Σε δίκη με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία και του βιασμού παραπέμπονται ο 21χρονος Ροδίτης και ο 20χρονος Αλβανός που δολοφόνησαν και κακοποίησαν την άτυχη φοιτήτρια Ελένη Τοπαλούδη.
Την παραπομπή τους ενώπιον Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου εισηγήθηκε την Παρασκευή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου, ο Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου. Με την ίδια εισήγηση προτείνεται η διατήρηση της προσωρινής τους κράτησης έως την 4η Δεκεμβρίου 2019.
Η παράταση της προσωρινής τους κράτησης έγινε με Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου που έλαβε υπόψιν του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προαναφερόμενων πράξεων που τιμωρούνται με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, της πρόσκαιρης με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη.
Στο βούλευμα – «καταπέλτη» τονίζεται η μεγάλη χρονική διάρκεια των βασανιστηρίων στα οποία υποβλήθηκε η άτυχη κοπέλα που μαρτυρά ιδιαίτερη σκληρότητα.
«Η Ελένη Τοπαλούδη έδινε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή» αναφέρεται μεταξύ άλλων και επισημαίνεται πως οι δράστες την χτυπούσαν μέχρι να μείνει αναίσθητη.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες φέρεται να διεπράχθη το έγκλημα, περιγράφονται στο βούλευμα ως εξής:
«Στη Ρόδο Δωδεκανήσου, σε χρόνο μη δυνάμενο να προσδιοριστεί επακριβώς και πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από τις βραδινές ώρες της 27ης. 11.2018 έως και τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης. 11.2018, ο πρώτος κατηγορούμενος (20χρονος), ο οποίος γνώρισε την παθούσα Ελένη Τοπαλούδη του Ιωάννη προ μίας περίπου εβδομάδας, και ο 21χρονος συγκατηγορούμενός του, έχοντας προαποφασίσει να τελέσουν από κοινού το αδίκημα του βιασμού εναντίον της ανωτέρω παθούσας, αφού μετέβησαν στην οικία της, η οποία ευρίσκετο στην πόλη της Ρόδου επί της οδού Εθνικής Αντιστάσεως, με όχημα ιδιοκτησίας του πατέρα του δεύτερου κατηγορουμένου, παρέλαβαν την παθούσα και μετέβησαν στην εξοχική κατοικία των γονέων του δεύτερου κατηγορουμένου στην περιοχή των Πεύκων Λίνδου.
Εκεί, μετά από κοινή τους απόφαση και παρά την εκδηλωθείσα αντίθετη βούληση της Ελένης Τοπαλούδη, τέλεσαν παράλληλα και διαδοχικά εξώγαμη συνουσία με αυτήν, κάμπτοντας την αντίστασή της με τις υπέρτερες σωματικές τους δυνάμεις, ασκώντας επί αυτής σωματική βία, σφίγγοντάς την δηλαδή στην τραχηλική χώρα, καταφέροντάς της παράλληλα γρονθοκοπήματα, και απειλώντας τη ζωή και τη σωματική της ακεραιότητα με μαχαίρι. Υπό αυτές τις συνθήκες, κι ενώ η παθούσα ήταν αβοήθητη, έρμαιο στις σεξουαλικές διαθέσεις τους, πέραν της εξώγαμης συνουσίας, εκμεταλλευόμενοι την εκμηδένιση της αντίστασής της, λόγω της σωματικής και ψυχικής εξάντλησής της, εξανάγκασαν αυτήν να ανεχθεί επιπλέον ασελγείς πράξεις.
Στην προβαλλόμενη δε άρνηση της παθούσας να προβεί στην ασελγή πράξη, οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι, σημειωτέον, είχαν έντονη ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες, γρονθοκόπησαν αυτή με δύναμη στο πρόσωπο, με συνέπεια εκείνη να ζαλιστεί και να χάσει στιγμιαία τις αισθήσεις της.
Ανακτώντας μετά από λίγο τις αισθήσεις της η παθούσα, δήλωσε στους κατηγορούμενους την πρόθεσή της να τους καταγγείλει στην αστυνομία, πυροδοτώντας έτσι το θυμό τους και παράλληλα την ανησυχία τους ότι θα συλληφθούν και θα υποστούν ποινικές κυρώσεις για την ανωτέρω συμπεριφορά τους. Ενόψει αυτής της δυσάρεστης για εκείνους προοπτικής, οι κατηγορούμενοι προέβησαν τότε σε στάθμιση των δεδομένων και αποφάσισαν από κοινού τη φυσική εξόντωση της παθούσας ώστε να αποκλείσουν κάθε πιθανότητα μελλοντικής σε βάρους τους καταγγελίας.
Ειδικότερα, ενώ η ανωτέρω παθούσα παρέμενε εξασθενημένη και σε σχεδόν λιπόθυμη κατάσταση εξαιτίας του βαρέως τραυματισμού της, ο οποίος είχε προηγηθεί κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιγραφόμενης πράξης του βιασμού, οι κατηγορούμενοι αποδεχόμενοι πλήρως ο ένας τη συμπεριφορά του άλλου και επιδιώκοντας να εξοντώσουν την παθούσα, κατέφεραν αλλεπάλληλα πλήγματα με γροθιές και σίδερο σιδερώματος στην κεφαλή αυτής, προκαλώντας της έντονη αιμορραγική διήθηση του αριστερού κροταφίτη μυ και των πέριξ υποδόριων ιστών, μικρά ρωγμώδη κατάγματα στον οπίσθιο κρανιακό βόθρο της βάσης του κρανίου ακτινωτά πέριξ του μείζονος τρήματος καθώς και καθολικό έντονο υπαραχνοειδές αιμάτωμα και εγκεφαλικό οίδημα, ενώ επιπλέον επιχείρησαν να την θανατώσουν και διά στραγγαλισμού.
Στη συνέχεια κι ενώ η παθούσα έδινε μάχη να κρατηθεί στη ζωή, υπομένοντας τις συνεχιζόμενες προσπάθειες των κατηγορουμένων να της κόψουν το νήμα της ζωής, εκείνοι ευρισκόμενοι σε απολύτως ήρεμη ψυχική κατάσταση και παρά τις σχετικές έντονες παρακλήσεις της να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο, επέδειξαν εμμονή στον εγκληματικό τους σχεδιασμό και μετέφεραν αυτήν γυμνή (ακριβέστερα φορώντας μόνο το στηθόδεσμό της) στο ανωτέρω όχημα, προκειμένου να ολοκληρώσουν το προαποφασισμένο από αυτούς κακούργημα της ανθρωποκτονίας.
Ακολούθως, λοιπόν, κάνοντας χρήση του ανωτέρω οχήματος, μετέφεραν την παθούσα σε απόκρημνη βραχώδη περιοχή στον όρμο «Φώκια», περιοχή γνωστή σε ελάχιστους και κυρίως σε κατοίκους της ευρύτερης περιοχής της Λίνδου, την οποία γνώριζε ο δεύτερος κατηγορούμενος.
Εκεί οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας από κοινού και βάσει σχεδίου, σήκωσαν με τα χέρια τους και οι δύο το σώμα της παθούσας (που βρισκόταν πλέον σε ημιλιπόθυμη κατάσταση) και έριψαν αυτό από ύψος περίπου 10 μ. στη θάλασσα. Από την ενέργειά τους αυτή σε συνδυασμό με τις ήδη προκληθείσες στην παθούσα σωματικές βλάβες (κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, διάχυτη εγκεφαλική αιμορραγία και οίδημα που είχαν προκληθεί από τα χτυπήματα στο κεφάλι της), οι οποίες καθιστούσαν αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια της παθούσας να κινηθεί αποτελεσματικά ώστε να επιπλεύσει, επήλθε ο θάνατός της συνεπεία πνιγμού».