Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Πριν ανατείλει ξανά το Φώς, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη

Spread the love

Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης  είναι Απόφοιτος Κλασικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ,  καθώς και του Kings College και Birkbeck College του Πανεπιστημίου τού Λονδίνου. 

Θα το βρείτε: σε “Πολιτεία”, “Πρωτοπορία” Αθήνας-Θεσσαλονίκης-Πάτρας, “Ιανός” Αθήνας και Θεσσαλονίκης, και σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας και του εξωτερικού που θα ζητηθεί σε 2-5 ημέρες. β) ΗΠΑ μέσω του “Εθνικού Κήρυκα”. γ)στις εκδόσεις Φίλντισι on line, με μειλ ή τηλεφωνικά 210 65 40 170 – [email protected]

όλα τα συγγραφικά έσοδα θα διατεθούν σε οικογένειες με παιδικό καρκίνο.

     Στην μνήμη του παππού μου,

Κωνσταντίνου, και στον πατέρα     

μου Δημοσθένη, τον «Αετό» μου, με αγάπη κι ευγνωμοσύνη που δεν χωρούν σε λέξεις…

Οι ανυπότακτες ψυχές θα ζουν

πάντοτε εξόριστες

στο απόβροχο της λύπης 

     Η νύχτα ήταν σιωπηλή. Είχε βυθιστεί στον ύπνο, μετά από δύο σχεδόν ημέρες που δεν είχε κοιμηθεί. Η τελευταία σημείωση που είχε γράψει, νωρίτερα το απόγευμα εκείνης της μέρας, στο πιο πρόσφατο από τα σημειωματάρια που τον συντρόφευαν τόσα χρόνια, από την εποχή της εφηβείας του ακόμα, ήταν μόνον λίγες γραμμές:

     «Τρεις ημέρες δίχως να βγω, μήτε για προμήθειες. Πίνω μόνο νερό και τρώω παξιμάδια λαδιού. Αίσθηση όλο και πιο δύσπνοη. Πάει καιρός, συλλογιέμαι πάλι, που διέκοψα τη συμμαχία μου με τη μοναξιά, και τώρα καταλαβαίνω πόσο ανόητος στάθηκα. Έμεινα ανυπεράσπιστος. Παράξενο πόσο πηχτή νιώθω γύρω μου αυτήν τη σιγή που κάποτε είχα τόσο ανάγκη, μου ήταν τόσο οικεία.

     Χτες, τ’ απομεσήμερο, άκουσα ξανά την 3η Συμφωνία του Bruckner, στην πρώτη, την καθαρά «βαγκνερική», εκδοχή της. Όσο κρατούσε η μουσική, ανέπνεα με μιαν ευκολία που μού φαίνεται παράδοξη. Πήγαινε ίσαμε κάτω, ως τα κατάβαθα του στήθους, η ανάσα μου…

    Η ημέρα σήμερα πάλι γκρίζα. Και η νύχτα, ήρθε πάλι, κρύα. Και τίμια, δίχως επιφάσεις. Η ένταση λίγο ακόμα και θα με σπάσει… Θα μπορέσω να κοιμηθώ, σήμερα έστω, με μιαν ψευδαίσθηση ελευθερίας;»

     Ένιωθε εξουθενωμένος. Και όχι μόνον σωματικά, αν και η απτή αίσθηση της κόπωσης του σώματος ερχόταν σαν αντιρρόπιση του πόνου που συσσωρευόταν τόσον καιρό τώρα μέσα στην ψυχή του. «Ψυχές ορφανεμένες απομείναμε», είχε πει στον αγαπημένο του φίλο, όταν μιλήσανε το προηγούμενο απόγευμα μέσω του συστήματος υψηλής ευκρίνειας «Διαπροσωπικής Επικοινωνίας» στον υπολογιστή. Κι εκείνος, του είχε χαμογελάσει, κοιτάζοντας την οθόνη του δικού του υπολογιστή, κι όχι την κάμερα – σαν να ήθελε να αποφύγει το απείκασμα του βλέμματός του. Τον κοίταξε, στην κάμερα κατάματα αλλά φευγαλέα, μόνο όταν εκείνος, συνεχίζοντας, του είπε τον στίχο του Τόμας Μπέρνχαρντ: «Τίποτε δεν γνωρίζεις, αδερφέ μου, για τη νύχτα». Είχαν προγραμματίσει να ξαναβρεθούνε την επόμενη μέρα, την ίδια ώρα, με τον ίδιο τρόπο.

     Ξάπλωσε στο κρεβάτι, αφού πρώτα άλλαξε τη μαξιλαροθήκη. Η ευωδιά του φρεσκοπλυμένου σεντονιού τον ανακούφισε για λίγο. Αισθανόταν τόσο βαριά τα βλέφαρά του…

     Το σώμα του σα να αφέθηκε σε μιαν αγκαλιά πάνω στο μαλακό στρώμα. Δεν θυμόταν πότε είχε κλάψει τελευταία φορά. Με δυσκολία κράτησε για λίγο ανοιχτά μέσα στο μισόφως τα μάτια του. Και, μόνο που πρόλαβε να ψιθυρίσει, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, την αρχή μιας προσευχής που τόσο πολύ αγαπούσε: «Αντιλήπτωρ της ψυχής μου γενού, ο Θεός, ότι μέσον διαβαίνω παγίδων πολλών. Ρύσαι με εξ αυτών και…». Ο ύπνος, βαρύς, ληθαργικός, τον σκέπασε μεμιάς, ενώ τα χείλη του έμεναν σχεδόν μισάνοιχτα.

     Δεν ήταν καν μεσάνυχτα ακόμα. Δυο ημέρες άυπνος. Η φύση έχει πάντα τον δικό της, σοφό, τρόπο ισορροπίας. Ύπνος δίχως όνειρα. Σαν να είχε φτάσει κατευθείαν στο επίπεδο REM, όταν η συνειδητότητα παύει πλέον να υφίσταται, καθώς ο εγκέφαλος μειώνει την ένταση της λειτουργικότητάς του και ολόκληρος ο οργανισμός περνά στην κατάσταση της ανάπαυσης.

     Ύπνος δίχως όνειρα. Όσες φορές είχε προσπαθήσει να κοιμηθεί τον προηγούμενο καιρό, κοιμόταν «επιδερμικά», μισοκοιμόταν. Γι’ αυτό και οι ενύπνιες παραστάσεις -έτσι επέμενε να ονομάζει εδώ και χρόνια όσα βλέπουμε στον ύπνο μας όταν βρισκόμαστε στα πρώτα στάδιά του- ήταν γεμάτες ταραχή, και τις θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια, όταν ξυπνούσε. Συχνά, μάλιστα, ξυπνούσε για να μην βλέπει άλλο. Σαν, σε κάποιες στιγμές, η διανοητικότητά του να «κλώτσαγε» το αχνό πέπλο του ύπνου και τον ξύπναγε. Αυτή η διαρκής εγρήγορση, στην οποία ζούσε τόσους μήνες τώρα. Και δεν ήταν ο μόνος. Αλλά ήταν μόνος. Και αυτός.

     «Το ενύπνιο είναι από τις λιγοστές λειτουργίες του ανθρώπου που έχουν μείνει αδέσμευτες», έχει γράψει κάπου ο Σεφέρης. Ο Ποιητής είχε δίκιο βέβαια. Οι άνθρωποι έχουν αποδειχτεί τόσο άδικοι· άδικοι και με την ελευθερία του ονείρου και με την ειλικρίνεια της ζωής που δεν είναι, δεν μπορεί ποτέ να είναι ή να εξαντλείται στην βιολογική μόνον ύπαρξη. Δεν τελειώνουν όλα σε δυο μέτρα γης. «Είσαι σίγουρος;», του είχε πει πριν από χρόνια ένας, χαμένος πια, φίλος. Και του είχε ανταπαντήσει, «αν ήμουν σίγουρος, δεν θα επέλεγα ποτέ να το πω με τέτοιον τρόπο». Παράξενε Άνθρωπε… Να κρύβεσαι πάντοτε πίσω από τις πτυχώσεις των λέξεων, πόσο καλά το ξέρεις…

     Πόση ώρα είχε περάσει; Μέσα στη σιωπή του μισόφωτου -πάντα άφηνε τη λάμπα του γραφείου του αναμμένη στο διπλανό δωμάτιο- ξαφνικά σαν να χτύπησε το τηλέφωνο. Μισοξύπνησε, το ταρακούνημα που ένιωθε στο κρεβάτι ήταν από την ταχυπαλμία. Συχνά, συμβαίνει ενώ κοιμόμαστε να νιώσουμε ότι ακούμε κάποιον ήχο, ειδικά όταν η «συχνότητα» του ύπνου είναι σα να ταλαντώνεται και, άλλοτε πραγματικά κι άλλοτε όχι, τα αισθητηριακά όργανα στέλνουν παράδοξα σήματα στον εγκέφαλο.

     Τρεμόπαιξαν τα βλέφαρα και, μέσα σε μια στιγμή, σαν να τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Ένα κρύο άγγιγμα στο δεξί μάγουλο. Άνοιξε τα μάτια, περίμενε λίγο, να δει αν άκουσε πράγματι ήχο τηλεφώνου. Τίποτα. Και τότε, μια παράξενη αίσθηση πόνου, για μια μόνο στιγμή, πόνου που δεν είχε αισθανθεί μέσα του ποτέ μέχρι τότε. Κάτι πιο βαθύ κι απ’ την ψυχή, θα ’λεγες. Σαν να έχεις μια πληγή στο μπράτσο, ίσα-ίσα επουλωμένη κι έξαφνα νιώθεις πως σέρνεις με πίεση το πονεμένο σημείο πάνω σ’ έναν τραχύ τσιμεντένιο τοίχο, κι απ’ την επιφάνειά του ξεπροβάλλουν οι αιχμές μικρών σκουριασμένων καρφιών.

     Κοίταξε το ρολόι με τα κόκκινα ψηφία. Η ώρα ήταν 03.14’. Ο «αριθμός π», σκέφτηκε αμέσως, μέσα στην ταραχή που ένιωθε. «3,14159», «αεί ο θεός ο μέγας γεωμετρεί» – η φράση, με τον αριθμό των γραμμάτων κάθε λέξης της ν’ αντιστοιχεί σε καθένα από τα πρώτα 6 ψηφία του απέραντου αυτού αριθμού. Ο ξαφνικός εκείνος πόνος είχε σβήσει, σχεδόν σαν μνήμη φευγαλέα που μοιάζει μετά από καιρό άγνωστή σου. Άρχισε σιγά-σιγά να βυθίζεται πάλι στον ύπνο, όταν το κινητό ακούστηκε να «βουΐζει».

     Το είχε βάλει στη λειτουργία της δόνησης και δεν το έκλεινε ποτέ – μήπως τύχαινε κάτι. Ξανά, ξανά, κι όμως ήταν τόσο δυσκίνητος, λες κι ο εγκέφαλος δεν έστελνε την εντολή στο χέρι να απλωθεί και να πιάσει τη συσκευή. Πόσες φορές δεν μας έχει τύχει αλήθεια, να θαρρούμε πως ξυπνήσαμε μέσα στη νύχτα (πάντα νύχτα συμβαίνει αυτό, ποτέ στον μεσημεριανό ύπνο) και νιώθουμε λες κι έχει παραλύσει το σώμα μας ολόκληρο. Θέλουμε να κουνηθούμε και είναι σαν να μην έχουμε κανέναν έλεγχο στα μέλη μας, από τον λαιμό και κάτω.

     Το κινητό ξανακούστηκε. Μεμιάς, πετάχτηκε από το μαξιλάρι, ανακάθισε σχεδόν απότομα στο κρεβάτι, και με μια σπασμωδική κίνηση άρπαξε το κινητό, είδε τον αριθμό, και αμέσως άκουσε τη φωνή της μητέρας του. «Αγόρι μου, σε ξύπνησα… Συγγνώμη…», ήπια και γλυκιά όπως πάντα η φωνή της. Αλλά η υπερευαίσθητη ακοή του έπιασε ένα αδιόρατο σχεδόν τρεμούλιασμα ταραχής που η μάνα, η μάνα πάντα συγκρατούσε. «Έλα, δεν πειράζει», της απάντησε, «με πήρε ο ύπνος τελικά μετά από δυο μέρες αγρύπνιας».

     Μόνον όποιος έχει πραγματικά ευλογηθεί να νιώσει την άνευ όρων αγάπη της Μάνας, μαθαίνει από ένα σημείο και μετά πως ό,τι και να συμβαίνει, όσο βαρύς κι αν είναι ο καιρός, τα χρόνια, ο σταυρός που η μάνα σηκώνει, εκείνη ποτέ δεν θα αφήσει τον πόνο να εκφραστεί με οποιονδήποτε τρόπο ευθύς εξ αρχής, ακόμα και στο πιο σφοδρό χτύπημα που θα έχει τυχόν δεχτεί. «Α, κοιμήθηκες, γλυκέ μου, είδες; Σου το είχα πει πως όταν έρθει η στιγμή θα ξεκουραστείς».

     Την άκουγε, και ήξερε από τη φωνή της πως κάτι είχε συμβεί. «Μαμά, τι συμβαίνει; Προέκυψε τίποτα; Η ώρα είναι σχεδόν τρεις και κάτι. Είστε καλά;»

     Είχε τρεις ημέρες να δει τους γονείς του, με την απαγόρευση κυκλοφορίας τόσες ώρες πρωί-βράδυ, είχαν αναγκαστεί, αν και μιλούσαν τηλεφωνικά και διαδικτυακά, όπως όλοι, να περιορίσουν τις μετακινήσεις και τις επαφές τους στα απολύτως απαραίτητα. Για λόγους επιβεβλημένης ασφάλειας. Από τις δέκα το βράδυ μέχρι τις δέκα το πρωί δεν κυκλοφορούσε πια κανείς, παρά μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, και αυτό μόνο μετά από ηλεκτρονική ενημέρωση προς τις Αρμόδιες Αρχές.

     «Τι συμβαίνει; Πού είσαι; Γιατί μού τηλεφωνείς από το κινητό;», τη ρώτησε, αν και μέσα του η καρδιά ήταν σαν να έδινε κλωτσιές στο στέρνο του. «Δημήτρη μου,…», η φωνή της ακουγόταν ήρεμη αλλά είχε κάτι άλλο στο ηχόχρωμά της, «… σύνελθε λίγο από τον ύπνο, είμαστε καλά. Ο μπαμπάς αιστάνθηκε μια αδιαθεσία, και για να είμαστε σίγουροι ήρθαμε στο νοσοκομείο. Σε πήρα όπως μού το έχεις ζητήσει, να σε ενημερώσω. Δες αν μπορείς, αν θέλεις να έρθεις…». Η ώρα ήταν σχεδόν τρεις και μισή.

     Πάντα, σε στιγμές δύσκολες -και δεν ήταν λίγες μέχρι σήμερα, ακόμα και στις περασμένες, καλές όπως λέγαμε κάποτε, εποχές- όταν ερχόταν αντιμέτωπος με μια δοκιμασία, αυτομάτως σαν να «έκλεινε» ολόκληρος ο ψυχικός μηχανισμός του και τα ηνία άρπαζε ο νους με τρόπο που ξεπερνούσε τη συνηθισμένη ψυχραιμία. Όλα γίνονταν διανοητικά και απολύτως οριοθετημένα. Από το ένα άκρο στο άλλο έγερνε απότομα το εκκρεμές της ψυχής του.

     Γι’ αυτό, άλλωστε, όταν είχε τύχει να ξεσπάσει  αρκετές φορές συναισθηματικά (πιο πολύ τώρα παρά όταν «έβραζε» το αίμα του, στα σχολικά και στα φοιτητικά χρόνια του) και ναι, πολύ συχνά είχε ξεσπάσει, ειδικά στα πισώπλατα χτυπήματα κάποιων «φίλων» του, τότε, με την επίμονα ασκημένη ευφράδειά του και την ανελέητη στην έντασή της ευαισθησία του, είχε πει, και κατά πρόσωπο όταν ήρθε η ώρα, πράγματα που έκαναν τον «αντίπαλο» να μην ξανατολμήσει να βρεθεί μπροστά του.

     Το «θάψιμο» βέβαια συνεχιζόταν από πίσω, εν κρυπτώ και παραβύστω, κατά πως το λένε οι γραμματιζούμενοι. Αλλά με εκείνους που είχαν προδώσει και την πίστη του και την αφέλειά του, τώρα πια, και σε απόλυτη αντίθεση με τα χρόνια της εφηβείας του, όχι μόνο δεν έκανε πίσω, όχι μόνο δεν υπολόγιζε τις πανηλίθιες κοινωνικές συμβάσεις και τον συμπλεγματικό καθωσπρεπισμό της ανεγκέφαλης πλέμπας, αλλά έφτανε στο σημείο και να εκτεθεί, ακόμα και ανεπανόρθωτα, με τρόπο που οι πειθήνιοι άλλοι, οι τόσο τίμιοι, θεωρούσαν, και λοιδορούσαν σαν, απρεπέστατο.

     Πόσες φορές δεν είχε ακούσει από τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν, από τους γονείς του, από κάποιους φίλους, να του λένε πως ένας άνθρωπος με τη δική του καλλιέργεια, με τη δική του μόρφωση, το χιούμορ, την αμεσότητα, και το ήθος, όλες αυτές τις αρετές που τον χαρακτήριζαν και, υποτίθεται, τον ξεχώριζαν, δεν επετρέπετο -άκουσον!- να παρεκτρέπεται με τόσο έντονο λεκτικά τρόπο. Και είχαν, βέβαια, το δίκιο τους, αφού κι εκείνος πάμπολλες φορές είχε μετανιώσει, ακόμα κι όταν σε κάποιες περιπτώσεις δεν του είχε απομείνει καμία άλλη επιλογή από την κατά μέτωπο αμυντική αντεπίθεση. Και είχε, κατόπιν, νιώσει τη βαθιά απογοήτευση, και εκείνη την πίκρα που δεν μιλιέται με λόγια, για το πόσο απρόσεκτα και άμυαλα, από μιαν πικρή δίψα ατελέσφορης αυτοδικαίωσης, είχε προδώσει και τον εαυτό του και εκείνους που πίστευαν σ’ αυτόν.

     Και άλλοτε, πόσες φορές δεν είχε κάνει λάθος, πάλι και πάλι και πάλι δίχως διδαχή (αυτό δεν πρέπει να είναι η αληθινή πείρα της ζωής, όταν υποχωρήσει η «πύρα» της πρώτης ολόγιομης νιότης;), από την παραφορά της αδεξιότητας του συναισθήματός του, που ακκιζόταν με τον πιο σκληρό τρόπο από την «υπερτροφικά ανεπτυγμένη» διανοητικότητά του – «…το κέρατό μου, γα…!», έλεγε παλιά, όταν ήθελε να αυτοσαρκαστεί μπροστά σε φίλους, σε ’κείνες τις περασμένες, τόσο ανθρώπινες στιγμές της ζεστής συντροφικότητας που είχαν μοιραστεί. «Ναι, η διανόηση και η γνώση θα με σώσουν», έλεγε και γελούσε.

     Κι ας ήξερε πια, και πολύ καλά μάλιστα -αν κάτι τέτοιο μπορεί να θεωρηθεί πείρα ζωής- πόσο κόστος είχε όλο αυτό, όλη αυτή η «χαρισματικότητά» του στην αμεσότητα της ανθρώπινης διάστασης. Όταν τόσες και τόσες φορές τρόμαξε κι έδιωξε τον έρωτα στο πρόσωπο του κοριτσιού αφού, όπως με το αλάνθαστό τους ένστικτο οι γυναίκες το «πιάνουν» αμέσως, έδινε την εντύπωση πως θα ήταν -άλλο κι ετούτο πάλι!- «επικίνδυνος» τάχα μου, με την οξυδέρκεια και την δήθεν «πολυπρισματική νοημοσύνη» του -το είχε ακούσει κι αυτό-, στην πιθανότητα και την πραγματικότητα μιας σχέσης.

     Είναι, από ένα σημείο και μετά, πολύ πικρό το τίμημα που θα καταβάλλεις, μέχρι τελικά να σε καταβάλει εκείνο, για το ότι είσαι διαφορετικός ή, έστω, όταν οι άλλοι θεωρούν ότι είσαι διαφορετικός. Σε τι συνίσταται η διαφορά, αλήθεια; Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, μοναδικός, ανεπανάληπτη η υποκειμενική ετερότητά του, η έκφραση του προσώπου του, τα λόγια του, οι κινήσεις του, η παρουσία του.

     Κάθε άνθρωπος έχει ένα ξεχωριστό δώρημα, έν’ «άγγιγμα» απ’ τον Θεό μέσα του. Κάθε άνθρωπος, και μια πινελιά αγάπης του Θεού. Υπάρχουν άνθρωποι που αυτό το μοναδικό τους δώρημα το αφήνουν να ξεπέσει. Και ξεπέφτουν και οι ίδιοι. Αυτοί ίσως να είναι και οι περισσότεροι. Αυτοί σχεδόν πάντα ορίζουν τη ζωή όλων μας. Και υπάρχουν και άνθρωποι που το «δώρημά» τους αγωνίζονται διαρκώς να το κρατούν αλώβητο μέσα στα ανελέητα χτυπήματα της ζωής και τις κακίες των ανθρώπων. Αυτοί είναι που θεωρούνται οι «διαφορετικοί».

     Γιατί; Όλοι μας το έχουμε σκεφτεί αυτό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τούτη ή εκείνη την αφορμή. Στέρξαμε ποτέ να δώσουμε μια αντικειμενική, αληθινή απάντηση; Όχι βέβαια. «Οι άνθρωποι δεν μπορούν ν’ αντέξουν πολλήν αλήθεια». Όπως το έγραψε ο Eliot. Οι άνθρωποι… «Hollow people» σε μια «Waste Land». Το κενό. Κι η ερημία. Δεν υπάρχει χώρος για αλήθειες μέσα στο ρημαγμένο Τίποτα.

(Συνεχίζεται…)

Κωνσταντίνος Μεϊντάνης

SHARE
RELATED POSTS
Υπάρχουν κι αυτά τα παιδιά, της Αναστασίας Φωκά
Νοσταλγίες παρενθετικές, του Δημήτρη Κατσούλα
Οι επώνυμοι και οι πέριξ, της Πόλυς Μηλιώρη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.