Συνεντεύξεις

Δημήτρης .I. Μπρούχος: “Η αληθινή Τέχνη επικοινωνείται με ταπεινότητα, συνέχεια, με συνέπεια, με ευγνωμοσύνη και κυρίως με επίγνωση της σημαντικότητας της αποστολής της.”

Spread the love

Ποια είναι τα ερεθίσματα που σας οδήγησαν να εκφραστείτε και με ποιο είδος γραπτού λόγου;

Από μικρό παιδί παρατηρούσα τις λεπτομέρειες των όσων με περιέβαλαν: Προσώπων, πραγμάτων, αντιδράσεων, συμπεριφορών, έχοντας πάντα μια συστολή, που με οδηγούσε σε μια αυτομόνωση, που με τα χρόνια αποδείχτηκε λυτρωτική αλλά και κάποτε βασανιστική. Πολύ πριν αρχίσει για μένα η περιπέτεια της γραφής, είχε αρχίσει η περιπέτεια της ανάγνωσης. Συμπτωματικά, αυτός ήταν και ο σωστός δρόμος. Διάβασα πάρα πολύ, ίσως δυσανάλογα για την ηλικία μου. Ταξίδευα νύχτες ολόκληρες σε σελίδες που θαρρείς και με διακτίνιζαν σε άλλους κόσμους και σε μέρη πρωτόγνωρα, που στα παιδικά μου αισθητήρια φάνταζαν στ’ αλήθεια μαγικά και παραμυθένια. Τσαρλς Ντίκενς, ΜαρκΤουαίην, Βίκτωρ Ουγκώ, Ιούλιος Βερν, Αλέξανδρος Δουμάς, είναι κάποιοι από τους συγγραφείς που έπλασαν επιδέξια τη φαντασία μου, μυώντας με στον κόσμο της νοερής εικόνας και στη συναρπαστική ροή γεγονότων. Αργότερα γνώρισα τον Τολστόι, τον Ντοστογιέφσκι και βέβαια τον Παπαδιαμάντη, τον Βενέζη, τον Μυριβήλη, τον Καζαντζάκη από πεζογράφους και όλη τη χορεία των ποιητών, που με τον λυρισμό τους με μπόλιασαν και με την επιδέξια χρήση της γλώσσας με γαλούχησαν ώστε να βάλω σε μια τάξη τα συναισθήματα και τις εικόνες που είχαν αρχίσει πια μέσα μου να ζητούν διέξοδο. Ο Κάλβος, ο Σολωμός, ο Βαλαωρίτης, ο Πολέμης, ο Δροσίνης, ο Νιρβάνας, ο Σπεράντζας, ο Σκίπης, ο Πορφύρας, ο Βιζυηνός, ο Κρυστάλλης, ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Ρίτσος, ο Ουράνης, ο Αναγνωστάκης, ο Λειβαδίτης, ο Χριστοδούλου, ο Καρούζος, ο Βρεττάκος και τόσοι άλλοι, υπήρξαν οι πιστοί σύντροφοι της νιότης μου και οι διαμορφωτές του ήθους της συνείδησής μου. Κάπως έτσι, πάνω στα μέτρα της «Ανθισμένης αμυγδαλιάς», προέκυψε το πρωτόλειό μου, που έμελλε να είναι και ο βατήρας στον μακρύ δρόμο της ποίησης, που ακόμα ακούραστα τον βαδίζω.

Υπήρξε κάποιο πρόσωπο της ζωής σας το όποιο να έπαιξε ενεργό ρόλο στην ενασχόλησή σας με την γραφή;

Οι Άγιοι γονείς μου, οι ιεροί δάσκαλοί μου και η Παναγία Μητέρα των Όλων, υπήρξαν οι κινητήριες δυνάμεις και οι εμψυχωτικοί μηχανισμοί που μου έδωσαν την ώθηση να σκύψω βαθιά μέσα μου, να κατανοήσω, να πιστέψω και να κάνω το μεγάλο βήμα να μοιραστώ το περίσσευμα ή το υστέρημά μου με άλλους ανθρώπους, εκθέτοντας τον εαυτό μου στη δοκιμασία της διαρκούς κρίσης και αξιολόγησης, αποβλέποντας μόνο στις παραινέσεις για βελτίωσή μου. Η υποδοχή της κριτικής αλλά και του κόσμου από το πρώτο μου κιόλας βιβλίο ήταν επιεικής, ενθαρρυντική, προτρεπτική και δεν μου άφησε περιθώρια για πισωγυρίσματα. Μεγάλος μου σύμμαχος ήταν πάντοτε η πίστη. Η πίστη στον Θεό, η πίστη στην Αλήθεια, σε αυτό που ένιωθα πάντα μέσα μου να γουργουρίζει, ζητώντας «κοινωνία». Πώς θα μπορούσα να εθελοτυφλήσω, να αγνοήσω τα φωνή που γινόταν όλο και πιο επιτακτική ωθώντας με να υπηρετήσω το απόλυτο της ψυχής και το αμόλυντο του νου σε μια εγκόσμια διάσταση, μεταφέροντας κάθε φορά τη διαχρονικότητα και άλλου μηνύματος; Κι όπως λέει ο Ελύτης: «Καθαρός είμαι απ’ άκρη σ’ άκρη / Και στα χέρια του Θανάτου άχρηστο σκεύος / Και στα νύχια των αγροίκων λεία κακή / Γιοί των ανθρώπων, να φοβούμαι τί; / Πάρετέ μου τα σπλάχνα, Τραγούδησα!».

Τι σημαίνει για εσάς έμπνευση;

Έμπνευση είναι το φωτεινό εκείνο «άνοιγμα» του νου, που σου υπαγορεύει αυτό που λίγο μετά θα σε κάνει να αναρωτιέσαι: «Μα καλά, εγώ το έγραψα αυτό;…». Στην πραγματικότητα, έμπνευση είναι η αόρατη «εύνοια» που ενεργοποιεί το ταλέντο, το δώρημα, το χάρισμα, γιατί τι άλλο είναι από όλα όσα περιγράφουν αυτές οι λέξεις, η δυνατότητα και η ικανότητα ενός «ξεχωρίσματος»; Κάποιοι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει έμπνευση και τίποτα από όλα όσα προανέφερα. Ότι όλα αποτελούν προϊόν επίπονου μόχθου, μελέτης, εξάσκησης και συστηματικής κατασκευής. Μα αν είναι έτσι, τότε ακυρώνεται με συνοπτικές διαδικασίες αυτό που λέμε «ψυχή», ασεβούμε απέναντι στο «πρωταρχικό Αίτιο», μηδενίζουμε το θεϊκό σχέδιο που υπάρχει για κάθε ζώσα παρουσία και υψώνουμε τον εαυτό μας τοποθετώντας τον σ’ ένα βάθρο απολυτότητας, πέρα για πέρα ψευδές. Ο Θεός ενεφύσησε στον άνθρωπο πνοή ζωής, μαζί με τον Ορθό Λόγο, ώστε να κρίνει, να αποφασίζει και να πορεύεται στην επίγεια διαδρομή του, ασκώντας την ελεύθερη βούλησή του, την οποία του επέτρεψε. Από κει και πέρα δεν παρεμβαίνει, εκτός και αν Του ζητηθεί. Σε κάθε δημιουργία όμως, πριν από το ξεκίνημά της, «εγείρεται εν κρυπτώ» σταθερό αίτημα, κάτι που έχει την ίδια ακριβώς νοηματοδοσία με το σταυρό, που τα μέλη μιας οικογένειας κάνουν (ή τουλάχιστον έκαναν) γύρω από το τραπέζι, ευχαριστώντας για το Δώρο της Ζωής και της πληρότητας και αιτώντας την καταξίωση των Δωρεών της Αγάπης Του. Αντίστοιχα λοιπόν και ο καλλιτέχνης ή ο πνευματικός δημιουργός, συσκέπτεται «εν εαυτώ», πριν αρ-χίσει να επιδίδεται στην εκπόνηση του έργου του. Όλη αυτή η διαδικασία, όπως την περιέγραψα, αποτελεί ενσυνειδήτως είτε ασυνειδήτως το προστάδιο της κάθε δημιουργίας ακόμα και «κατασκευής». Να υπογραμμίσω βεβαίως, ότι το ταλέντο, το χάρισμα, το δώρημα, σαφώς δεν αρκούν. Χρειάζεται πολλή δουλειά για να ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί που θα αποδώσουν το έργο ως «καλό αποτέλεσμα». Συνεπώς, τίποτα από μόνο του και στη μια περίπτωση και στην άλλη, δεν είναι αρκετό.

Ασχολείστε με την ποίηση. Ποιο το νόημα της λέξης στην ποίηση; Μια απλή μορφή έκφρασης ή ένα ψυχικό αποτύπωμα;

Η ποίηση, είναι το αρχαιότερο είδος Λόγου και μία από τις δύο βασικές κατηγορίες του, του έμμετρου λόγου, έναντι του πεζού λόγου και του διαλόγου και κατ’ επέκταση της Λογοτεχνίας, ήταν μάλιστα ανέκαθεν δύσκολο να οριστεί.

Ο ποιητής χρησιμοποιεί τη φαντασία για να δημιουργήσει συγκίνηση στον αναγνώστη ή στον ακροατή. Απευθύνεται περισσότερο στο συναίσθημα και λιγότερο στη νόηση.

Η επική, η λυρική, η ελεγειακή, η βουκολική, η δραματική, καταγράφονται ως είδη που χαρακτηρίζουν τον ποιητικό λόγο.

Στην πραγματικότητα, η ποίηση είναι μια καθαρά προσωπική άσκηση, αυτοεξομολόγηση, περισυλλογή, κατάδυση στο εσώτατο ένδον και εργώδης ανάδυση στην επιπολή μιας κοινωνίας επιφυλακτικής, που εκδηλώνει τη λοιδορία της κάποτε σχεδόν εκδικητικά, στον προβλέψιμο μικρόκοσμο της καθημερινότητας που δεν αποδέχεται ασμένως το διαφορετικό, το εσωστρεφές, το συνεσταλμένο, το ευαίσθητο, ό,τι τέλος πάντων έχει να κάνει με το «ξωτικό φρούτο» που ακούει στο όνομα «ψυχή».

H ποίηση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του πολιτισμού. Και πολιτισμός είναι μια πολυσήμαντη έννοια και όχι στατική πρακτική. Είναι το αντίδοτο στην αναμφισβήτητη σκληρότητα της φύσης, στην αποτρόπαιη δομή της. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, έρχεται, στο νου μας, η ερώτηση: «Υπάρχει ακόμα στη ζωή μας χώρος για την ποίηση;» Φυσικά πρόκειται για ένα ερώτημα χωρίς απάντηση.

Γιατί πολύ απλά, ποίηση δεν είναι τίποτα περισσότερο από… «ταξίδι στη διαδρομή μιας λέξης». Λέξη αναδυόμενη συμπαγής, από τη λήθη του χρόνου. Καταργημένη απ’ το εφήμερο. Φορτισμένη ζωή. Λέξη κωδικός, σύμβολο, οδηγός του άφθαρτου, μέσ’ απ’ τη γλώσσα την ελληνική, την άφθιτη. Φρουρός ιερών και οσίων. Αετόμορφη και ηλιοπότις. Πετράδι λειασμένο από το κύμα του καιρού. Αγγιγμένη απ’ τις παλάμες του Ομήρου, ταξιδεύει στου Αιγαίου το Φως σαν λευκό κοχύλι. Μονοσύλλαβη ή πολυσύλλαβη, όσο για να ακυρώνει στον Αιώνα τον θάνατο. Νομίζω ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα το νόημα της λέξης Ποίηση, από τα σπαράγματα στίχων μεγάλων μας ποιητών (κυρίως του Ελυτη), που μόλις προανέφερα. «Αν δεν μου’δινες την ποίηση, Κύριε, δεν θα ‘χα τίποτα για να ζήσω», ομολογεί ο Νικηφόρος Βρεττάκος κι ο Αργύρης Χιόνης αποφαίνεται: «Η ποίηση πρέπει να ‘ναι ένα ζαχαρωμένο βότσαλο. Πάνω που θα’χεις γλυκαθεί, να σπας τα δόντια σου». Μ’ άλλα λόγια, ύστερ’ απ’ όλα αυτά, θα άλλαζα λίγο τη σειρά στην ερώτηση, λέγοντας ότι είναι «ψυχικό αποτύπωμα ως μορφή έκφρασης». Και με δικά μου λόγια: «Τ’ ωραίο ταξίδι και ο μυστικός προορισμός…».

Υπάρχει κάποιο στοιχείο του χαρακτήρα σας που δυσκολεύει τη γραφή σας;

Όταν αισθάνεσαι αυτό που κάνεις, όχι σαν μια απλή εκδήλωση απόδοσης ρητών και αρρήτων ψυχοσυναισθηματικών καταστάσεων και σαν εκφόρτιση αλλά ως αποστολή, δεν υπάρχει δυσκολία. Πολύ περισσότερο όταν η επίδοση γίνεται με επαγγελματικούς όρους, με σεμνότητα και ταπεινότητα που μόνον η επίγνωση και η αγάπη υπαγορεύουν, όλα, οι λέξεις, η στίξη, τα σύμβολα, γίνονται «σήματα», που προσδιορίζουν την έκβαση του ποιητικού κειμένου και την εσωτερική εξέλιξη του γράφοντος. Από την πρώτη στιγμή που κατάλαβα την ανάγκη της έκφρασής μου με τον συγκεκριμένο τρόπο, την αντιμετώπισα με μια ιερότητα, για την επιλογή της οποίας σεμνύνομαι.

Μουσική… Ένας μαγικός τρόπος έκφρασης και δημιουργικής ανησυχίας για πολλούς. Για σας;

Η μουσική είναι Μία. Είναι ένα είδος Λόγου. Θα μπορούσαμε να την ορίσουμε ως «Μουσικό Λόγο» και καθώς δεν έχει τον περιορισμό της γλώσσας, θα τολμούσα να τη χαρακτηρίσω ως οικουμενική. Είναι αλήθεια ότι πολλοί ερίζουν περί της αξίας των ειδών της. Για παράδειγμα οι λόγιοι μουσικοί αποστρέφουν απαξιωτικά το βλέμμα από τη λaϊκή μουσική και γενικά από κάθε παράγωγο είδος της, θεωρώντας ότι μόνον η «κλασική» δικαιούται να λέγεται μουσική. Ο επιθετικός αυτός προσδιορισμός της μουσικής, που αναφέρεται κυρίως στη δυτικοευρωπαϊκή μουσική, προέρχεται από τη λατινική λέξη classicus, σηματοδοτώντας κάτι εξαιρετικό, παραπέμποντας σε μια ανώτερη μορφή μουσικής σύνθεσης με «σοβαρούς» σκοπούς, δηλαδή πέρα από τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα, ορίζοντας ουσιαστικά τη διάκριση μεταξύ της «έντεχνης» από τη «λαϊκή» ή «παραδοσιακή».

Η αλήθεια είναι ότι σε κάθε χώρα και σε κάθε χρονική περίοδο, μεσουρανούν καλλιτεχνικά έργα και ρεύματα γενικότερα, που εμφορούνται από τα ήθη, τα έθιμα, τις μυρωδιές, τα χρώματα των εποχών και τις ψυχοσυνθέσεις που διαμορφώνονται στα συγκεκριμένα τοπία και κάπως έτσι προέκυψαντα αριστουργήματα του Haydn, του Μοzart και του Beethoven.

Κλασικό καλλιτεχνικό έργο, όμως, θεωρείται αυτό που επιβλήθηκε, αξιολογήθηκε και άντεξε στη διάρκεια μακρού χρόνου. Ανήκει στην εποχή που το γέννησε και στις επόμενες εποχές.

Οι μουσικές δημιουργίες του Schubert είναι κλασικά έργα ρομαντικής μουσικής. Ένας κύκλος τραγουδιών των Beetles είναι κλασικό έργο ποπ ή ροκ μουσικής.

Για μένα το να είσαι Έλληνας, δεν είναι απλώς μια έλξη καταγωγής αλλά ένα μικρό σύμπαν πραγμάτων, που καθορίζουν την ιδιότητα.

Η απαράμιλλη δημοτική μας μουσική, με τη σοφία της λαϊκής μούσας, με λέξεις και συναισθήματα βγαλμένα από το μεδούλι του πόνου και των αγώνων του βασανισμένου λαού μας, η ηπειρώτικη πεντατονία, τα ριζίτικα, τα μοιρολόγια, είναι η δική μας κλασική μουσική.

Η “Συννεφιασμένη Κυριακή” του Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο, ο Βαμβακάρης, ο Παπαϊωάννου, ο Χιώτης, ο Ζαμπέτας και πολλοί άλλοι, είναι οι δικοί μας κλασικοί,

Συμπερασματικά, το κλασικό έχει να κάνει με την καλλιτεχνική αξία της δημιουργίας, που εκφράζει τον κάθε τόπο και τον κάθε χρόνο και που με την αξιολόγησή της, με την καταξίωσή της και με τη μακροχρόνια αντοχή της, δικαιώνεται στη διαχρονικότητά της.

Αυτός ο μαγικός τρόπος έκφρασης, σε όλες του τις εκφάνσεις, εμπεριέχει σαφώς δημιουργική ανησυχία, τόσο για την εξελικτική πορεία του ανθρώπου, όσο και για την πολιτισμική του ανέλιξη. Πώς θα μπορούσα λοιπόν, να μη συμπλεύσω με αυτή την άποψη;…

Στην σημερινή εποχή του «κοινωνικού πανικού» επιβιώνει ένας καλλιτέχνης; Υπάρχουν οι δυνατότητες να επικοινωνήσει την τέχνη του;

Ο κοινωνικός πανικός εμφανίζεται σε κάθε εποχή. Οι αγωνίες της βιωτής που περισσεύουν, το εωσφορικό «εγώ» που διαμορφώνει συνειδήσεις και συμπεριφορές συχνά άνομες και «ξώτεμπες» και σε κάθε περί-πτωση ισοπεδωτικά ανταγωνιστικές, περιορίζουν το πλαίσιο δράσης ε-νός καλλιτέχνη ή ενός πνευματικού δημιουργού, ο οποίος επιλέγει να διαφοροποιηθεί από αυτό το καθεστώς. Η μόνη δυνατότητα που έχει, είναι να υπηρετεί με παρρησία τη δική του Αλήθεια, να αποστρέφει το βλέμμα από τους σωρούς των σκουπιδιών που διαμορφώνουν άποψη, να αντέχει στη μοναξιά (δηλαδή στο να τον ξεχνούν), να υποστηρίζει τη μοναχικότητά του ώστε να ακούει ολοένα πιο δυνατά την εντός του φωνή και να σφυροκοπάει στο αμόνι της σκέψης του αλύπητα, κάθε τι, προτού το αρθρώσει ως Λόγο. Ούτε η πολυγραφότητα ούτε η επικαιρότητα ούτε οι κλίκες ούτε οι κατασκευασμένες διακρίσεις ούτε οι αντιπαλότητες ευνοούν την επικοινωνία της τέχνης ενός δημιουργού. Μπορεί προσώρας να φωτίζουν το «δώμα» του ως «φωτάκι νυκτός» και είναι γνωστό ότι τα φωτάκια νυκτός έχουν μικρή διάρκεια αντοχής και συντόμως βυθίζουν και πάλι το δωμάτιο στο σκοτάδι. Η αληθινή Τέχνη επικοινωνείτε με ταπεινότητα ,συνέχεια, με συνέπεια, με ευγνωμοσύνη και κυρίως με επίγνωση της σημαντικότητας της αποστολής της.

Ποιά είναι η αγαπημένη σας φράση;

Αυτή του μεγάλου μας Κωστή Παλαμά:«Κλείσε μέσα στην καρδιά σου την Ελλάδα και θα νιώσεις κάθε είδους μεγαλείο…».

Κλείνοντας ποιο μήνυμα θέλετε να στείλετε στους αναγνώστες μας;

Να επιλέγουν κάθε φορά τι διαβάζουν, όχι σύμφωνα με τη μόδα του καιρού ή τα προβαλλόμενα ως ευπώλητα βιβλία, συγγραφέων που για πολλούς λόγους τους δίδεται βήμα και λάμψη. Ή τουλάχιστον όχι μόνον αυτά. Να επιλέγουν θεματολογίες με διαχρονικό κοινωνικό πρόσημο, που ενεργοποιούν εσωτερικούς μηχανισμούς αναστοχασμού, ενσυναίσθησης, επαναπροσδιορισμών απέναντι σε πάσης φύσεως στερεότυπα, προκλήσεις, αμφιλεγόμενες αμφισβητήσεις και έωλες θεωρίες. Να διαβάζουν κλασική Λογοτεχνία, ελληνική και παγκόσμια, ώστε να διευρύνουν τον ορίζοντα των εικόνων και των αντιλήψεων, γνωρίζον-τας πρόσωπα, ρόλους, ιδέες, μετέχοντας στη μετάλλαξη του σταθερού «είναι» σε διαρκές «γίγνεσθαι».

Πηγή:duende-art.com

SHARE
RELATED POSTS
Μια συζήτηση με τον Γ. Μαχαιρίδη το 2006, της Τζίνας Δαβιλά
Χρήστος Ζιώγας: «Ο ελληνισμός, εν ευθέτω χρόνω, θα κληθεί να διαχειριστεί μια νέα ελληνοτουρκική κρίση», του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου
Αρλέτα: “Ο Έλληνας ξέρει τα πάντα από τότε που γεννήθηκε”, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.