Γεια σου μπαμπά, εδώ Γιαννάκης…
(Υπότιτλος: Κλείνοντας την πόρτα του Ιατρείου)
Σκέψεις για το βιβλίο τού Γιάννη Κ. Στουραΐτη
…
Εγώ, είπαμε, εντελώς μέσα στην ψυχολογία του ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΥ, έπρεπε οπωσδήποτε ΚΑΤΙ να κάνω, και την ώρα που τις προσπερνούσα από δεξιά τους, τους λέω το εξής αμίμητο, που πρέπει να καταγραφεί στο «Βιβλίο Γκίνες» ως η πιο ηλίθια ατάκα καμακατζή όλων των εποχών, σε ολόκληρη την οικουμένη:
«…Κορίτσια, σας μιλούν τα παιδιά από το αμάξι!!!».
Γουάου, έσκισα!
Γυρνάει, λοιπόν, η μία από τις δύο οιστρογόνες (!) και με ένα πολύ βαρύ λάμδα, όχι λόγω Θεσσαλονίκης, αλλά λόγω ασήκωτης μαγκιάς, μου λέει: «Κι εσένανε, σε τρώει ο κώλλλος σου;», οπότε εγώ, μόλις συνέρχομαι από το «ράπισμα» που ’φαγα, της απαντώ (θαυμάστε αντανακλαστικά!), χρησιμοποιώντας έναν υπερβολικά θεατρικό πληθυντικό ευγενείας:
«Όχι, δεσποινίς, λίγο πιο μπροστά!!!» και, προσπερνώντας τες ταχύτατα, εξαφανίζομαι από προσώπου γης!
…
(σελ. 121, αφήγημα: «ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΕΝΟΣ ΣΥΝΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ»)
Το απόσπασμα που μόλις διαβάσατε, από το βιβλίο «Γεια σου μπαμπά, εδώ Γιαννάκης», του Γιάννη Κ. Στουραΐτη, το διάλεξα όχι μόνο επειδή είναι ενδεικτικό της γραφής τού συγγραφέα αλλά και επειδή εμπεριέχει πολλά από εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να το χαρακτηρίσουν ως γνήσιο δείγμα τής «Γελαστική κουλτούρας», όπως αυτή ορίζεται από τον Μιχαήλ Μπαχτίν:
«Όλες οι πολύμορφες εκδηλώσεις και εκφράσεις της λαϊκής γελαστικής κουλτούρας μπορούν ως προς τον χαρακτήρα τους να υποδιαιρεθούν σε τρία βασικά είδη:
1. τελετουργικο-παραστατικές μορφές (γιορτές καρναβαλικού τύπου, διάφορες πλατεΐστικες γελαστικές παραστάσεις κ.λπ.)·
2. γελαστικά έργα λόγου (περιλαμβανομένων των παρωδιακών) διαφόρων ειδών: προφορικά και γραπτά, στη λατινική και στις εθνικές γλώσσες·
3. διάφορες μορφές του οικείου-πλατεΐστικου λόγου (βρισιές, βλαστήμιες, όρκοι, λαϊκά παινέματα κ.λπ.)·
Και τα τρία αυτά είδη, που απεικονίζουν ―παρ’ όλη την ανομοιογένειά τους― μια ενιαία γελαστική όψη του κόσμου, συνδέονται στενά μεταξύ τους και διαπλέκονται με πολλούς τρόπους.
[«Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του», σελ. 5, Μιχαήλ Μπαχτίν*, Μετάφραση: Γιώργος Πινακούλας, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ]
Το γέλιο και το χιούμορ στην λογοτεχνία είναι κάτι που με απασχολεί από παλιά· πολύ πριν αρχίσω να γράφω δικά μου κείμενα.
Είχα την τύχη να γεννηθώ και να μεγαλώσω σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον ιδιαίτερα εξοικειωμένο με αυτό που ο Μπαχτίν ονομάζει «γελαστική κουλτούρα». Γελούσαμε πολύ και συχνά με τα δικά μας αστεία. Γελούσαμε οικογενειακώς με τα σαρκαστικά και αυτοσαρκαστικά ποιήματα του Γ. Σουρή, γελούσαμε με τις γελοιογραφίες και τις ανορθογραφίες του Μποστ, γελούσαμε με τα κείμενα του Ν. Τσιφόρου και περισσότερο γελούσαμε με τα «βλάσφημα», «ασεβή» και «βωμολοχικά» οικογενειακά αστεία που σε κάθε γιορταστική περίσταση ―και κατ’ εξοχήν στις Αποκριές― ξεχείλιζαν από φίλους και συγγενείς που μαζευόντουσαν στο σπίτι μας ή σε άλλα συγγενικά και φιλικά σπίτια.
Όλη αυτή η «γελαστική παιδεία» με στηρίζει σε καλές και λιγότερο καλές στιγμές και με βοηθάει σε πολλές περιπτώσεις. Αναγνωρίζω την αξία ενός αστείου, εκτιμώ το χιούμορ και μου είναι πιο εύκολη και πιο απολαυστική η ανάγνωση βιβλίων με «γελαστικά» αφηγήματα, όπως αυτό του Γιάννη Κ. Στουραΐτη, που δεν θα το ονόμαζα απλώς «χιουμοριστικό».
Το χιούμορ ―κατά την γνώμη μου― είναι κάτι διαφορετικό από το αστείο που μπορεί να προκαλέσει τρανταχτό γέλιο, ακόμα και ώρες μετά την πρόσληψή του (οπτική, ακουστική ή αναγνωστική), κάτι σαν μετείκασμα μακράς διαρκείας. Το χιούμορ, νομίζω, είναι κάτι που το αντιλαμβανόμαστε περισσότερο στην φυσική μας διαλογική, λεκτική πάντα, επαφή με έναν άνθρωπο και λιγότερο σε ένα κείμενο, όπου τα «χιουμοριστικά», λεκτικά ή μη λεκτικά, σχήματα (αναφέρομαι σε περιγραφές καταστάσεων και εικόνων) λειτουργούν διαφορετικά και είναι αποσυνδεμένα από τον χρόνο που παίζει σπουδαίο ρόλο σε έναν διάλογο. Στο κείμενο είναι πιο δύσκολο να συνυπάρξουν τα σωματικά εκφραστικά μέσα μιας διαπροσωπικής επαφής, που ενισχύουν αυτή την έκφραση νοητικής και συναισθηματικής ευφυίας, όπως είναι το χιούμορ, και που, σε συνδυασμό με μια ιδιαίτερη γλωσσική ικανότητα, ετοιμότητα, παιδεία και αγωγή, μάς κάνουν να δεχτούμε το χιούμορ ώς δώρο κι όχι ως πηγή ή αφορμή παρεξήγησης, κάτι που συμβαίνει συχνά με μερικούς πολιτικούς που καλό θα ήταν να αποφεύγουν να κάνουν χιούμορ επειδή δεν ξέρουν πώς αυτό θα εκληφθεί από τους πολιτικούς τους αντιπάλους αλλά και από τους οπαδούς τους. Νομίζω ότι το χιούμορ είναι σαν τις παπαρούνες: καταναλώνεται στον τόπο και τον χρόνο όπου το πρωτοσυναντάς κι αν το κόψεις και το μεταφέρεις αλλού μαραίνεται τάχιστα. Το αστείο είναι πολύ πιο ανθεκτικό. Σαν τις κωμωδίες τού Αριστοφάνη.
Φυσικά και έχει βαθιά αίσθηση του χιούμορ ο Γιάννης Κ. Στουραΐτης και αυτό φαίνεται ολοκάθαρα στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την γλώσσα, χρησιμοποιώντας λεπταίσθητους περιφραστικούς ορισμούς για να μετατρέψει το κοινότοπο ή το «χυδαίο» σε κάτι απόλυτα κατανοητό, όσο και αστείο, στον αναγνώστη. Δεν το κάνει τόσο από «σεμνοτυφία» όσο από τακτ απέναντι στον «άγνωστο αναγνώστη» του, με τον οποίο δεν έχει φάει «ψωμί κι αλάτι» και που δεν είναι έτοιμος να δεχτεί στο κείμενο την ίδια λέξη με την οποία θα γελούσε σε μια φιλική συζήτηση ή σε ένα γλέντι.
Ο Γιάννης Κ. Στουραΐτης εξορύσσει από τα κοιτάσματα της οικογενειακής, φοιτητικής, επαγγελματικής-ιατρικής και κοινωνικής του ζωής όλα εκείνα τα πολύτιμα ή και ημιπολύτιμα υλικά που με τις κατάλληλες ενέργειες (διαλογή, επιλογή, συσσώρευση, καμίνευση, χύτευση, σφυρηλάτηση, λάξευση, λείανση κ.λ.π.) τα μετατρέπει από συμφύρματα κριτικής και αυτοκριτικής, θυμού, σαρκασμού και αυτοσαρκασμού, επιστημονικής παρατήρησης και κοινωνικού σχολιασμού, σε εργαλεία αποδόμησης της καθημερινής σοβαρότητας ―ή, μάλλον, σοβαροφάνειας― που μόνο με το γέλιο μπορεί να γίνει κάπως ανεκτή και πιο εύπεπτη.
Δια της αποδόμησης του «σοβαροφανούς», ο Γιάννης Κ. Στουραΐτης δημιουργεί μικρά και κομψά αφηγήματα, περιέκτες (containers) γέλιου θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω, μέσα από τα οποία ο αναγνώστης και η αναγνώστρια μπορεί να πάρει, για καθημερινή χρήση ―μία ή περισσότερες φορές την ημέρα, πριν ή μετά το φαγητό―, τα πιο ευγενικά και έμπλεα αγάπης κοσμήματα και προτάσεις που αν τις καλοσκεφτείς, μετά το πρώτο γέλιο, είναι πολύ πιο σοβαρές από ένα άρθρο ΠΕΡΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ (στη σελίδα 144), ένα δοκίμιο για την Γραμματική (ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ, σελ. 167) ή μια πραγματεία περί αντιμετώπισης ιατροκοινωνικών κωμικοτραγικών δραμάτων (ΙΑΤΡΟΚΟΙΝΩΝΙΚΟΝ ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΟΝ ΔΡΑΜΑ, σελ. 41).
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στους γονείς τού συγγραφέα και αυτό εξηγεί ―εν μέρει― τον τίτλο.
Αρκετά από τα κείμενα τού βιβλίου του, ο Γιάννης Κ. Στουραΐτης, μαζί με πλήθος αναγνωστών και ανγνωστριών, τα έχει δει (πρωτο)δημοσιευμένα στο ηλεκτρονικό περιοδικό τής φίλης Ωραιοζήλης Τζίνας Δαβιλά, www.iporta.gr
Άρα, όπως εχει πει και ο ίδιος σε μια συνέντευξή του, στην κ. Ευρυδίκη Κοβάνη, το βιβλίο, πριν γίνει βιβλίο, γραφόταν επί όλες αυτές τις δεκαετίες, κομματάκι κομματάκι.
Όπως χαιρόμουν να διαβάζω τα κείμενά του στην iporta.gr έτσι, και πιο πολύ ακόμα, χαίρομαι που τα βλέπω συγκεντρωμένα σε έναν καλαίσθητο τόμο. Ως μανιώδης αναγνώστης, κυρίως του χαρτιού, χαίρομαι να ξεφυλλίζω το βιβλίο αυτό και να στέκομαι σε πολλά σημεία όχι μόνο με χαμόγελο αλλά και με σεβασμό, στοχασμό και αναστοχασμό.
Διαβάζοντας (και ξαναδιαβάζοντας) κάποια κείμενα που με έκαναν να γελάω μόνος μου, σκέφτομαι πόσο όμορφο πράγμα ―αλλά και πόσο δύσκολο― είναι να μετατρέπεις κάποιες πολύ σοβαρές, ακόμα και πικρές, σκέψεις σε κάτι εύληπτο, λειτουργικό, ψυχαγωγικό και αποτελεσματικό· διανοητικά και συναισθηματικά.
Είναι κάπως ―επειδή αναφέρομαι σε έναν γιατρό συγγραφέα―, σαν να καταφέρνεις κάποιες ιδιαίτερα δυσάρεστες ―γευστικά― δραστικές θεραπευτικές ουσίες να τις μεταμορφώνεις σε ελκυστικά σακχαρόπηκτα καραμελάκια. Που και μας γλυκαίνουν αλλά και μας θεραπεύουν.
Το χάρηκα πολλαπλά το βιβλίο του Γιάννη Κ. Στουραΐτη και εύχομαι να το χαρούν πολλές και πολλοί αναγνώστες.
Να είσαι καλά, φίλε Γιάννη Κ. Στουραΐτη, και σε ευχαριστώ για το χαμόγελο, το γέλιο και τις σκέψεις που μου χάρισες.
Κωστής Α. Μακρής
Μάιος 2021
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
ΤΙΤΛΟΣ: Γεια σου μπαμπά, εδώ Γιαννάκης… Κλείνοντας την πόρτα του Ιατρείου
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Γιάννης Κ. Στουραΐτης
ΣΕΛΙΔΕΣ 184
ΕΚΔΟΣΗ: Εκδόσεις ΑΩ, Αύγουστος 2020
ISBN: 978-618-5363-50-5
* Μιχαήλ Μπαχτίν [Mikhail Mikhailovich Bakhtin, 17 Νοεμβρίου 1895, Ορυόλ, Ρωσία – 7 Μαρτίου 1975, Μόσχα, Ρωσία), Ρώσος φιλόσοφος, λογοτεχνικός κριτικός και λόγιος που εργάστηκε στην λογοτεχνική θεωρία, την ηθική και την φιλοσοφία της γλώσσας.