Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Η ίδια σφαίρα να μας βρει, του Χρήστου Χωμενίδη

Spread the love

Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

και  Pane di capo στη Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου στο ύψος του ΙΚΑ & Λεωφόρος Κρεμαστής

Κεραυνοβόλος έρωτας υπάρχει – κεραυνοβόλα φιλία όχι; Υπάρχει και παραϋπάρχει! Εκείνους τούς δυό τούς στοιβάξανε σε ένα μεταγωγικό αεροπλάνο στην Τανάγρα, αρχές Ιουλίου του 1974, και ώσπου να προσγειωθούν στην Λευκωσία είχαν γίνει κολλητοί. Δεν είχαν ξεσπάσει τα τρομερά γεγονότα -το πραξικόπημα και η εισβολή- είχαν ωστόσο απόλυτη συνείδηση πως τους στέλνουν για πόλεμο. Αλλά δεν ήταν ο φόβος που τους ένωσε. Όπου και να γνωρίζονταν, το ίδιο θα συνέβαινε.

Ταιριάζανε τα χνώτα τους αφάνταστα. Κι ας διέφεραν στα πιό σημαντικά. Βλάχος ο ένας. Πόντιος ο άλλος. Κτηνοτρόφος ο Βλάχος, γιός τσέλιγκα απ’τους πρόποδες του Ολύμπου. Καλουπατζής ο Πόντιος, οικοδόμος, φτωχόπαιδο από τον Εύοσμο Θεσσαλονίκης. Παναθηναϊκός ο Βλάχος. Παοκτζής ο Πόντιος. Μέχρι και στις γυναίκες είχαν άλλα γούστα – του Βλάχου τού καλάρεσαν τα μελανούρια “κι ας έχουν λίγη τρίχα παραπάνω δεν με χαλάει ντιπ!”, ο Πόντιος τις ήθελε ξανθιές και ψωμωμένες, όπως τις έβλεπε στις ιταλικές σεξοκωμωδίες στο συνοικιακό σινεμά.

Το μεθεπόμενο βράδυ, στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, μεθύσανε με ζιβανία. Κουρούμπελα έγιναν. “Εβίβα! Η ίδια σφαίρα να μάς βρει, για Τούρκου για κομμουνιστή!” έκανε πρόποση ο Βλάχος. Ο Πόντιος έμεινε προς στιγμήν αμήχανος – ποιόν κομμουνιστή εννοοούσε; κουκουές ήταν ο γέρος του, είχε κάνει και εξορία… στην Κύπρο είχε κομμουνιστές;- δεν ήθελε όμως να ρισκάρει τη φιλία για τα πολιτικά, σήκωσε το ποτήρι, το κατέβασε άσπρο πάτο.

Καμία σφαίρα δεν τους βρήκε. Καθαρή την έβγαλαν αμφότεροι. Ο Βλάχος αποδείχθηκε παλικαράς στη μάχη, ο Πόντιος φύλαγε περισσότερο τον κώλο του, είχε στην τσέπη και το χάρτινο εικόνισμα, “σώσε μας Παναγιά μου Σουμελά και θα σού ανάψω δυό λαμπάδες ίσαμε το μπόι σου!” της έταζε. “Τι μπόι έχει, ρε ζαγάρι, η Παναγίτσα;” αγανάκτησε στο τέλος ο Βλάχος. “Ίσαμε το μπόι μας θα τής λες!”

Όταν γύρισαν στην Ελλάδα, χάθηκαν για κάνα τρίμηνο. Του έγραψε έπειτα ο Βλάχος, τον κάλεσε να τον επισκεφθεί. Πήγε ο Πόντιος στο χωριό και σχεδόν δεν ξανάφυγε. Του προξένεψε ο Βλάχος μια ξαδέλφη του. Τού έμαθε -το σημαντικότερο- την τέχνη της κτηνοτροφίας.

Τριάντα χρόνια αργότερα, ο Πόντιος χήρεψε. Ο Βλάχος είχε μείνει γεροντοπαλίκαρο. “Στενάζουν τα μπουρδέλα όποτε κατεβαίνουμε στη Λάρισα!” καυχιόταν ο Πόντιος στο καφενείο, κυρίως για να διαλύσει τις γελοίες φήμες που κυκλοφορούσαν εις βάρος του κολλητού του. “Παίρνετε μαζί και το βιάγκρα;” “Δεν το’χουμε ανάγκη!” κορδωνόταν.

Σαρανταπέντε χρόνια αργότερα, ήταν σχεδόν χουφταλάκια. Αλληλοσυμπληρώνονταν περισσότερο παρά ποτέ. Τού Βλάχου είχε εξασθενίσει η όραση, έτρεμαν κάπως και τα χέρια. Ο Πόντιος έβλεπε παραδόξως γερακίσια -και χωρίς γυαλιά- μα πήγαινε κάπως μονόμπαντα. Βαρυάκουε επιπλέον. Η θυγατέρα του, που τους γηροκομούσε και τους δυό, έκλεισε ραντεβού στον ωριλά στην πόλη, τού έκανε εκείνος πλύση, δεν υπήρξε βελτίωση…

Δεν το’βαζαν εντούτοις κάτω. Είχαν πουλήσει μεν το κοπάδι, επέμεναν δε να φροντίζουν τα νοικοκυριά τους, να διατηρούν κοτέτσι και στάβλο, να ψιλοκαλλιεργούν τους μπαχτσέδες τους. Από το καφενείο είχαν αραιώσει. Άραζαν στού Βλάχου, τηγάνιζαν λουκάνικα κι αβγά -“δεν πάει στον διάολο και η χοληστερίνη!”. Κοίταζαν τηλεόραση. Εκεί τα χαλούσαν. Όταν έπαιζε ξένο έργο, ο Βλάχος δεν διέκρινε τους υπότιτλους. Όταν είχε ελληνικό, ο Πόντιος το δυνάμωνε στη διαπασών κι ο φίλος του τον βλαστημούσε.

“Ασ’τα να πάνε!” βαρυγκόμησε ο Βλάχος. “Έχω να κουβαλήσω αύριο το μοσχάρι στο σφαγείο. Είναι πιασμένη η μέση μου, πρέπει να τους μετρήσω και λεφτά…” “Γιατί δεν περιμένεις ώσπου να γιάνεις;” “Σιγά μη γιάνω πριν την άνοιξη! Τρανεύει το ζωντανό μέρα με τη μέρα, σε λίγο δεν θα χωρά εδώ μέσα…”
“Εδώ μέσα” στην κυριολεξία. Κάτι μαδέρια χώριζαν τον στάβλο απ’την κουζίνα, που την είχαν για καθιστικό. Αν ήσουν ασυνήθιστος, μπορεί και να λιποθυμούσες απ’τη μυρωδιά.

“Χεσ’το σφαγείο! Θα το πυροβολήσω εγώ!” τού ανακοίνωσε ο Πόντιος. Πετάχτηκε στο σπίτι του κι επέστρεψε καμαρωτός, με το σαρανταπεντάρι. “Θυμάσαι σημάδι;” “Ξεχνιούνται αυτά;” “Είναι, ξέρεις, παράνομο…” “Σιγά – και ποιός θα μάς καρφώσει;”

Ο Βλάχος έμεινε στον καναπέ. Τον λυπόταν τον μόσχο του, δεν ήθελε να’ναι παρών στον σκοτωμό του. Ο Πόντιος μπήκε στον στάβλο, ανέβηκε σε μια καρέκλα και κόλλησε το όπλο στο δοξαπατρί του ζώου. Τον κοίταξε εκείνο ατάραχο και ρουθούνισε, “τι να μού κάνεις, ρε παππούλη;” σαν να του’λεγε.

Η σφαίρα βγήκε από το πίσω μέρος του κρανίου του, πέρασε από τη χαραμάδα του ψευδότοιχου και πέτυχε τον Βλάχο στο στήθος. Το μοσχάρι σωριάστηκε με την κοιλιά. Ο Πόντιος χαμογέλασε θριαμβευτικά. Έσπευσε στην κουζίνα, να αναγγείλει στον Βλάχο ότι είχε μια κι έξω καθαρίσει. Τον είδε μέσα στα αίματα.

Τον άρπαξε για να τον βάλει στο ημιφορτηγό να τον πάει στο Κέντρο Υγείας, δεν άντεξε όμως το βάρος του. Στην αυλή παραπάτησε, έπεσε με τα μούτρα κι ο Βλάχος από πάνω του.

Ώρες αργότερα τούς βρήκαν, πεθαμένους και τους δύο. Από την ίδια σφαίρα.-

*Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. Δημοσιεύεται και στα ΝΕΑ.

The article expresses the views of the author. 

iPorta

SHARE
RELATED POSTS
29 Δεκέμβρη, λοιπόν, και πριν από 54 χρόνια…, του Φιλήμονα Ρούσσου
Καλέ μου, Θεέ…για τον Σ.Κ. που πήρες κοντά Σου, της Άννας Κοντοπίδη
Δι-αιρέσεις;, του Γιάννη Πανούση

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.