Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Αχαρνών και Ιακωβίδου γωνία, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

                                                                                            

                                                                        Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά

                                                                                                     και μετριέται πιάτο-πιάτο

                                                                                                     μαζί με τα κομμάτια τους   

                                                                                                  στον πάτο του φωταγωγού.

                                                                                                 [Κατερίνα Γώγου, Μοναξιά]

Από όσο μπορεί να θυμηθεί τον εαυτό του και όσο η μνήμη του τον βοηθά, στο ίδιο παγκάκι καθόταν πάντα. Στην αρχή με τη μάνα του, αργότερα αυτή – από όσες πληροφορίες είχε – χάθηκε ένα απόγευμα και ούτε έμαθε ποτέ τι απέγινε, έμεινε μόνος. Κανένας άλλος δεν πλησίαζε το παγκάκι του, λες και κάποιος άτυπος  κώδικας που μόνο οι θαμώνες της πλατείας γνώριζαν, εφαρμόστηκε και καθιερώθηκε ότι το παγκάκι ανήκε δικαιωματικά σε αυτόν.

Ένα ξύλινο ξεφτισμένο παγκάκι σε χρώμα σκούρο πράσινο. Αυτό ήταν το κρεβάτι του το οποίο περιποιόταν καθημερινά. Το ξεσκόνιζε με ένα στεγνό πανί στην αρχή, μετά βουτούσε το ίδιο πανί μέσα σε ένα κουβά με νερό και άρχιζε να το καθαρίζει πιο σφιχτά, και ξανά μετά με άλλο στεγνό πανί το σκούπιζε για να μη μένει επάνω η υγρασία και το σαπίζει. Αφού το άφηνε πέντε έξι λεπτά να στεγνώσει, τοποθετούσε επάνω του μια κουβέρτα για να μη τον κόβουν οι χαρακιές του και από πάνω έβαζε ένα στενόμακρο πανί το οποίο έσιαζε πάνω κάτω αριστερά και δεξιά στην εντέλεια. Καθόταν και το παρατηρούσε, το περιεργαζόταν από κάθε πλευρά, λες και θα ανέβαινε σε εξακόσια πενήντα κυβικά enduro μηχανή και ανοίγοντας απότομα το γκάζι θα έκανε ένα σβινγκκκκ για μια γρήγορη βόλτα πέριξ των στενών της περιοχής ακόμα και επί της Αχαρνών ξαμολυμένος προς το άγνωστο.

Κατά τον Σεπτέμβριο άρχιζε να το βάφει με βερνίκι για να το προστατεύει από τις βροχές και τις υγρασίες που θα έρχονταν. Δεν απουσίαζε ποτέ από την Κυριακάτικη λειτουργία εκεί πλάι του στον Άγιο Ελευθέριο. Μια Κυριακή μάλιστα που ήταν με υψηλό πυρετό και δεν μπόρεσε να παραβρεθεί στη θεία λειτουργία, περνώντας ο παπάς από μπροστά του είχε τυλιγμένο το αντίδωρο σε ένα χαρτί το οποίο έβαλε   μέσα στη σακούλα που είχε κρεμασμένη από ένα μικρό δενδράκι με τα υπόλοιπα τρόφιμα του, γιατί αυτός κοιμόταν.

Ήταν σε κάθε περίπτωση επιμελής και νοικοκύρης, αφού, για τον χειμώνα εφοδιαζόταν με ομπρέλα, μια κουβέρτα επιπλέον και νάιλον, για δε το καλοκαίρι εφοδιασμένος με κρύο νερό, καπέλο, αλλά και ανεμιστήρα για τα ανυπόφερτα μεσημέρια του καύσωνα.

Περνώντας ο καιρός, αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους περίοικους της γειτονιάς αλλά και τους θαμώνες της πλατείας, όπου κατέστη σύμβολο. Σε ένδειξη αυτής της συμπεριφοράς του ήρθε λίγο μετά και η ανακήρυξη του από πολλούς γείτονες αλλά και θαμώνες της πλατείας και προς   «τιμήν» του η μετονομασία της σε πλατεία Αναπήρων! Από τότε όμως και μετά όταν άκουγε αυτή τη λέξη, κουνούσε το κεφάλι του πέρα δώθε, τα χέρια του τα σήκωνε ψηλά για να πιάσει το θεό, και το μυαλό του άρχιζε να σαλεύει.

Αρκετές φορές αγόραζε κάνα σακουλάκι ποπκορν αλλά και κάνα κουλούρι. Οσάκις τα χέρια του δεν έτρεμαν μπορούσε και τα έτρωγε, τις άλλες φορές που του έπεφταν κάτω λόγω τρεμούλας, ακόμα και τα περιστέρια τον φοβόντουσαν και πετούσαν πάνω από το κεφάλι του – χωρίς να προσγειώνονται στην πλατεία για να πιάσουν τα ψίχουλα – αφήνοντας του τα πούπουλα τους και τα φτερά τους για ενθύμιο. Πιο πέρα τα μικρά παιδιά στις κούνιες έκαναν τραμπάλα, έτρεχαν κυνηγώντας το ένα το άλλο, αλλά το παγκάκι και ο πέριξ λιγοστός χώρος του ήταν απαγορευμένη ζώνη. Απόσταση ασφαλείας κρατούσαν από το παγκάκι ακόμη κι αν η μπάλα έπεφτε προς το μέρος εκείνο, κανένας δεν τολμούσε να πάει να την αναζητήσει.

Ένα απόγευμα – προς το σούρουπο θα ήταν – μέσα από τους θάμνους και από το εμπρός μέρος της εκκλησίας πρόβαλαν δειλά δυο σκιές με μάτια μαυρισμένα λες και κάποιος τα έβαψε με κάρβουνο σέρνοντας ένα καρότσι τίγκα στην παλιατζούρα. Τότε δεκάδες μάτια τους κάρφωσαν, έτοιμες να τους κατασπαράξουν.

Ξαφνικά, είδε τον εαυτό του – περίπου πέντε χρόνων θα ήταν τότε – όταν η μάνα του τον έφερε για πρώτη φορά στην πλατεία κι αυτός ήταν τόσο ντροπαλός και φοβισμένος, «μαμά, πάμε να φύγουμε από εδώ!, σκιάζομαι». Πουθενά δεν υπήρχε χώρος για να καθίσουν. Τότε, ένας ηλικιωμένος τους κάλεσε να καθίσουν σ’ ένα παγκάκι που είχε σκούρο χρώμα πράσινο και τους φίλεψε κουλούρι και ποπκορν.

Κατά βάση…, δεν το πολυσκέφτηκε. Τους έκανε νεύμα να πλησιάσουν. Μόλις είχαν βγει από το φούρνο τα κουλούρια που μοσχοβολούσαν, το δε ποπκορν πιο φρέσκο από κάθε άλλη φορά και αχνιστό μέσα στο σακουλάκι. Τα νερά στα μπουκάλια σαν  κρούσταλλο παγωμένα. Το τετράτροχο καρότσι θα είχε πλέον μόνιμη συντροφιά του.

Εκεί, Αχαρνών και Ιακωβίδου γωνία.

 * Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Θνητοί ξανά, του Μάνου Στεφανίδη
Η ιστορία της Στεφανίας (κεφ. α’), της Τζίνας Δαβιλά
Kostis A. Makris
Όχι άλλο σκανδαλΑΚΗ, του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.