Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ως το τέλος του ξεχειμωνιάσματος, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

GREEK RESTAURANT – NEW YORK 253-17 NORTHERN 

 

Ίσια με τέσσερις άντρες χρειάζονταν προκειμένου να την αγκαλιάσουν ανοίγοντας τα χέρια τους την ελιά που είχε στην αυλή του. Ήταν κληρονομιά του παππού του παππού του. Οι πληροφορίες λένε ότι όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί την καλή του, δεν γνωρίζω τι μεσολάβησε και ο γάμος τελικώς δεν έγινε. Λέγεται ότι στα περιουσιακά προέκυψαν διαφορές και διχόνοιες, οπότε πήγε κι αυτός σε πείσμα και την φύτεψε καταμεσής της αυλής.

Εμείς ως πιτσιρικάδες τις ελεύθερες ώρες μας πάντως, εκεί τις περνούσαμε. Χωνόμασταν στην τεράστια κουφάλα της, παίζαμε «νύφες και γαμπροί» με τα κορίτσια κι όταν έβρεχε τότε ήταν και η καλύτερή μας: στρώναμε μια κουρελού, καθόμασταν οκλαδόν κάτω παρακολουθώντας από το εμπρός μέρος της – την πόρτα της – τα ποταμάκια που περνούσαν εμπρός από τα πόδια μας. Άλλες πάλι φορές κουκουλωνόμασταν με τα μπουφάν και παίζαμε τα φαντάσματα.

Πολλές δεκαετίες την φρόντιζε μόνος του. Την κλάδευε, την ράντιζε, αρκετές μάλιστα φορές την πότιζε, αν και το δέντρο δεν είχε ανάγκη το νερό λόγω των ριζών του που είχαν εισχωρήσει σε τόσο βάθος που ούτε καν είχαν την ανάγκη του. Μάζευε τον καρπό, τον περισσότερο τον έβγαζε λάδι και ένα μικρό του μέρος το έφτιαχνε παστές ελιές ξιδάτες και χαρακωμένες μία- μία στο χέρι.

Σε κάποια στιγμή, δεν ξέρω τι τον έπιασε, άρπαξε την κόφτρα, φώναξε κι έναν γείτονα – στον οποίο προέβαλε τη δικαιολογία ότι του χαλούσε τη φάτσα του σπιτιού του συν το ότι του έκρυβε και δυο παράθυρα – και σε δυο μέρες μέσα ξάπλωσε το δέντρο καταγής. Υποθέτω ότι πρέπει να ήταν τότε που άρχισαν τα σημάδια της αρρώστιας του η οποία του ήρθε αναπάντεχα. Εδώ που τα λέμε, ήταν που ήταν στριμμένο άντερο, του έκατσε και η αρρώστια, οπότε παραξένεψε εντελώς και έγινε ιδιότροπος άνθρωπος βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Δεν μπορούσε να αντέξει, δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ενώ αυτός θα έφευγε για τον άλλο κόσμο, θα έμενε η ελιά πίσω να συνεχίζει τους καρπούς της, να θυμίζει παππούδες να παίζουν στην κουφάλα τα μικρά παιδιά.

Με τα κούτσουρά της ολόκληρο χειμώνα έβγαλε στο τζάκι του, και με το που ξεχειμώνιασε κι άρχισε να μπαίνει η Άνοιξη, πέθανε.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Δάκρυα και αγκαλιές, του Μάνου Στεφανίδη
Σε δουλειές να βρισκόμαστε!, του Γιώργου Αρκουλή
Η στιγμούλα, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.