Ανοιχτή πόρτα

Καλημέρα, καλησπέρα και καληνύχτα σας, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Η Ματίνα Ράπτη -Μιληλήέχει πτυχίο Κοινωνιολογιας και η πτυχιακή της εργασία ήταν πάνω στην κακοποίηση ανηλίκων. Γράφει μικρές ιστοριες που εχουν να κάνουν με το σήμερα και το χθες. Της αρέσει να παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω της και να ακούει τις ιστορίες τους.

Είναι κάποια πράγματα που όσο περνούν τα χρόνια τόσο  δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου. Μικρά πράγματα, μικροπράγματα τα λες, τοσοδούλικες σκέψεις, μυρωδιές, εικόνες σταματημένες στον χρόνο, σαν τις καρτ ποστάλ από το εξωτερικό, τότε που οι θείοι και οι θείες μας έστελναν φιλιά και χαιρετισμούς από την όμορφη Βενετία. Τότε που οι άνθρωποι έγραφαν γράμματα, ραβασάκια και αφιερώσεις με ημερομηνίες πίσω από τις φωτογραφίες τους. Τότε που έλεγαν καλημέρα, καλησπέρα, καληνύχτα κάθε πρωί, κάθε απόγευμα και κάθε βράδυ και που αγόραζαν εφημερίδες και κάθονταν με το καφεδάκι τους να τις διαβάσουν γραμμή την γραμμή, σελίδα την σελίδα. Λες και κανείς δεν βιαζόταν!  Λες και η ζωή κυλούσε σε αργή κίνηση.  Υπήρχε χρόνος να καταλάβεις πως ο χρόνος κυλάει.

Και ύστερα, σιγά σιγά και ύπουλα όλα άρχισαν να επιταχύνουν. Τα αυτοκίνητα, τα αεροπλάνα, τα τρένα, τα καράβια κι εκεί που νιώθαμε  πως ο κόσμος είναι απέραντος ξαφνικά έγινε μια σταλιά και δεν μας χώραγε πια.  Τα τηλέφωνα έγιναν πιο γρήγορα, πιο μικρά , πιο «έξυπνα» κι από εμάς τους ίδιους. Κι ενώ σκοπός τους ήταν να μας φέρνουν πιο κοντά σχεδ’ον μας αποξένωσαν. Λίγο ακόμα και θα ξεχάσουμε και τις φωνές μας μαζί με την αληθινή εικόνα μας… αυτήν που μας κοιτάζει με απορία από τον καθρέφτη μας κάθε πρωί.

Βουτηγμένοι στην  αγωνιώδη αναζήτηση της αλήθειας βρεθήκαμε τελικά να ζούμε σε ένα διαρκές ψέμα τόσο μα τόσο αληθινό!

Πόσο δύσκολο είναι σήμερα να μην βιαζόμαστε. Πόσο δύσκολο είναι να δείχνουμε το αληθινό μας πρόσωπο; Πόσο δύσκολο είναι να μιλάμε από καρδιάς και με ειλικρίνεια για τα πάντα χωρίς να φιλτράρουμε τις σκέψεις μας όπως φιλτράρουμε τις φωτογραφίες μας, όπως βελτιστοποιούμε τις  ζωές μας στα μάτια των άλλων και τελικά γιατί μας ενδιαφέρει τόσο η γνώμη των άλλων;

Και εγώ με τα μικροπράγματά μου κάνω αντίσταση. Μίνι αντίσταση θα μου πείτε, έστω. Ο ήχος από το κουδούνι στο σχολείο. Η μυρωδιά που είχε η καινούργια σχολική τσάντα, το βρεγμένο φθινοπωρινό χώμα, οι ξαφνικές μπόρες εκεί που έσβηνε γλυκά  το καλοκαιράκι. Η γεύση από το παγωτό σάντουιτς, μια χρυσόμυγα δεμένη η καημένη σε σπάγγο, τα καπάκια από τα αναψυκτικά που στην μέσα πλευρά τους έκρυβαν ήρωες του Disney, σκορπισμένα στα χαλίκια της καλοκαιρινής ταβέρνας που πηγαίναμε οικογενειακώς. Ένα χαλί από πυγολαμπίδες σε μια παραλία της Ζακύνθου μια μαγική νύχτα βαρκάδας. Ένα εισιτήριο από το σινεμά Αρης η μυρωδιά από το ποπ κόρν και μετά η επιστροφή με τα πόδια από την παραλία. Το καλοκαιρινό μπάνιο στις μεγάλες ζέστες. Οι τηλεοράσεις στα μπαλκόνια. Η τελευταία πανσέληνος μέσα από το τηλεσκόπιο ενός σοφού υπέργηρου γείτονα που ζούσε με τον έρωτα της ζωής του μέχρι το τέλος, λίγο πριν κλείσουν και οι δύο τα 100 τους χρόνια. Πρώτα ο κύριος Λούης, μαθηματικός και αργότερα η κυρία Κλεοπάτρα, καθηγήτρια γαλλικών. Το ζευγαράκι  από τον πρώτο όροφο και από έναν άλλον αιώνα. Να βολτάρουν αγκαζέ  στο Ζάππειο σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες αιώνια ερωτευμένοι.

Μια φέτα πορτοκάλι καθαρισμένο από το σουγιαδάκι του πατέρα μου, ο χαρταετός που μας έφτιαξε από μια χαλασμένη πορτοκαλί ομπρέλα και έζησε αιώνια πιο ψηλά από όλους τους χαρταετούς όλους του κόσμου. Το παλιό  μπλε κουπεράκι που έμαθα να οδηγώ, το αγιόκλημα στην  αυλή της γιαγιάς που τα βράδια αρωμάτιζε όλη την γειτονιά, τα χέρια και τα μαλλιά της μαμάς μου, πάντα περιποιημένα.

Η μυρωδιά από τα καινούργια βιβλία, το διάφανο αυτοκόλλητο που τα έντυνα και που κάποιες φορές έκανε φουσκάλες αποτυχίας και όλη την σχολική χρονιά προσπαθούσα ματαίως να ισιώσω. Ο ήχος από την πόρτα του μεγάλου οικογενειακού αυτοκινήτου. Τα φαναράκια σε σχήμα μανιταριού στο φρεσκοκουρεμένο γκαζόν της πολυκατοικίας των καλοκαιριών μου, ο ήχος από τα τσόκαρα στις ατελείωτες σκάλες, η γεύση από τα κλεμμένα άγουρα φυστίκια της μονοκατοικίας του γείτονα. Ένα μπαλάκι του πινγκ πονγκ στον αναπνευστήρα μιας μάσκας θαλάσσης, ένα ψαροντούφεκο που ποτέ, ευτυχώς, δεν βρήκε τον στόχο του,  μια σπασμένη σαγιονάρα κι ένα απελπισμένο καβουράκι στο κουβαδάκι του αδερφού μου.

Απειρα χελιδόνια σαν νότες πάνω στα καλώδια, η χελιδονοφωλιά στην σκεπή, ένα σπασμένο αυγό στο μωσαϊκό της βεράντας. Κλάματα. Το θρόισμα του αέρα ανάμεσα στα φύλλα του πανύψηλου ευκάλυπτου, η γεύση της πρώτης πίτσας στον Μάριο στον Προμπονά, η μυρωδιά από τα κρινάκια στο βάζο πάνω στο τζάκι, οι γαρδένιες που βάζαμε σε ρηχά πιατάκια του γλυκού και άπλωναν την ομορφιά τους λίγο πριν πεθάνουν κίτρινες από την ντροπή τους που μαράθηκαν. Ξέρω, τίποτα δεν ζει αιώνια. Κι αν σας μελαγχόλησα ζητώ συγγνώμη, αλλά καμιά φορά πρέπει να θυμηθείς αν θες να ξεχάσεις και να κάνεις μια παύση από την τρέλα. Να ποτίσεις τις ρίζες σου για να μπορέσεις να ανθίσεις.

Καλημέρα, καλησπέρα και καληνύχτα σας.    

SHARE
RELATED POSTS
Κάστρο – Τρυντώ: 40 χρόνια μετά…, του Χρήστου Μαγγούτα
Έχεις κρίση, του Δημήτρη Κατσούλα
Το Σουρουπόνι και η Ανατολή (Αταίριαστοι δεσμοί), του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.