Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία

Κατηφείς και οργισμένοι, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Συνηθίσαμε πλέον, μετά από έτη μονόπλευρου πολιτικού κηρύγματος να βρισκόμαστε καθισμένοι αναπαυτικά στους καναπέδες μας με τα ποπ κορν και τα πατατάκια στα μπολ να παρακολουθούμε τις ειδήσεις. Συνηθίσαμε πλέον, να είμαστε μόνιμοι πελάτες των πρακτορείων ΠΡΟΠΟ τζογάροντας σιωπηλά και με τις ώρες τη θλίψη μας. Φθάσαμε στο σημείο οι περισσότεροι να κυνηγούμε τις προσφορές τους με τα κουπόνια των εφημερίδων για ένα επιπλέον απορρυπαντικό. Και σαν να μη μας φτάνει αυτή η κατάντια, γίναμε και ειδήμονες του lifestyle και του interior desigh έχοντες μάλιστα και άποψη περί αυτών.

Συνηθίσαμε πλέον να μιλάμε για ό, τι το χρεωκοπημένο δημιουργήθηκε σ΄αυτή τη χώρα από τις πρακτικές των κυβερνήσεων που ακολουθήθηκαν κατά γράμμα εισπράττοντας τώρα τα συσσίτια που διανέμονται έξω από την πόρτα μας, τον εκφασισμό του κράτους και τις στρατιές των ανέργων ως τις νέες φουρνιές καταθλιπτικών, αποτέλεσμα μιας διαχείρησης της πανδημίας από συνεχείς εγκλεισμούς για ψύλλου πήδημα, και τις στημένες δημοσκοπήσεις, έτσι για να έχει και λίγο χρώμα η πολιτική καμπύλη.

Μας βλέπω να περπατάμε από εδώ και από εκεί σαν ζαβλακωμένοι και να μιλάμε για μια άλλη, δεύτερη Ελλάδα από αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων που ζήσαμε μέσα από αναποδογυρισμένα πεζοδρόμια όπου το χρήμα έρεε ανεξέλεγκτο με την ελπίδα ότι κάτι θα άλλαζε προς ο καλύτερο, πέρα από τα ντουβάρια που ορθώθηκαν και σήμερα πεθαίνουν ασυντήρητα, κάτι αντίστοιχο που ζούμε σήμερα μέσα από τους μικρούς και μεγάλους περιπάτους κάποιου δημάρχου που λάθος έφτιαξε για ‘μας και θα τους γκρεμίσει για να φτιάξει νέους, σπαταλώντας εκατομμύρια σε μια πρωτεύουσα των τεραστίων hotels που ξεφυτρώνουν ως απόδειξη – λένε – του υγιούς τουρισμού και μιας ανάκαμψης που δεν θα φθάσει ποτέ, εκτός πλέον και μας προβάλλουν το Ελληνικό ως επένδυση από τον εφοπλιστή Λάτση, αντί πινακίου φακής ως αντάλλαγμα για τα ταμεία του δημοσίου στα οποία δεν θα καταλήξει φράγκο. Κι εμείς δεν κάνουμε τίποτα, τους ανεχόμαστε απαθείς.

Πιεστήκαμε τόσο πολύ ως κοινωνία όπου φθάσαμε στο σημείο αντί να ζητήσουμε τη ζωή μας πίσω και ό, τι άλλο μας έκλεψαν, να σκύβουμε το κεφάλι ως φρόνιμα παιδιά και υπάκουα κι αυτοί να το εκλαμβάνουν ως αδυναμία μας και αδιέξοδο, νομοθετώντας νύχτα στη Βουλή το ακαταδίωκτο πέραν της επιτροπής των επιστημόνων για τις θέσεις όσον αφορά στα μέτρα για την πανδημία, και για πολιτικά πρόσωπα, την ώρα που έχουν διαρρεύσει πρακτικά των επιτροπών στον τύπο, την ώρα που ξεπεράστηκε το ψυχολογικό όριο των 10.000 νεκρών και η κοινωνία να βρίσκεται στα όρια οικονομικής και ψυχολογικής κατάρρευσης. Καλά, τόσο ανεγκέφαλους μας θεωρούν τάχα; Δεν αντιλαμβάνονται ότι όταν φτιάχνεις μια διάταξη να μη μπορεί να σε καταδιώκει κανένας, μήπως σημαίνει ότι είναι ένοχοι σε πολλά; Την ώρα που ασκούνται πειθαρχικές διώξεις επιβάλλονται εκδικητικές, δυσμενείς συνθήκες εργασίας, ακόμα και απολύσεις σε υγειονομικούς υπαλλήλους που ‘άνοιξαν’ το στόμα τους και μίλησαν ευθέως για ελλείψεις στα δημόσια νοσοκομεία και για παντελή απουσία σχεδίου αντιμετώπισης της πανδημίας, ποντάροντας απλά στο ότι: τι να τις κάνουμε τις προσλήψεις αφού ούτως ή άλλως σε μερικούς μήνες η πανδημία θα είναι παρελθόν και το προσωπικό θα το πληρώνουμε άδικα επιβαρύνοντας τον κρατικό κορβανά; Τόσο στενόμυαλα σκέπτονται, τόσο εφήμερα και στο πόδι σχεδιάζουν τη θωράκιση του Ε.Σ.Υ., λες και ο ιός covid 19 θα είναι ο τελευταίος που μας ‘επισκέπτεται’ και ποτέ δεν θα απειληθεί η ζωή από κάτι το πλέον φρικιαστικό.

Δεν έχω ακόμα καταλάβει αν όλο αυτό που ζούμε εκλαμβάνεται ως σιωπή και ανοχή από τους κυβερνώντες ή θα φθάσει η στιγμή εκείνη που θα θεριέψει το δίκιο και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που θα καταβληθούν τότε, δεν θα είναι δυνατή η συμμόρφωση των ιδίων ποδιών να μπουν ξανά στα ίδια παπούτσια και να συμμορφωθούν. Τότε θα είναι το ξεμπλοκάρισμα της νεολαίας και το τίναγμα των μυαλών της από τη σκόνη, κάτι δηλαδή σαν να βρισκόμαστε λίγο πριν μια στροφή, κάπου που δεν έχεις ορατότητα για να δεις τι κρύβεται από πίσω, καθότι τότε θα ακούς φωνές και βήματα να καταφθάνουν, λέγοντας τότε σε όλους αυτούς τους σιωπηλούς πλειοψηφούντες και τους βουβούς πως πάντα σε αυτόν τον κόσμο ήταν οι αδίστακτες μειοψηφίες που κουβαλούσαν τον αέρα του μέλλοντος και των πραγματικών ανατρεπτικών αλλαγών.

SHARE
RELATED POSTS
Η Πατρίδα μου, της Χρύσας Ζανεσή-Αλεξάκη
PIGS, του Αλέξανδρου Μπέμπη
Ο επικίνδυνος εθισμός στα capital controls, του Ηλία Καραβόλια

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.