Βιβλίο

Διαβάζοντας: “Αυτά που θυμάμαι” της Ρόζας Εσκενάζυ, του Άγγελου Κουτσούκη

Spread the love

Ο  Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.

 

Βιβλιοπρόταση: Άγγελος Κουτσούκης: “Ο άνθρωπος που έμενε στον Φάρο” από τις εκδόσεις Φίλντισι

 

 

΄΄ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΘΥΜΑΜΑΙ΄΄   της ΡΟΖΑΣ ΕΣΚΕΝΑΖΗ       εκδόσεις  ΚΑΚΤΟΣ

“Από μικρό παιδάκι στα Τρίκαλα, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄30, άκουγα τη Ρόζα Εσκενάζη. Ηταν τότε διάσημη, η πιό διάσημη-ίσως και μοναδική-Ελληνίδα τραγουδίστρια. Πάντα είχα την επιθυμία να τη γνωρίσω από κοντά, να τη δώ στο πάλκο. Το 1935-36 ήρθα στην Αθήνα για τις σπουδές μου -που τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω του λαϊκού τραγουδιού που με παράσυρε κοντά του-και θεώρησα πως ήρθε η ευκαιρία να την αντικρύσω. Δούλευε τότε –με το Σαλονικιό και τον Τομπούλη-ήταν τρίο, σε ένα στενόμακρο μαγαζί, στην οδό Δώρου, τον “Ταύγετο”. Πήγα και την είδα. Δεν κρύβω πως με γοήτευσε! Ήταν αηδονόλαλη. Είχε το έμφυτο του τραγουδιού και του πάλκου. Αναμφισβήτητα ήταν γεννημένη για κάτι τέτοιο. Συνδίαζε, και μάλιστα με συγκλονιστικό τρόπο, το τραγούδι με το χορό. Η Ρόζα δεν συνεργάστηκε μαζί μου. Ανήκαμε σε διαφορετικές σχολές. Ωστόσο είμαι σε θέση να ξέρω πως υπήρξε μιά από τις μεγαλύτερες μορφές του ρεμπέτικου τραγουδιού. Καί σίγουρα, ολόκληρο το Σμυρνέικο τραγούδι”, έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης για τη Ρόζα  Εσκενάζη.

Και διάλεξα να ξεκινήσω αυτό το κείμενο με τα λόγια του, για να καταλάβουμε όλοι από την αρχή, το ειδικό βάρος αυτής της τραγουδίστριας που μεσουράνησε στον μεσοπόλεμο,αλλά και τα  μεταπολεμικά χρόνια,αφού οι ζωντανές της εμφανίσεις κράτησαν μέχρι τα χρόνια  της δεκαετίας του ΄70. Αυτή η γυναίκα,από πολύ νωρίς,έγινε ένα από τα σύμβολα του λαικού μας τραγουδιού.

Η ζωή της μοιάζει με μυθιστόρημα. Η Εσκενάζη γεννήθηκε ως Σάρα Σκιναζί.  Το 2008, ο σκηνοθέτης Roy Sher (και η Roy Sher Productions) ξεκίνησε να γυρίζει ένα μουσικό ντοκιμαντέρ με τίτλο Καναρίνι μου Γλυκό, το οποίο αναφέρεται στη ζωή και την καριέρα της Ρόζας Εσκενάζυ. Η ταινία, που είναι μια διεθνής συμπαραγωγή, ακολουθεί τρεις νέους μουσικούς από την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ισραήλ, οι οποίοι ξεκινούν ένα οδοιπορικό προς αναζήτηση της πιο ξακουστής και αγαπημένης ελληνίδας τραγουδίστριας του ρεμπέτικου. Η ταινία αυτή προβλήθηκε στους κινηματογράφους την άνοιξη του 2011.

Γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη,στα τέλη του 19ου αιώνα-αρχές του 20ου,παιδί μιάς φτωχής εβραικής οικογένειας,που μετοίκησαν στην Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Κομοτηνή,που ήταν τότε μέρος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μια μέρα οι Τούρκοι ιδιοκτήτες μιας τοπικής ταβέρνας άκουσαν τη Ρόζα να τραγουδά. Ενθουσιάστηκαν από τη φωνή της και αμέσως πήγαν στο σπίτι της για να της ζητήσουν να εμφανιστεί στο κέντρο τους. Η μητέρα της Σάρας εξοργίστηκε με την προοπτική η Σάρα – ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειάς της – να γίνει καλλιτέχνις. Πολλά χρόνια μετά από το επεισόδιο αυτό, η Ρόζα παραδέχθηκε ότι η περίοδος που είχε ζήσει στην Κομοτηνή αποτέλεσε ένα καθοριστικό σημείο στη ζωή της. Εκεί ήταν, είπε, που αποφάσισε να γίνει τραγουδίστρια και χορεύτρια.

Η Σάρα δεν επρόκειτο να πραγματοποιήσει το όνειρό της παρά μόνο μετά την επιστροφή της στη Θεσσαλονίκη. Την εποχή αυτή η οικογένειά της έμενε σ΄ ένα νοικιασμένο διαμέρισμα κοντά στο θέατρο Grand Hotel και πολλές από τις γειτόνισσές τους εμφανίζονταν στο θέατρο αυτό. Η Σάρα βοηθούσε καθημερινά δύο από τις χορεύτριες αυτές να κουβαλούν τα ρούχα της δουλειάς τους στο θέατρο, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα εμφανιζόταν μαζί τους στη σκηνή. Εκεί ήταν που ξεκίνησε τελικά την καριέρα της ως χορεύτρια. Όσο βρισκόταν ακόμη στην εφηβεία της, η Σάρα Σκιναζί ερωτεύτηκε τον Γιάννη Ζαρντινίδη, έναν πλούσιο άνδρα που προερχόταν από μια από τις πιο εύπορες οικογένειες της Καππαδοκίας. Η οικογένεια όμως του Ζαρντινίδη δεν ενέκρινε τη σχέση αυτή, θεωρώντας τη Σάρα αμφιβόλου ηθικής. Ωστόσο, οι δύο νέοι κλέφτηκαν γύρω στο 1913 και η Σάρα άλλαξε το όνομά της σε Ρόζα, το όνομα με το οποίο έγινε γνωστή στη διάρκεια της καριέρας της.

Ο Ζαρντινίδης πέθανε από άγνωστη αιτία γύρω στο 1917, αφήνοντας τη Ρόζα με ένα μικρό παιδί, τον Παράσχο. Συνειδητοποιώντας η Ρόζα ότι δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει την καριέρα της και να μεγαλώνει ταυτόχρονα ένα παιδί, το παρέδωσε στο οικοτροφείο του Αγίου Ταξιάρχη στην Ξάνθη. Η οικογένεια του πατέρα συμφώνησε να τον στηρίξει και ο Παράσχος Ζαρντινίδης έγινε αργότερα ανώτερος αξιωματικός στην Ελληνική Αεροπορία. Επανασυνδέθηκε με τη μητέρα του αρκετά χρόνια αργότερα, αφότου τη βρήκε στην Αθήνα το 1935.

Η Ρόζα είχε μετακομίσει στην Αθήνα μετά τον θάνατο του Ζαρντινίδη για να ακολουθήσει τη καριέρα της στον χώρο της μουσικής. Σύντομα συνδέθηκε με δύο αρμένισες καλλιτέχνιδες του καμπαρέ, τη Σεραμούς και τη Ζαμπέλα, που ξεχώρισαν τη Ρόζα επειδή μιλούσε τουρκικά και είχε ταλέντο στο τραγούδι. Έτσι, παρόλο που η Ρόζα συνέχισε να εμφανίζεται ως χορεύτρια, άρχισε επίσης να τραγουδά για τους θαμώνες του κέντρου στα ελληνικά, τα τουρκικά και τα αρμένικα. Εκεί ήταν που την ανακάλυψε για πρώτη φορά ο Παναγιώτης Τούντας στα τέλη του 1920. Ο Τούντας κατάλαβε αμέσως το ταλέντο της και τη σύστησε στον Βασίλη Τουμπακάρη της εταιρείας Columbia Records.

  1. Lambros, R. Eskenazi, A. Tomboulis (Athens, c. 1930)

Οι δύο πρώτες ηχογραφήσεις της Ρόζας για τη Columbia, το «Μαντίλι Καλαματιανό» και το «Κόφτηνε Ελένη την Ελιά» (περίπου το 1928) σηματοδότησαν την απαρχή μιας μεγάλης πορείας στη δισκογραφία, η οποία θα συνεχιζόταν σχεδόν χωρίς διακοπή μέχρι τη δεκαετία του 1960. Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Ρόζα είχε ηχογραφήσει σχεδόν 300 τραγούδια στην εταιρεία, ενώ είχε γίνει πια μια από τις δημοφιλέστερες σταρ της λαϊκής μουσικής. Ορισμένα από τα τραγούδια αυτά ήταν παραδοσιακά, ιδιαίτερα από την Ελλάδα και τη Σμύρνη. Ωστόσο, η σημαντικότερη συνεισφορά της στη τοπική μουσική σκηνή αφορούσε τις ηχογραφήσεις ρεμπέτικων τραγουδιών και, πιο συγκεκριμένα, της Σμυρνέικης σχολής του ρεμπέτικου τραγουδιού. Κατείχε ξεχωριστή θέση στη δημοτικότητα της μουσικής αυτής μέσα στη λαϊκή κουλτούρα της χώρας κι ακόμη και σήμερα η ιδιαίτερη φωνή της ταυτίζεται με το μουσικό αυτό είδος.

Λίγο αφότου ξεκίνησε τις ηχογραφήσεις, η Ρόζα άρχισε επίσης να εμφανίζεται στο κέντρο «Ταΰγετος» στην Αθήνα ιδιοκτησίας της οικογένειας Σερελέα. Μαζί της εμφανίζονταν ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας, ο βιολιστής Δημήτρης Σέμσης (ή Σαλονικιός), ο Αγάπιος Τομπούλης στο ούτι, ο Λάμπρος Σαββαϊδης στο κανονάκι και ο Λάμπρος Λεονταρίδης στην πολίτικη λύρα (ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες της). Η Εσκενάζυ όμως ήταν η μεγάλη σταρ των εμφανίσεων αυτών και έβγαζε το άνευ προηγουμένου ποσό των 200 δραχμών κάθε βράδυ. Πολλά χρόνια αργότερα, εμπιστεύτηκε στον βιογράφο της, τον Κώστα Χατζηδουλή, ότι θα έπρεπε να είχε γίνει πλουσιότερη μόνο και μόνο από τις εμφανίσεις της, αλλά είχε αδυναμία στα ακριβά κοσμήματα και ξόδευε μεγάλο μέρος από το εισόδημά της σ’ αυτά.

  1. Semsis, A. Tomboulis, R. Eskenazi (Athens, 1932)

Καθώς εξελισσόταν η καριέρα της, η Ρόζα υπέγραψε αποκλειστικό συμβόλαιο με την Columbia Records, περίπου το 1931 ή 1932. Σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, έπρεπε να γραμμοφωνεί 40 τραγούδια τον χρόνο και να λαμβάνει 5% για καθένα δίσκο που πουλιόταν. Την εποχή εκείνη, ήταν η μοναδική τραγουδίστρια που είχε συνάψει συμφωνία για ποσοστά με μια δισκογραφική εταιρεία.

Στη μακρά διάρκεια της καριέρας της η Ρόζα ανέπτυξε καλές σχέσεις όχι μόνο με τον Βασίλη Τουμπακάρη, τον διευθυντή της Columbia Records, αλλά και με τον Μίνωα Μάτσα, που είχε ιδρύσει στο μεταξύ την Odeon/Parlophone. Το γεγονός αυτό της επέτρεψε να προωθήσει πολλούς άλλους γνωστούς καλλιτέχνες, όπως τη Μαρίκα Νίνου και τη Στέλλα Χασκήλ. Τους έβαλε στο σωματείο των μουσικών, την «Αλληλοβοήθεια», και ύστερα από λίγο καιρό άρχισαν να ηχογραφούν τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη.

Το 1949, η Ρόζα, που τραγουδούσε την εποχή αυτή στην Πάτρα, πήγε στο αστυνομικό τμήμα για να βγάλει καινούρια ταυτότητα. Το γεγονός που καθόρισε όλη την υπόλοιπη ζωή της εμφανίστηκε όταν συνάντησε εκεί τον Χρήστο Φιλιππακόπουλο, έναν νεαρό αξιωματικό της αστυνομίας, που ήταν περίπου 30 χρόνια νεότερός της. Παρόλη όμως τη διαφορά ηλικίας ανάμεσά τους, ερωτεύτηκαν. Η σχέση αυτή επρόκειτο να διαρκέσει, με διάφορους τρόπους, έως το τέλος της ζωής της Ρόζας.

Μολονότι η Ρόζα είχε πραγματοποιήσει μέχρι τότε πολλές περιοδείες στα Βαλκάνια, ταξίδεψε στις ΗΠΑ για πρώτη φορά το 1952, προκειμένου να τραγουδήσει στις ελληνικές και τουρκικές κοινότητες της διασποράς. Η περιοδεία αυτή, που χορηγός της ήταν το ελληνικό εστιατόριο και μπαρ «Πάνθεον» στη Νέα Υόρκη, διήρκεσε τελικά πολλούς μήνες.

Αυτή ήταν η πρώτη από μια σειρά από περιοδείες της Ρόζας στο εξωτερικό. Το 1955 ο Αλβανός ιμπρεσσάριος Ayden Leskoviku από την Balkan Records Company την προσκάλεσε να εμφανιστεί και να ηχογραφήσει στην Κωνσταντινούπολη, την πόλη όπου είχε γεννηθεί. Τελικά η Ρόζα ηχογράφησε γύρω στα 40 τραγούδια και έλαβε περίπου 5.000 δολάρια για τις ηχογραφήσεις αυτές. Αν κι επρόκειτο για μια σχετικά χαμηλή αμοιβή, η Ρόζα έλεγε αργότερα ότι η αμοιβή της για τις εμφανίσεις αυτές, μαζί με τα φιλοδωρήματα, ήταν δέκα φορες υψηλότερη από το ποσό αυτό.

Λίγο καιρό μετά την Κωνσταντινούπολη, η Ρόζα έφυγε για δύο ακόμη περιοδείες στην Αμερική. Εμφανίστηκε στη Νέα Υόρκη, το Ντητρόιτ και το Σικάγο. Στις 5 Ιουλίου του 1958, στη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού της στις ΗΠΑ, παντρεύτηκε τον Frank Alexander. Ο γάμος όμως αυτός ήταν μόνον κατ’ όνομα. Η Ρόζα τον έκανε για να πάρει άδεια εργασίας στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η Εσκενάζυ αγάπησε την Αμερική και θα είχε εγκατασταθεί εκεί εάν δεν είχε αφήσει πίσω της την άλλη της μεγάλη αγάπη, τον Χρήστο Φιλιππακόπουλο. Έτσι, επέστρεψε στην Αθήνα το 1959 για να βρίσκεται κοντά του. Με τα χρήματα που είχε βγάλει στην Αμερική αγόρασε για τους δυο τους ένα μεγάλο σπίτι στην Κηπούπολη, καθώς και δύο φορτηγά και μερικά άλογα. Μαζί με τον Φιλιππακόπουλο θα ζούσαν στο σπίτι αυτό έως το τέλος της ζωής της Ρόζας.

Η Εσκενάζυ βρισκόταν πια στα εξήντα της και η μουσική σκηνή στην Ελλάδα είχε αλλάξει σημαντικά μέσα στα τελευταία 40 χρόνια, δηλαδή από την εποχή που εκείνη είχε ξεκινήσει την καριέρα της. Το σμυρναίικο και το ρεμπέτικο είχαν χάσει πια τη δημοτικότητά τους και έτσι η Ρόζα, όπως και άλλες μεγάλες προσωπικότητες του είδους αυτού, εμφανίζονταν πια περιστασιακά σε επαρχιακά φεστιβάλ και σε μικρότερης εμβέλειας καλλιτεχνικά γεγονότα. Μολονότι ηχογράφησε μερικά τραγούδια στα χρόνια που ακολούθησαν, επρόκειτο κυρίως για επανεκτελέσεις των παλαιότερων γνωστών επιτυχιών της που ηχογράφησε σε μικρές δισκογραφικές εταιρείες στην Αθήνα.

Ήταν μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1960 που άρχισε να εκδηλώνεται ένα ενδιαφέρον για την πρώιμη περίοδο της δουλειάς της. Η RCA κυκλοφόρησε δύο 45άρια δισκάκια που περιείχαν τέσσερα τραγούδια της (περιλαμβανομένου του «Αμανέ Σαμπάχ») με τον βιολιστή Δημήτρη Μανισαλή, αλλά η κυκλοφορία τους ήταν περιορισμένη. Όλο αυτό το σκηνικό όμως άλλαξε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, κατά την τελευταία περίοδο της στρατιωτικής δικατορίας στην Ελλάδα. Ξαφνικά η ελληνική νεολαία άρχισε να ενδιαφέρεται για τα αστικά λαϊκά τραγούδια του παρελθόντος και κυκλοφόρησαν πολλές σημαντικές συλλογές. Μια από τις σημαντικότερες ήταν η «Ρεμπέτικη Ιστορία», μια συλλογή από έξι δίσκους ρεμπέτικης μουσικής, η οποία πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Έπειτα από ένα μακρύ διάστημα μακριά από το προσκήνιο, η Ρόζα, που ήταν πια στα εβδομήντα της, έγινε σταρ και πάλι.

Αυτό που έκανε τη διαφορά κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν η μεγάλη διάδοση της τηλεόρασης. Η Ρόζα προσαρμόστηκε γρήγορα στο νέο αυτό μέσο και εμφανίστηκε σε μια σειρά από εκπομπές. Το 1973 εμφανίστηκε σ’ ένα ντοκιμαντέρ, «Το Μπουζούκι» (σε σκηνοθεσία του Βασίλη Μάρου) και το 1976 σε μια τηλεοπτική εκπομπή αφιερωμένη στη Χαρούλα Αλεξίου, η οποία περιείχε συνεντεύξεις και τραγούδια. Όλο αυτό το διάστημα όμως η Ρόζα δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες της που βρίσκονταν στα μουσικά κέντρα και έτσι εμφανίστηκε σε κάποιες εβδομαδιαίες παραστάσεις στο «Θεμέλιο», μια μπουάτ στην Πλάκα.

Καθώς ήταν μια από τις ελάχιστες τραγουδίστριες του ρεμπέτικου που ζούσαν ακόμα, οι καλλιτέχνες και οι μουσικολόγοι της εποχής αυτής άρχισαν να μελετούν το ύφος της μουσικής της, στο οποίο έβλεπαν την «αυθεντικότητα» του μουσικού αυτού είδους. Όλο αυτό επηρέασε σημαντικά μια νέα γενιά ερμηνευτών, όπως η Χάρις Αλεξίου (με την οποία είχαν εμφανιστεί μαζί στην τηλεόραση), η Ελένη Βιτάλη και η Γλυκερία αργότερα. Δυστυχώς, παρόλο που οι μουσικοί και οι ακαδημαϊκοί ενθουσιάζονταν με το ταλέντο της, όπως και με τη γνώση της σχετικά με έναν μουσικό κόσμο που είχε χαθεί, το ευρύτερο κοινό δεν έδειχνε το ίδιο ενδιαφέρον και θεωρούσε τη Ρόζα περισσότερο ως κάτι το αξιοπερίεργο. Ωστόσο, εκείνη συνέχισε να εμφανίζεται. Η τελευταία της εμφάνιση ήταν στην Πάτρα, τον Σεπτέμβριο του 1977. Θαυμαστές της κάθε ηλικίας ήρθαν για να τη δουν να τραγουδά και να χορεύει, αλλά και για να πάρουν μια γεύση από τη μουσική του παρελθόντος.

Η Ρόζα Εσκενάζυ πέρασε ήρεμα τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο σπίτι της στην Κηπούπολη, μαζί με τον Χρήστο Φιλιππακόπουλο. Παρόλο που είχε γεννηθεί Εβραία, βαπτίστηκε Ορθόδοξη Χριστιανή το 1976 και πήρε το όνομα Ροζαλία Εσκενάζυ. Τα επόμενα δύο χρόνια άρχισε να εμφανίζει σημάδια της νόσου του Αλτσχάιμερ και συχνά έχανε τον προσανατολισμό της καθώς επέστρεφε στο σπίτι της. Το καλοκαίρι του 1980 έπεσε κάτω και έσπασε το γοφό της. Έμεινε στο νοσοκομείο για τρεις μήνες, με τον Χρήστο να βρίσκεται διαρκώς δίπλα της για να τη φροντίζει. Επέστρεψε για λίγο καιρό στο σπίτι της, αλλά στη συνέχεια ξαναβρέθηκε σε μια ιδιωτική κλινική εξαιτίας μιας μόλυνσης. Άφησε την τελευταία της πνοή στην κλινική αυτή στις 2 Δεκεμβρίου του 1980.

Την έθαψαν σε έναν πρόχειρο τάφο στο χωριό Στόμιο της Κορινθίας. Το 2008 το πολιτιστικό σωματείο του χωριού συγκέντρωσε χρήματα και πρόσθεσε μια επιτύμβια στήλη, που έγραφε «Ρόζα Εσκενάζυ, Καλλιτέχνις»…

Αυτά ήταν τα σημαντικότερα γεγονότα μιάς ζωής γεμάτης και σπάνιας. Δυό χρόνια μετά τον θάνατό της, το 1982, ο Κώστας Χατζηδουλής κυκλοφόρησε αυτό το μικρό βιβλίο που αποτελείται από δύο αφηγήσεις της ίδιας της Ρόζας. Μία στον Κώστα Χατζηδουλή και μία, που έγινε το 1972, στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Το βιβλίο περιλαμβάνει πληθώρα φωτογραφιών από την ζωή της.

Ουσιαστικά πρόκειται για δύο αφηγήσεις της ίδιας της Ρόζας. Είναι ντοκουμέντα μιάς εμβληματικής προσωπικότητας του τραγουδιού, αλλά και της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Ονόματα σημαντικών μουσικών περνούν μέσα από τις αφηγήσεις της, και μας δίνουν μιά ατμόσφαιρα της εποχής από πρώτο χέρι. Αλλά, όπως είναι φυσικό,  αυτοβιογραφούμενος δεν είναι αντικειμενικός. Περιγράφει αυτό που ο ίδιος έζησε. Το ίδιο κάνει, βέβαια, και η Ρόζα. Απαντά σε αυτά που την ρωτούν ο Κώστας Χατζηδουλής και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, οι οποίοι προσπαθούν να αντλήσουν από αυτήν πληροφορίες για την εποχή που έζησε και τις συνθήκες μέσα στις οποίες θέριεψε το λαϊκό τραγούδι. Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί ένα ντοκουμέντο για την ίδια την Ρόζα αλλά και για την εποχή της. …

΄΄Τα δικά μας τα χρόνια ήτανε πιο καλά από τούτα δω τα σημερινά. Τα τραγούδια μας ήτανε όμορφα, μερακλήδικα… Κι ο κόσμος που ερχότανε στα μαγαζιά ήταν άλλος κόσμος γιατί αυτοί ξέρανε να διασκεδάσουνε…” Τα αυτοβιογραφικά αυτά λόγια της Ρόζας Εσκενάζη έχουν κάτι από την μαγευτική απλότητα της ανατολίτικης ομορφιάς. Μιας ομορφιάς που ξεχύνεται μέσα από όποια εκδήλωση του ανθρώπου της Ανατολής – από την πιο πολύ σύνθετη καλλιτεχνική δημιουργία μέχρι την καθημερινή πεζότητα. Και γι’ αυτό είναι γνήσια τούτη η ομορφιά, ακατάλυτη: γιατί είναι ένας ολόκληρος τρόπος ζωής. Και η Ρόζα Εσκενάζη ένα κομμάτι δικό της

Το βιβλίο που θα περιγράφει την ζωή της Ρόζας Εσκενάζυ δεν έχει ακόμα γραφτεί.

Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις

PANE DI CAPO – AT RHODES – ΣΤΗ ΡΟΔΟ – ΤΗΛ: 22410-69007

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Διαβάζοντας: “Πύλη Εισόδου” της Μάρως Δούκα, του Άγγελου Κουτσούκη
Βιβλία, του Γιώργου Αρκουλή
“Κόκκινο, γράφουμε” του Γιάννη Παπαϊωάννου. Ευτυχώς!, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.