά και όλος ο πλανήτης θα είμαστε διαφορετικοί. Πρέπει να είμαστε διαφορετικοί! Δηλαδή λίγο πιο καλοί. Πιο ανθρώπινοι. Αφού κάθε συμφορά ενέχει και μιαν παιδαγωγική διάσταση, τη δυναμική της αλλαγής και κάθε τιμωρία μπορεί να διαθέτει και θετικά αποτελέσματα. Ως δάσκαλος το ξέρω αυτό καλά. Το θέμα είναι πόσο μπορεί κανείς να αντλήσει από το κακό το αναγκαίο δίδαγμα, το αντίδοτο και να κερδίσει αυτό που πάνω από όλα έχουμε ανάγκη αυτή τη δύσκολη στιγμή: Αξιοπρέπεια και αυτοσυνείδηση εμπρός στον θάνατο, αλληλεγγύη κι ανθρωπιά εμπρός στη ζωή.

ΥΓ. Οι τρυφεροί είναι οι πιο δυνατοί. Οι τρυφεροί θα ηττηθούν τελευταίοι. Επειδή η τρυφερότητα φτιάχνεται απο ατσάλι. Στους τρυφερούς η ευθύνη της σωτηρίας όλων όσα αξίζουν και πρέπει να σωθούν.

( η πρώτη, τόσο ατμοσφαιρική, φωτογραφία του άρθρου είναι του Λευτέρη Μιαούλη, καλού συντρόφου σε χαρές και σε λύπες. Βρισκόμαστε σε εκδήλωση του τμήματος θεατρικών σπουδών στην aula της Φιλοσοφικής. Στην άλλη εικονίζεται ο μεγάλος μου φίλος και δάσκαλος Βλάσης Κανιάρης (1928 – 2011). Ο Βλάσης έζησε τα τελευταία, δέκα χρόνια της ζωής του με τα 3/4 των πνευμόνων του κατεστραμμένα απ’ το κάπνισμα. Είναι περίεργο και καθόλου μακάβριο: Οι αγαπημένοι νεκροί είναι πάντα μια μορφή παρηγοριάς στις δυσκολίες της ζωής μας. Είναι περίεργα παρόντες. Ομιλητικότατοι! Ιδιαίτερα σε στιγμές μόνωσης όπως οι παρούσες)

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Ραβασάκια στο θρανίο, της Άννας Κοντοπίδη [Νάξος]
Σημάδια στα χέρια ή στην ψυχή, της Αναστασίας Φωκά
Τις πεταλούδες δεν τις λέμε πια ψυχές, του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.