Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Μια σακούλα με αμνησία, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

 

Μιά φορά κι ένα καιρό, σ’ έναν κόσμο μακρινό που όμως θα ορκιζόμουν πως ήταν ίδιος με τον δικό μας, ζούσε μιά σακούλα διάφανη. Ήταν μιά πλαστική σακούλα μεσαίου μεγέθους που δεν είχε πάνω της κανένα γράμμα, σήμα ή άλλο σημάδι που να της έδειχνε από πού ερχόταν.

Αυτό έκανε την μεσαία διάφανη ανώνυμη σακούλα ιδιαίτερα δυστυχισμένη. Όσο κι αν προσπαθούσε να θυμηθεί της ήταν αδύνατον, δεν μπορούσε να βρεί μέσα της ούτε ένα χαρτάκι απόδειξης ή ένα ξεχασμένο αντικείμενο που κάποτε σίγουρα θα μετέφερε με χαρά ή βαρυγκομώντας, κάτι τέλος πάντων που να φανέρωνε την ταυτότητά της.

Και έτσι περνούσαν οι μέρες οι μήνες και τα χρόνια και η μεσαία διάφανη σακκουλίτσα αφηνόταν στα ρεύματα του ανέμου να την παρασύρουν κατά πως εκείνα ήθελαν. Και πότε βρισκόταν ψηλά στον ουρανό να στροβιλίζεται με χάρη μπαλαρίνας και να ξανακουμπά στο χώμα απαλά, πότε αγνάντευε τους περαστικούς από τα δέντρα, γραπωμένη από κάποιο κλαδί φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας, πότε την κυνηγούσαν αγριεμένα αυτοκίνητα στις λεωφόρους και την πατούσαν χωρίς οίκτο αλλά πάντα κατάφερνε να τους ξεφύγει και έφτανε η καημένη σε κακό χάλι στο πεζοδρόμιο για να κρυφτεί σε κάποια σχάρα υπονόμου ή σε τίποτα παρτέρια με αγκαθωτούς θάμνους, από αυτούς που κανένας άνθρωπος δεν άπλωνε ποτέ το χέρι του για να την μαζέψει από φόβο μην γρατζουνιστεί.

Με λίγα λόγια, η ζωή της της φαινόταν σαν ένας εφιάλτης, ένας κανονικός εφιάλτης.
Ζούσε κυνηγημένη, φοβισμένη και ανώνυμη, χαμένη και ταλαιπωρημένη σε ένα κόσμο που ήταν σίγουρο πως δεν την αγαπούσε πια.

Ο καιρός περνούσε και γύρω της άλλαζαν όλα. Είχε συναντήσει πολλές σακούλες μεσαίου μεγέθους, μόνες τους κι αυτές σαν και κείνη …χαμένες και το ίδιο ταλαιπωρημένες. Αλλά όλες μπορούσαν να θυμηθούν την ζωή τους πριν φτάσουν να βρεθούν άδειες στους δρόμους.

Μιά φορά μάλιστα, μετά από μιά δυνατή καταιγίδα, βρέθηκαν κάμποσες σφηνωμένες στις ρόδες ενός παρκαρισμένου αυτοκινήτου και όταν συνήλθαν, οι καημένες, και άρχισαν να διηγούνται τις απίστευτες ιστορίες τους. Μία μάλιστα, πολύ μεγάλη σακούλα, που είχε πάνω της διάφορα χρωματιστά σχεδιάκια τους μίλησε για τότε που ζούσε με ολόκληρη την οικογένειά της -μικρές, μεσαίες και τεράστιες σακούλες- στο κατάστημα παιχνιδιών. Κάποια Χριστούγεννα την γέμισαν μέχρι απάνω με παιχνίδια και την πήγαν σε ένα ζεστό σπίτι με δύο πιτσιρίκια κι αυτά όταν την αντίκρυσαν κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο έκαναν τόση χαρά, μα τόση χαρά! Ορκίστηκε μάλιστα να μην το ξεχάσει ποτέ. Ήταν η πιο συγκινητική στιγμή της ζωής της. Σχεδόν δάκρυσε που το θυμήθηκε. Πάντα έφερνε χαρά σε όποιον την αντίκρυζε. Και όχι μόνο στα παιδιά. Είπε και χαμογέλασε νοσταλγικά.

Τότε η μεσαία διάφανη ανώνυμη σακούλα την ρώτησε πώς βρέθηκε στον δρόμο αφού την αγαπούσαν τόσο και κείνη της είπε πως μετά τις γιορτές έβαλαν μέσα της τα περιτυλίγματα από τα παιχνίδια που κουβαλούσε και την άφησαν στον ΜΠΛΕ κάδο.

Τη λέξη «μπλέ» την τόνισε ιδιαιτέρως αλλά κανείς δεν κατάλαβε ακριβώς γιατί. Αυτή η χρωματιστή σακούλα φαινόταν ιδιαίτερα μορφωμένη!

Υπήρχε όμως μιά άλλη σακούλα που είχε πάνω της δύο μεγάλα γράμματα και που ήξερε τι σημαίνει το «μπλέ» που τόνισε με τόση περηφάνια η χρωματιστή σακουλίτσα. Αυτή σήκωσε το ένα της χερούλι ειρωνικά και είπε με βροντερή φωνή.

-Και αφού σε έβαλαν στον μπλε κάδο, όπως μας είπες, γιατί είσαι τώρα εδώ με μας; Μας κοροϊδεύεις μου φαίνεται.

Η χρωματιστή σακούλα θύμωσε και προσπάθησε να τεντωθεί για να φανεί πιό ψηλή και να φανούν όλα της τα σχέδια καλύτερα.

-Μα από τον μπλέ κάδο με πήρε ο αέρας και σκόρπισε και τα περιτυλίγματα των δώρων που είχα μέσα. Τί, δεν με πιστεύετε; Μιά κούκλα που έκλαιγε όταν πεινούσε, την Μπάρμπι οδοντίατρο, έναν γερανό με τηλεχειριστήριο, μιά συλλεκτική Μονόπολη και ένα σωρό μπαταρίες. Τα θυμάμαι πολύ καλά. Τα Χριστούγεννα, να ξέρετε, ο κόσμος γεμίζει με δώρα τα δέντρα που στολίζει μέσα στα σπίτια του, τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι ανοίγουν τα δώρα τους και μετά οι κάδοι γεμίζουν ίσαμε απάνω!

Ε, με έβαλαν πάνω-πάνω και μόλις άρχισε η μπόρα με πήρε ο αέρας. Αν κοιτάξετε λίγο πιο προσεκτικά θα δείτε πολλές σαν και μένα εδώ.

Η σακούλα με τα δύο μεγάλα γράμματα κοίταξε γύρω της καχύποπτα στην αρχή αλλά μετά λίγο πιο προσεκτικά και τότε είδε δεξιά της μιά τόση δα σακουλίτσα με τα ίδια σχεδιάκια με την μεγάλη να στάζει νερά στραπατσαρισμένη, μιά άλλη ολόιδια να φυσά τη μύτη της και να προσπαθεί να αδειάσει τα νερά από μιά τρύπα που είχε στο πλάι και μιά γίγας να λαγοκοιμάται εξαντλημένη δίπλα από ένα λιωμένο χαρτόκουτο.

Η ιστορία της μεγάλης χρωματιστής σακούλας από το μαγαζί με τα παιχνίδια έκανε την μεσαία διάφανη σακουλίτσα ακόμα πιο δυστυχισμένη. Μα τί κρίμα να μην μπορεί να θυμηθεί κι αυτή μιά τόσο ωραία ιστορία από το παρελθόν της. Μιά ιστορία που να έχει παιχνίδια και παιδιά και χριστουγεννιάτικα δέντρα!

Α, είπε η σακούλα με τα δύο μεγάλα γράμματα, παιχνίδια και αηδίες…εγώ να δείτε τι έχω κουβαλήσει στη ζωή μου! Πράγματα χρήσιμα, απαραίτητα, φαγώσιμα.

Αυτή το έπαιζε αρχηγός γιατί άνηκε, τους είπε, στην μεγαλύτερη οικογένεια από όλες.

Χιλιάααδες όμοιές της έβγαιναν στους δρόμους καθημερινά και είχαν δει τα μάτια τους, ουυυυ, και τί δεν είχαν δει. Ήταν, είπε με στόμφο, οι σακούλες σούπερμάρκετ πολύ σκληρά καρύδια, γιατί μετά τα ψώνια οι άνθρωποι έβαζαν σ’ αυτές τα σκουπίδια της ημέρας και τα άφηναν στους κάδους! Εκεί να δείτε γνωριμίες! Όμως τη μέρα που άφησαν εκείνη είχαν απεργία τα σκουπιδιάρικα, ο κάδος ήταν τίγκα και έτσι η νοικοκυρά της άφησε κάτω. Μιά γάτα έλυσε τον κόμπο της και την άδειασε…Ε, τα υπόλοιπα ήταν γνωστά.

Όταν βγήκε επιτέλους ο ήλιος το παρκαρισμένο αυτοκίνητο έφυγε και τότε η παρέα με τις ταλαιπωρημένες σακούλες σκόρπισε με μιάς. Η διάφανη σακουλίτσα ακολούθησε το αεράκι παραδομένη στη μοίρα της και πριν το καταλάβει βρέθηκε να κρέμεται από ένα ξεχαρβαλωμένο σίδερο και από κάτω της να κυλάει ένα ρυάκι!

Τρόμαξε πολύ η καημενούλα και όταν το επόμενο φύσημα του ανέμου την κατέβασε σε κάτι πέτρες δίπλα από το νερό που κυλούσε αγριεμένο μετά την μπόρα, σκέφτηκε πως μάλλον την γλύτωσε πολύ φτηνά. Εκείνη την στιγμή άκουσε μιά φωνούλα να φωνάζει βοήθεια κλαψουρίζοντας!

Κοίταξε τριγύρω αλλά δεν είδε τίποτα. ‘Ένα σωρό σκουπίδια κολυμπούσαν στο ρυάκι αμέριμνα λες και έκαναν διακοπές. Καλά, για τα σκουπίδια το ήξερε πως δεν νοιαζόντουσαν και πολύ για τους άλλους. Με το που έπιανε βροχή ο νους τους ήταν πώς θα πάνε τις βόλτες τους. Δεν τα ένοιαζε καθόλου πού θα καταλήξουν και όσο πιο μακριά έφταναν από την χωματερή για κείνα ακόμα καλύτερα! Τα είχε ακούσει πολλές φορές να μιλάνε για το πώς θα ξεφύγουν από τις σακούλες και τους κάδους τους. Οπότε ένα ρυάκι, όσο φουσκωμένο και να ήταν, ήταν γι΄αυτά οι καλύτερες διακοπές!

Φώναξε σε δύο περαστικά μπουκάλια μπύρας και μιά συσκευασία από πατατάκια με ρίγανη να κάνουν ησυχία για να ακούσει από πού ερχόταν εκείνη η ξεψυχισμένη φωνούλα. Αυτά ούτε που νοιάστηκαν και συνέχισαν τον δρόμο τους με χάχανα και γέλια τρανταχτά.

‘Οταν πια απομακρύνθηκαν η σακούλα ρώτησε δυνατά.

-Ποιός είναι εκεί;

-Εγώ, είπε μιά φωνούλα που ερχόταν ακριβώς κάτω από την πέτρα που στεκόταν.

Σκύβει και τί να δεί; Μιά μικρή διάφανη σακουλίτσα που της έμοιαζε πολύ!

-Ω, σου ζητώ χίλια συγνώμη, δεν σε είδα. Μα πως βρέθηκες εκεί κάτω; Κάτσε να σε βοηθήσω να βγείς, είπε και σκέφτηκε πως ίσως να βρήκε μιά συγγενή της και να μάθαινε επιτέλους ποιά ήταν!

Την τράβηξε με δύναμη και μόλις την ανέβασε πάνω στην πέτρα είδε πως η μικρή διάφανη σακουλίτσα δεν είχε καθόλου μα καθόλου χερούλια! Πόσο παράξενο! Ντράπηκε να την ρωτήσει. Δεν ήθελε να την φέρει σε δύσκολη θέση κι έτσι έκανε πως δεν το πρόσεξε καν. Τελικά δεν έμοιαζαν καθόλου μα καθόλου! Κρίμα.

Η μικρή συνήλθε γρήγορα και έπιασαν κουβέντα. Της είπε πως ερχόταν από ένα μαγαζί που πουλούσε ψάρια ενυδρείου και πως λίγες μέρες πριν την γέμισαν με νερό βρύσης και έβαλαν μέσα της ένα χρυσόψαρο με μεγάλα μουστάκια που την γαργαλούσαν.

Το χρυσόψαρο με τα μεγάλα ενοχλητικά μουστάκια πήδησε όλο χαρά σε μιά μεγάααλη γυάλα στο σπίτι που τους πήγαν. Είχε μάλιστα, απ΄όσο πρόλαβε να δει, στον πάτο της ένα κάστρο, πλαστικά φύκια ανάμεσα χωμένα σε βότσαλα γυαλιστερά και έναν δύτη δίπλα από ένα σεντούκι γεμάτο θησαυρούς που ανοιγόκλεινε βγάζοντας μπουρμπουλήθρες! ‘Ενας κόσμος ολόκληρος και τόσο μα τόσο καθαρός! Όχι σαν ετούτο το αγριεμένο ρυάκι που είναι γεμάτο αγενή σκουπίδια…είπε και τίναξε μιά λιωμένη χαρτοπετσέτα που είχε κολλήσει θρασύτατα πάνω της.

«Αχ, ευτυχώς που ήρθες εσύ, ευγενική μου σακούλα και με ελευθέρωσες, γιατί τόσες ώρες εδώ, τόσα μπουκάλια πέρασαν, τόσα τσόφλια από αυγά, τόσε γλούδες πορτοκαλιών, τόσα κονσερβοκούτια, κανείς, μα κανείς δεν σταμάτησε να με βοηθήσει».

Την πήρε το παράπονο και άρχισε να κλαίει ξανά και να θυμάται την ζωή της πριν βρεθεί σε ‘κείνο το βρώμικο αγριεμένο ρέμα.

Η σακούλα είχε πραγματικά εντυπωσιαστεί και στεναχωρηθεί συνάμα από την ιστορία της μικρής χωρίς χερούλια και σκέφτηκε πως έπρεπε να φτιάξει ένα ψέμα να πει στην περίπτωση που την ρωτούσε και κείνη από πού έρχεται…

Πρέπει να σκεφτώ κάτι πρωτότυπο, σκέφτηκε, κάτι ιδιαίτερο, αλλά τί ;

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη της και ο άνεμος , φρρρρρ, την πήρε πάλι με ένα φύσημά του μακριά και το μόνο που πρόλαβε να ακούσει έτσι όπως έφευγε πετώντας ήταν ένα χαρούμενο «ευχαριστώωωω» που έσβηνε με την απόσταση.

Βρέθηκε ξανά στον ουρανό να στροβιλίζεται και τότε ξαφνικά η δυστυχισμένη σακούλα έπαψε να στεναχωριέται που δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιά ήταν. Σκέφτηκε πως δεν είχε καμία σημασία να θυμηθεί την ιστορία της γιατί ήταν σίγουρο πως αυτό θα την έκανε ακόμα πιο δυστυχισμένη, όπως και όλες οι άλλες σακούλες που γνώρισε. Καλύτερα λοιπόν να μην ξέρει.

Χαμογέλασε και άφησε τον άνεμο να την πάει όπου εκείνος ήθελε. Δεν τον φοβόταν πια καθόλου γιατί κατάλαβε πως χάρη σ΄αυτόν το ταξίδι της δεν θα τελείωνε ποτέ κι αυτό δεν ήταν καθόλου κακό για κείνη!

Ποιός ξέρει, σκέφτηκε, μπορεί στο επόμενο φύσημα να βρισκόταν στην θάλασσα που τόσα είχε ακούσει γι΄αυτήν αλλά δεν την είχε δει ποτέ της. Κι αν ήταν πολύ τυχερή μπορεί και να ταξίδευε στον απέραντο ωκεανό για τα επόμενα 200 χρόνια και να συναντούσε πολλά γέρικα πλαστικά που θα είχαν τόσα να της μάθουν! Σίγουρα στα χρόνια που θα έρχονταν θα ζούσε και κείνη τις δικές της περιπέτειες για να τις διηγηθεί με τη σειρά της στις νεότερες περιπλανώμενες σακούλες που θα έβρισκε στον δρόμο της!

Και ζήσαμε εμείς καλά και η πλαστική σακκουλίτσα …για πάντα!

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
I am sharing ‘Αφού όλα έσβησαν’ with you, της Δέσποινας Γρηγοριάδου
Θυμάμαι/ Δεν θυμάμαι, του Γιάννη Πανούση
Νύχτες οπλισμένες, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.