Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Η Μαθητική Ζωή, το Βαρβάκειο και ο πατέρας μου, του Κωστή Α. Μακρή

Spread the love

Κωστής Α. Μακρής

 

Η Μαθητική Ζωή, το Βαρβάκειο και ο πατέρας μου

του Κωστή Α. Μακρή, 09 Φεβρουαρίου 2021

* * *

ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΖΩΗ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΒΑΡΒΑΚΕΙΟΥ ΠΡΟΤΥΠΗΣ ΣΧΟΛΗΣ

* * *

ΛΙΓΕΣ ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

ΜΕ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

 

 

 

Σύμφωνα με το πρόγραμμα που βάλαμε να επισκεφτούμε όλους τους εξέχοντας λογοτέχνες αναγκαστήκαμε να γνωρίσουμε και τα «λιμέρια» της οδού Περιάνδρου, όπου μένει τώρα τελευταία ο ποιητής Κωστής Παλαμάς.

Η απόπειρα, γιατί έτσι πρέπει να ονομαστεί αφού δεν είμαστε βέβαιοι για την επιτυχία της, (επειδή ο ποιητής ή αρρωστος θα ήτανε, ή θα είχε βγει για περίπατο) έγινε ένα συννεφιασμένο πρωινό. Ρωτώντας μάθαμε πού είναι η οδός Περιάνδρου, ένα στενό σοκάκι της Πλάκας με τέσσερα σπίτια. Ο μεγάλος ποιητής εδιάλεξε το σπίτι αυτό χωρίς θορύβους, για να περάση ήσυχα τα γεράματά του. Τον αριθμό του σπιτιού δεν τον ξέραμε. Όποιον κι αν ρωτήσαμε, δεν ήξερε πού μένει ο ποιητής. Ίσως ο κ. Παλαμάς να κράταγε μυστικό τον αριθμό του νέου σπιτιού για ν’ απαλλαχτή από τους ενοχλητικούς επισκέπτας, τους αιώνιους… δημοσιογράφους. Αλλά να· σ’ ένα σπίτι που δίπλα απ’ τα κουδούνια έγραφε και τα ονόματα, βλέπουμε και το ζητούμενο. Διστάζοντας κάπως, χτυπάμε το κουδούνι. Η πόρτα μισανοίγει, κι ένα πρόσωπο που μόλις διακρίνεται φαίνεται πίσω από αυτήν.

― Τι θέλετε;

― Σας παρακαλούμε μπορούμε να δούμε τον κ. Παλαμά;

― Ποίος είστε; Τι τον θέλετε; λέει νευρικά και βιαστικά.

― Πρόκειται για… κάποιο προσωπικό ζήτημα.

Είναι κι αυτό ένα μέσο να πλησιάζη κανείς πρόσωπα σημαίνοντα.

― Περιμένετε μια στιγμή ― μας λέει και κλείνει την πόρτα με κάποιο φόβο. Σε λίγο ξαναβγαίνει.

― Αν θέλετε να περάσετε το απόγευμα στι 6, γιατί τώρα δεν μπορεί να σας δεχτή.

― Δεν πειράζει, χαίρετε.

Αυτό ήταν το πρώτο κανόνι, η πρώτη απογοήτευση. Αλλά κι εμείς είμαστε συνιθεισμένοι στο «περάστε αύριο», «σε λίγο» κι από την άλλη συνέντευξη.

Τ’ απόγευμα στις 6 πάλι τα ίδια. Η πόρτα μισάνοιχτη και η υπηρέτρια, που θύμιζε τις χανούμισες πίσω απ’ τα καφάσια, (αν και δεν είχε φερετζέ), χωρίς να μας περάση μέσα, μας είπε να περιμένουμε λίγο για να μας παρουσιάση στον ποιητή. Αλλά τι θαύμα! Αντί του κ. Παλαμά είδαμε… μια δεσποινίδα. Τρίβουμε τα μάτια μας. Αλλά γρήγορα τα λόγια της μας έκαναν να καταλάβουμε.

― Είμαι η δεσποινίς Παλαμά. Τι θα θέλατε από τον πατέρα μου;

Της εξηγήσαμε τον σκοπό της επισκέψεώς μας.

― Δυστυχώς τώρα τελευταία κάθεται στο κρεβάτι γράφοντας και διαβάζοντας διάφορα ποιήματα. Δύσκολα δέχεται επισκέψεις. Μπορεί να σας δεχτή όμως αφού πρόκειται για νέους· περάστε μετά από τρεις ημέρες…

Την τρίτη φορά μας έμπασε μέσα. Δωμάτια απλά. Επίπλωση Σκυριανή. Αλλ’ ο ποιητής δεν είναι εκεί. Σε λίγο όμως μας οδηγάνε σ’ ένα γραφείο. Μπαίνουμε μέσα ζαρωμένοι. Στη γωνιά είναι καθισμένος ο ποιητής. Τα χρόνια έχουν γεμίσει χιόνια το κεφάλι του. Σηκώνει το κεφάλι του με τα φουντωτά φρύδια, και μας δείχνει καρέκλες για να καθίσουμε. Η ανάκριση αρχίζει. Ανοίγει το στόμα του, και σε λίγο ακούγεται η φωνή του.

― Τι θέλετε… νεαροί;

Πέρνουμε θάρρος με την αρχή που κάνει και οι γλώσσες μας λύνονται. Του εξηγούμεθα. Μας κοιττάζει καλά γιατί του ζητάμε πολλά.

― Το ερώτημά σας είναι αρκετά δύσκολο. Δεν θα σας απαντήσω αμέσως, γιατί ο χρόνος έσβυσε τις αναμνήσεις μου. Αλλά, όχι… θα σας πω… Τώρα θυμήθηκα…

Είμαστε ενθουσιασμένοι γιατί ο ποιητής φαίνεται ότι έχει όρεξη για κουβέντα.

― Στην αρχή θα θέλαμε να μας πήτε πού και πότε πήγατε σχολείο…

― Τα πρώτα μαθήματα τα πήρα σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο στο Μεσολόγγι. Στου Δράϊκου… Είμαστε αγόρια και κορίτσια μαζί… Εγώ όμως έκανα μεγαλύτερη παρέα μαζί με τα κορίτσια… Τώρα θυμάμαι μια… Αμαλία… μια Λενίτσα… Παίζαμε μαζί τις κουμπάρες και το κρυφτούλι… Έντεκα χρονών μπήκα στο Ελληνικό… που τόσο σιχαινόμουν στην αρχή.

― Είσαστε καλός μαθητής;

― Όχι… Ο πιο άταχτος, ο πιο στενοκέφαλος… Στα μηδενικά ερχόμουν πρώτος… Κάποτε ο δάσκαλος με κάλεσε να πω μάθημα… Μέσα στ’ άλλα, μου έκανε και την ερώτηση. «Τα παιδία παίζουν» τι μέρος του λόγου είναι εκείνο το “τα”; ―Αντωνυμία, τρεμοψυθίρισα― Ούξω να χαθής κουρουνιασμένε. Αντωνυμία βρε; ― Εγώ έτρεμα. Σε λίγο του λέγω. ― Όνομα! ― Όνομα, όνομα, κακομοίρη. Κατέβηκε απ’ την έδρα και με χαστούκησε. ― Άρθρον βρε, μου λέει. Μάθε κακομοίρη γράμματα για να γίνεις άνθρωπος. Πρέπει να σου λυώση το… βρακί σου στην καρέκλα από το διάβασμα για να ζήσης όταν μεγαλώσης. Ο δάσκαλός μου μέσα στο μυαλό μου έμοιαζε με τους δράκους των παραμυθιών που μου έλεγε η μάνα μου. 

― Η αμέλειά σας εξακολούθησε και στο Γυμνάσιο;

―Όχι. Στο σπίτι με καταφέρανε κι έγινα στο τέλος ο καλλίτερος μαθητής της τάξης μου. Στις εξετάσεις ο δάσκαλος είπε στον κόσμο. «Κύριοι, ο μαθητής αυτός όλο το χειμώνα ήτανε ο κάκιστος, ο έσχατος, ο αμελέστατος της τάξεως. Παραδόξως όμως τώρα τελευταία άλλαξε και ήρχισε επιμελούμενος των μαθημάτων του.»

― Από ποια ηλικία αρχίσατε να γράφετε ποιήματα;

― Πολύ μικρός.

― Κανένα άλλο ανέκδοτο που να σχετίζεται με τη σχολική σας ζωή;

― … Μια φορά θυμάμαι έγινα δικαστής με το στανιό… δικαστής και κατά σύμπτωση, εδίκασα μια παλιά μου συμμαθήτρια που έγινε αιτία να γελοιοποιηθώ.

― Μπορούμε να μάθουμε την αιτία που σας ανάγκασε να γίνετε και… δικαστής;

(Η γλώσσα του ποιητή λύθηκε. Λέει, λέει, χωρίς να σταματάει και συνάμα αναγαλλιάζει γιατί θυμάται τα παλιά, τα νειάτα του που τώρα τον άφισαν.)

― Ο τότε προϊστάμενός μου, ένα πρωί μου είπε απότομα: «Σε παρακαλώ να με αναπληρώσεις στη δίκη, γιατί θα φύγω για την πατρίδα μου». Θέλοντας και μη έγινα και εισαγγελέας. Την άλλη μέρα άρχισε η δίκη. Ο πρόεδρος άρχιζε: «Να έρθη η κατηγορουμένη». Τα συνηθισμένα τυπικά. Αλλά εγώ ξεχνόντας το αξίωμά μου είχα ασχοληθεί στο να κυττάζω την… κατηγορουμένη. Κάτι μου θύμιζε. Προσπαθούσα να ξυπνήσω μέσα μου, κοιμισμένες βαρειά θύμισες. Αλλά στο άκουσμα του ονόματός της έγινε και το κακό. Τινάχτηκα! Κοκκίνισα. Τα έχασα… Έμελλα να δικάσω μια παιδική μου φίλη, μια συμμαθήτριά μου παληά. Μηχανικά διάβασα το κατηγορητήριο. Στο μυαλό μου ήρθανε όλα τα παλιά. Το σκολειό. Οι «κουμπάρες», τα μαθήματα, ο δάσκαλος. Την άλλη μέρα η δίκη συνεχίστηκε, και τώρα η κατηγορουμένη άρχισε να με αναγνωρίζη και αυτή. Στο τέλος βγήκε η απόφαση της αθώωσής της. Και ένα πρωινό έλαβα το ευχαριστήριον γράμμα της, αλλά δυσαρεστήθηκα αντί να ευχαριστηθώ. Η μνηστή μου γνώριζε το γυναικείο γραφικό χαρακτήρα, και μου έκανε σκηνές. Αλλά δεν έφτανε μόνο αυτό. Την άλλη μέρα στο γραφείο μου, με περίμενε και η πάψη μου από τη θέση του δικαστή, γιατί εν τω μεταξύ είχα μονιμοποιηθεί κιόλας, επειδή είχα βγάλει άδικη απόφαση. Έτσι αναγκάστηκα να καταφύγω σ’ άλλο στάδιο, αγωνιστής για να ζήσω…

Μ’ αυτά τα λόγια τελείωσε ο μεγάλος ποιητής τις αναμνήσεις της «μαθητικής του ζωής».

Αλλ’ η αποστολή μας δεν ήτανε μέχρι εδώ. Του δίνομε με θάρρος να υπογράψη το «απαραίτητο» σκίτσο. Ο ποιητής το κυττάζει… το ξανακυττάζει… κατσουφιάζει… και τέλος μας λέει ότι δεν … του μοιάζει.

Αντί γι’ αυτό δε, μας δίνει μια τελευταία του φωτογραφία με ιδιόχειρη αφιέρωση στη «Μαθητική Ζωή».

― Το περιοδικό σας, νέοι μου, μπορώ να το κατατάξω στη πρώτη γραμμή της μαθητικής λογοτεχνίας. Είσαστε αξιέπαινοι και σας συγχαίρω με όλη μου την καρδιά.

Α. Μ. ― Π. Κ.

Από την ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΖΩΗ, ΕΤΟΣ Ε’, ΤΕΥΧΟΣ 6. ΙΟΥΝΙΟΣ 1936

Ενότητα: «ΕΠΙΤΥΧΙΑΙ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ» (σελίδες 96-98)

Ανάργυρος Α. Μακρής, Βαρβάκειο και Μαθητική Ζωή

Ο πατέρας μου, Ανάργυρος Μακρής τού Αλεξάνδρου και της Αδαμαντίας, είχε γεννηθεί στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου του 1918 ―των Αγίων Αναργύρων― γι’ αυτό και ονομάστηκε Ανάργυρος. Όνομα που το τίμησε (χωρίς να το επιδιώκει) όχι ως ιατρός αλλά ως μηδέποτε πλουτίσας ιδιαιτέρως.

Έζησε μέχρι και τον Νοέμβριο του 1979 οπότε και συνέχισε να ζει μόνο στη μνήμη άλλων· τη δική μου και όσων τον γνώρισαν.

Στο Γυμνάσιο πήγε (μετά από εξετάσεις) στην «Βαρβάκειο Πρότυπη Σχολή», η «το Βαρβάκειο» ―όπως το λέγανε― και καμάρωνε γι’ αυτό.

Ικανός σχεδιαστής από τότε, σχεδίασε το εξώφυλλο της «Μαθητικής Ζωής», του Περιοδικού τού Βαρβακείου, από το 1936, και είχε κάνει και πολλά από τα «κοσμήματα» και τις «ρουμπρίκες» που άρχιζαν και έκλειναν τα άρθρα του περιοδικού.

Από το 6ο τεύχος της «Μαθητικής Ζωής» του Βαρβακείου, έκδοση της 1ης Μαΐου του 1936, αντέγραψα την συνέντευξη ―που προηγείται― δύο συντακτών (μαθητών) τού περιοδικού με τον ποιητή Κωστή Παλαμά (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 – Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943).

Το αντέγραψα για να είναι πιο εύκολη η ανάγνωση του κειμένου. Χρησιμοποίησα το μονοτονικό επειδή δεν ξέρω να πληκτρολογώ πολυτονικό αλλά διατήρησα την αρχική ορθογραφία. Έκανα μικρές αλλαγές στην στίξη. Παραθέτω όμως και τις πρωτότυπες σελίδες σε φωτογραφικά αρχεία, για την ιστορία.

Αντιγράφοντας την μαθητική αυτή συνέντευξης, με έναν από τους πρωτομάστορες της γλώσσας μας, δεν μπόρεσα να αποφύγω κάποιες σκέψεις σχετικές με το πόσο τα καλά σχολεία κάνουν καλό σε μια χώρα και πόσο καλό πράγμα είναι τα καλά σχολεία σε όποια χώρα κι αν είναι. Οι δύο αυτές φράσεις μοιάζουν όμοιες αλλά δεν είναι.

Εγώ πήγα σε  κοινό Δημόσιο Γυμνάσιο και όχι στην Βαρβάκειο Πρότυπη Σχολή. Το Βαρβάκειο όμως είναι ένα σχολείο που ―ίσως εξ  αγχιστείας και λόγω οικογενειακής ιστορίας― τιμώ και αγαπάω και θέλω να ευημερεί και να προοδεύει. Το ίδιο και οι μαθητές του. Το ίδιο και όλα τα σχολεία, πρότυπα και μη. Με την ευχή και την ελπίδα κάποια μέρα όλα τα σχολεία τής Ελλάδας, όλων των βαθμίδων,  να είναι πρότυπα για πολλούς και για πολλούς. Κι όχι μόνο για τους Έλληνες και τις Ελληνίδες.

Κωστής Α. Μακρής

09 Φεβρουαρίου 2021

Σημείωση Κ.Α.Μ.: Στις εικόνες που συνοδεύουν την δημοσίευση, όλα τα διακοσμητικά σχέδια (τίτλοι, εξώφυλλο και ρουμπρίκες*) είναι του Ανάργυρου Α. Μακρή.

* ρουμπρίκα

Ετυμολογία

ρουμπρίκα [γαλλ.: rubrique] = τίτλος κεφαλαίων σε βιβλία δικαίου, τυπωμένος με κόκκινη μελάνη

ερυθρόγραφη λειτουργική οδηγία στο περιθώριο εκκλησιαστικού βιβλίου

(τυπογρ.) έγχρωμο, συνήθ. παραλληλόγραμμο, διακοσμητικό σχέδιο, στις ενάρξεις ή ενδιάμεσα των κεφαλαίων εντύπου

τίτλος περιοδικού ή εφημερίδας, ενδεικτικός του περιεχομένου άρθρου: το άρθρο δημοσιεύτηκε κάτω από τη ρουμπρίκα των σπορ

μόνιμη ή τακτική στήλη εντύπου που ασχολείται με καθορισμένο θέμα

Πηγή: 

SHARE
RELATED POSTS
Δημοσιογραφία του κιτς, του Γιώργου Αρκουλή
JOHN Mac STOURA, Άρτι αφιχθείς – περιφρουρήστε τους Κουνέληδες, του Γιάννη Στουραΐτη
Μεγάλη Πέμπτη, του Μάνου Στεφανίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.