Monday, Oct 14, 2024

Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία Συνεντεύξεις

Χ.Ζιώγας: “Η τουρκική πολιτική ηγεσία προετοιμάζει ακροατήριο να ενεργήσει στη θάλασσα, ωσάν να ήταν τουρκικό έδαφος”, του Κων/νου Καραγιαννόπουλου

Spread the love

Χρήστος Ζιώγας: «Διαφαίνεται ότι η τουρκική πολιτική ηγεσία προετοιμάζει το εγχώριο ακροατήριο και τους εξωτερικούς δρώντες ότι θα ενεργήσει στη θάλασσα, για την προάσπιση των εθνικών της συμφερόντων, ωσάν να ήταν τουρκικό έδαφος»

 Συναντήσαμε τον κύριο Χρήστο Ζιώγα * Διδάσκοντα στις Διεθνείς Σχέσεις στο τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, και συζητήσαμε μαζί του για τις ελληνοτουρκικές σχέσης, τις προκλήσεις της γείτονος, καθώς και για τις βέλτιστες κινήσεις τόσο της Ελλάδας όσο και των διεθνών παιχτών, προς αντιμετώπισή τους. *Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Καραγιαννόπουλο

 Στην τελευταία μας συνάντηση (Εδώ περισσότερα) μιλήσατε για πιθανή εμφάνιση κρίσης στο Αιγαίο και δηλώσατε χαρακτηριστικά πως: “Ο ελληνισμός, εν ευθέτω χρόνω, θα κληθεί να διαχειριστεί μια νέα ελληνοτουρκική κρίση”. Μετά την καινούρια πρόκληση Ερντογάν (με την αναφορά στο ποίημα του Μουχαρέμ Ερτάς) και την άσκηση “Μπλε πατρίδα”,  την οποία ο τουρκικός τύπος την παρουσιάζει ως την μεγαλύτερη πρόβα πολέμου, θεωρείτε ότι πλησιάζουμε πια σ’ αυτή την κρίση ή αυτές οι κινήσεις του είναι -απλά- προς εσωτερική κατανάλωση;

Κατ’ αρχήν κ. Καραγιαννόπουλε σας ευχαριστώ για την πρόσκληση˙ πέρασαν δύο χρόνια από την προηγούμενη συνάντησή μας. Επί του ερωτήματός σας, το αντικειμενικό γεγονός συνίσταται ότι η Τουρκία από το 1995 και εντεύθεν έχει αποτρέψει την Ελλάδα, μέσω της απειλής χρήσης βίας, να ασκήσει τα προβλεπόμενα από το δίκαιο της θάλασσας δικαιώματα, όπως αυτά της επέκτασης των χωρικών υδάτων και της ανακήρυξης ΑΟΖ. Σταδιακά, η γειτονική χώρα υιοθέτει μία στρατηγική πειθαναγκασμού, όπου πάλι με την απειλή χρήσης βίας επιθυμεί να επιβάλει τις επιδιώξεις της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Όλοι όσοι υποστηρίζουν ότι οι προκλήσεις πραγματοποιούνται για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους στην Τουρκία, οφείλουν να μας απαντήσουν, από πότε η εξωτερική πολιτική ενός κράτους δεν αλληλοεπιδρά και συνδιαμορφώνεται με εσωτερικούς παράγοντες; Η αναφορά περί «γαλάζιας πατρίδας», δηλαδή η εξίσωση χερσαίου και θαλασσίου χώρου στη συνείδηση των Τούρκων πολιτών, προλειαίνει το πεδίο για άσχημες εξελίξεις. Διαφαίνεται ότι η τουρκική πολιτική ηγεσία προετοιμάζει το εγχώριο ακροατήριο και τους εξωτερικούς δρώντες ότι θα ενεργήσει στη θάλασσα, για την προάσπιση των εθνικών της συμφερόντων, ωσάν να ήταν τουρκικό έδαφος.

Εν γένει, ο τουρκικός αναθεωρητισμός αποτελεί δομικό στοιχείο του τουρκικού πολιτικού συστήματος και δεν έχει συγκυριακό, δευτερογενή και προσωπικό χαρακτήρα. Επίσης, φαίνεται ότι η τουρκική κοινωνία νομιμοποιεί την εν λόγω εξωτερική πολιτική, ανατροφοδοτώντας τον τουρκικό ηγεμονισμό. Θεωρώ ότι η Τουρκία θα επιδιώξει την επιβολή των στοχεύσεών της, οι οποίες πλέον προϋποθέτουν πρωτοβουλίες που θα είναι σχεδόν αδύνατον να μην επιφέρουν ελληνική αντίδραση. Επομένως, η αποφυγή κρίσης θα επέλθει μόνο από τυχόν τουρκική αναδίπλωση ή ελληνική απεμπόληση δικαιωμάτων.

Ποιες είναι πραγματικά οι επιδιώξεις της Τουρκίας; Με τα σχέδια που έχει για την Συρία, με σοβαρές ελλείψεις στην πολεμική αεροπορία (κυρίως ελλείψεις σε πιλότους), με νέο κύκλο συλλήψεων στρατιωτικών και με μιαν οικονομία που καταρρέει· μπορεί, όντως, να καταστεί σοβαρός κίνδυνος για εμάς;

 Δεν χωρά αμφιβολία πως οι «αποστρατεύσεις» έχουν περιορίσει τις επιχειρησιακές δυνατότητες των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και θα πάρει χρόνο να αναπληρωθούν τα επιτελικά και επιχειρησιακά κενά. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι στο συριακό μέτωπο δεν χρειάζονται καθόλου ναυτικές δυνάμεις, η αεροπορία δρα χωρίς αντίπαλο και οι χερσαίες δυνάμεις αποκτούν σημαντική εμπειρία.

Εν σχέσει με την Ελλάδα, οι επιχειρησιακού περιορισμοί της τουρκικής αεροπορίας και του ναυτικού, λόγω στελεχιακής «αποψίλωσης», θα μπορούσαν να είχαν οδυνηρές συνέπειες για την Τουρκία. Η βεβαιότητα του Ερντογάν ότι έχει διαρκώς την πρωτοβουλία των κινήσεων σε διμερές επίπεδο, του παρέχει ασφάλεια, ώστε να μην αλλάξει ούτε κατά κεραία τους αναθεωρητικούς του στόχους και να συνεχίσει τις εκδιώξεις των «αντιφρονούντων» αξιωματικών.

Σχετικά με την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, σίγουρα θέτει περιορισμούς στις επιδιώξεις του Ερντογάν, όμως είναι αξιοσημείωτη η αντοχή της στις αμερικανικές πιέσεις.

Όσον αφορά το πραγματικό μέγεθος της τουρκικής απειλής είναι μεν υπαρκτό, αλλά οι πραγματικές στρατιωτικές ικανότητες των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων είναι ισχνότερες των ονομαστικών. Η στρεβλή απεικόνιση της τουρκικής ισχύος στην ελληνική κοινωνία «κατασκευάστηκε» ως άλλοθι και αναγκαίο κακό για την υιοθέτηση συγκεκριμένων πολιτικών έναντι της Τουρκίας, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Μέχρι σήμερα, η πολιτική απόφαση της, σε κάθε περίπτωση, μη κλιμάκωσης έχει οδηγήσει σε επιχειρησιακή προβλεψιμότητα και στρατηγική σύγχυση. Η απόλυτη ευθυγράμμιση του ορθού πολιτικού στόχου της διαφύλαξης της ειρήνης, υπό το πρίσμα της μη-πρόκλησης, έχει επιφέρει επιχειρησιακούς αυτοπεριορισμούς, όταν η αποτρεπτική στρατηγική επιτάσσει υπομνήσεις στρατιωτικών ικανοτήτων. Όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει την ελληνική πλευρά σε αποτρεπτική δυστοκία, περιορίζοντας και τους πολιτικούς της στόχους.

Τι έχουμε να περιμένουμε από τους διεθνείς παίχτες, σ’ ό, τι αφορά το ανεξέλεγκτο του κου. Ερντογάν;

 Αν το φάσμα των πιθανών ενεργειών των τρίτων δρώντων, έναντι των τουρκικών αταβισμών, εκτείνεται από το τίποτα ως τα πάντα, η απάντηση είναι τόσα όσα τα συμφέροντα των δρώντων τους επιτάσσουν, σε συνδυασμό πως τόσο η Ελλάδα, όσο και η Κύπρος είναι αποφασισμένες να επιμεριστούν το μερίδιο που τους αναλογεί. Βέβαια, οι γνωστές παρασιτικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας αναμένουν πως κάποιοι άλλοι θα ενεργήσουν ανθ’ ημών. Ας γνωρίζουμε πως ο γεωπολιτικός παρασιτισμός είναι ακόμη πιο σπάνιος από τον οικονομικό, πόσο μάλλον όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος στρατιωτικών ενεργειών.

Σχετικά με τον ανεξέλεγκτο κ. Ερντογάν, οι προσωπικές επιτυχίες ενεργοποιούν στους ανθρώπους ψυχοπνευματικές διεργασίες που επιβεβαιώνουν διαρκώς την ορθότητα των επιλογών τους ελαχιστοποιώντας τυχόν δισταγμούς και δεύτερες σκέψεις, αποκλείοντας περιθώρια συμβιβασμών. Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν να διαχειριστούν στρατηγικά τον τουρκικό ηγεμονισμό υπό συνθήκες αναδιανομής του παγκόσμιου καταμερισμού ισχύος. Οι διακυμάνσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα την τελευταία διετία, η δομική αδυναμία της ΕΕ να «παράξει» αξιόπιστη Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας και τα όρια διασφαλίσεων του υπάρχοντος διεθνούς κανονιστικού και δικαιικού πλαισίου προσδιορίζουν το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου οφείλουμε να δράσουμε. Το πρόβλημα θα ήταν μικρότερης έντασης και ευκολότερα αντιμετωπίσιμο αν προσλαμβάναμε όλα τα παραπάνω δεδομένα στην πραγματική τους διάσταση και όχι στην ονομαστική τους αξία ή κατ’ αρέσκεια. Ας αναλογιστούμε ότι, από το 2002 μέχρι σήμερα, οι όποιες τουρκικές αναδιπλώσεις ή υποχωρήσεις έλαβαν χώρα μόνο όταν ο συσχετισμός ισχύος ήταν αρνητικός για την Τουρκία.

Σε ποια φάση βρίσκονται -τελικά- οι σχέσεις ΗΠΑ- Τουρκίας;

 Μεταβατική, είναι γεγονός ότι η Ουάσιγκτον συνειδητοποιεί πως πρέπει να πορευθεί στην περιοχή έχοντας μία Τουρκία η οποία πλέον θα δεσμεύεται μερικώς έως καθόλου ή κατά περίπτωση από τις αμερικανικές επιθυμίες και συμφέροντα. Το γεγονός που ενδεχομένως να διαφοροποιήσει τις ισορροπίες υπέρ της Ελλάδας είναι η συνέχιση της αντι-δυτικής στροφής της Τουρκίας και η επιδείνωση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων, όπου λόγω ασυμμετρίας ισχύος θα περιορίζει την τουρκικές επιδιώξεις. Σ’ αυτήν την περίπτωση οφείλουμε να λειτουργήσουμε με τρόπο που, τουλάχιστον τις δύο τελευταίες δεκαετίες, διαφεύγει των κυρίαρχων στρατηγικών μας αντιλήψεων και επιλογών. Η Ελλάδα δεν δύναται να απέχει από το «σωφρονισμό» της Τουρκίας, αλλά οφείλει να πρωτοστατεί˙ μόνο υπό αυτήν την προϋπόθεση μπορούμε να αποκομίσουμε οφέλη. Η πρόσφατη δήλωση του Τραμπ: «Θα καταστρέψουμε οικονομικά την Τουρκία αν επιτεθεί στους Κούρδους», είναι χαρακτηριστική των κακών διμερών σχέσεων. Το ερώτημα που θέσατε σχετικά με τον επαναπροσδιορισμό των αμερικανοτουρκικών σχέσεων ίσως να συμπυκνώνεται: πόσο τουρκικό ηγεμονισμό δύναται να αποδεχθεί η φθίνουσα αμερικανική ηγεμονία;

Είναι δυνατή η δημιουργία τουρκικού “κρατιδίου” σε συριακό έδαφος;

 Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο όχι. Καμία μορφή κρατικότητας δεν μπορεί να αναγνωριστεί, και αν υπάρξει ως τετελεσμένο ισχύος θα έχει διπλωματικό και όχι μόνον κόστος για την Τουρκία. Το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι ότι η τουρκική ηγεσία θα θελήσει να ανταλλάξει την αποχώρησή της, με την κατοχύρωση τουρκικού ρόλου στη μεταπολεμική Συρία και την αποτροπή να δημιουργηθεί, οποιασδήποτε μορφής, κουρδική πολιτική οντότητα. Αν θέλουμε να αποκωδικοποιήσουμε την τουρκική πολιτική ηγεσία σχετικά με την περιφερειακή δομή ασφάλειας, ορμώμενοι από τις δημόσιες τοποθετήσεις αλλά και δράσεις της, γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι διακατέχεται από προσεγγίσεις που απέχουν από την κρατοκεντρική τάξη. Πιο συγκεκριμένα, διαφαίνεται ότι η Τουρκία επιθυμεί περιφερειακές αναδιατάξεις, εδραιωμένες σε ιεραρχικά σχήματα ισχύος, σαφώς διακριτά της βεσφαλιανής λογικής. Είναι περιττό να αναφέρουμε τί ρόλο επιφυλάσσει για την ίδια η Άγκυρα.

Η πόλωση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων στο εσωτερικό της χώρας όλο και γιγαντώνεται. Θεωρείτε πως αυτό επιβαρύνει την θέση μας απέναντι στις προκλήσεις της γείτονος; Μήπως στέλνουμε λάθος μηνύματα στο εξωτερικό;

 Το κατά πόσο ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ιεραρχούνται ως εξόχως σημαντικά σε μία κοινωνία είναι συνάρτηση των συνθηκών που επικρατούν στο διεθνές σύστημα, της ποιότητας της πολιτικής ηγεσίας κάθε χώρας να θέτει μακροπρόθεσμους στόχους και του βαθμού πολιτικής χειραφέτησης και σοβαρότητας των πολιτών της.

Είναι γεγονός ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική κυριαρχείται από εμπεδωμένες πεποιθήσεις και πρακτικές που εμποδίζουν τόσο τον ορθολογικότερο προσδιορισμό, αυτού που ονομάζεται εθνικό συμφέρον, όσο και τη βέλτιστη εξυπηρέτησή του, επί τη βάσει αυτού που καλώς ή κακώς αποτελεί το σημαντικότερο εργαλείο στην άσκηση της εξωτερική πολιτικής ενός κράτους, δηλαδή την ισχύ. Δεν νομίζω πως χρήζει περαιτέρω ανάλυσης ότι η πόλωση στο εσωτερικό υποσκάπτει τις στοχοθεσίες στην εξωτερική πολιτική κάθε κράτους, άρα και της Ελλάδας. Στην παρούσα συγκυρία, η Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά, πέραν των επιζήμιων προβλέψεών της, και μία μονομερής απόφαση της παρούσας κυβέρνησης για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Σε σχέση με την Τουρκία, υπάρχει σχετική συμπόρευση των περισσοτέρων κομμάτων στη βάση της προαναφερθείσας στρατηγικής. Γενικότερα, την τελευταία δεκαετία ομφαλοσκοπήσαμε πέραν του δέοντος, την δε τελευταία τετραετία αυτοσχεδιάζουμε επικινδύνως.

Πώς σχολιάζετε τις δηλώσεις του πρώην αρχηγού του ΓΕΕΘΑ και νυν υπουργό Άμυνας, ναυάρχου Ε. Αποστολάκη;

 Ο ναύαρχος κ. Αποστολάκης προέβη στη συγκεκριμένη δήλωση ενώ ήταν ΑΓΕΕΘΑ. Μάλλον είχε στο μυαλό του τον προκάτοχό του ναύαρχο κ. Λυμπέρη, αποστρεφόμενος την περίπτωση να βρεθεί σε ανάλογη του ομολόγου του θέση, δηλαδή στην κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996. Η τότε προβληματική επικοινωνία και συναντίληψη της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας ήταν καταλυτική για την εξέλιξη της κρίσης. Υπέμνησε, ο νυν Υπουργός Αμύνης, πως σε περίπτωση μίας ανάλογης των Ιμίων ενέργειας εκ μέρους της Τουρκίας, η απόφαση της πολιτικής ηγεσίας είναι προειλημμένη και οι ένοπλες δυνάμεις θα αντιδράσουν δίχως την ανάγκη μίας νέας πολιτικής εντολής. Τώρα πλέον που ο κ. Αποστολάκης προβιβάστηκε σε πολιτικό προϊστάμενο του ΥΕΘΑ η εν λόγω δήλωση έχει μεγαλύτερη αξία.

Ακούστηκαν πάρα πολλά, αυτό το διάστημα, περί της σημαντικότητας της διακρατικής συμφωνίας για τον αγωγό φυσικού αερίου EastMed. Η Handelsblatt -μάλιστα- σε δημοσίευμά της ανέφερε πως θα είναι πολλαπλό το όφελος της Ελλάδας από τον αγωγό. Από την άλλη, ξένοι αναλυτές μιλούν για προβλήματα που μπορούν να οδηγήσουν σε ναυάγιο την συμφωνία. Ποια η δική σας άποψη; Ισχυροποιούμαστε απέναντι στην Τουρκία;

Συχνά αναφέρεται από πολιτικούς, αναλυτές, σχολιαστές και δημοσιολογούντες για την ιδιαίτερη γεωπολιτική αξία της Ελλάδας. Στα πρώτα χρόνια της κρίσης διατυπώθηκε ευρέως η άποψη πως ο περιλάλητος σημαίνων γεωπολιτικός ρόλος της χώρας θα την σώσει, εν τέλει, από τη δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει. Αναμφίβολα, η χώρα κατέχει όντως σημαντική γεωγραφική θέση, τόσο για την ίδια όσο και για τις ισχυρότερες δυνάμεις οι οποίες ασκούν εξωτερική πολιτική σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο από τα στενά γεωγραφικά τους όρια.

Ο ρόλος της Ελλάδας στην περιοχή, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, θα εξαρτηθεί από τη δυνητική κατανομή ισχύος. Ο συσχετισμός ισχύος υπολογίζεται από απόλυτα και σχετικά μεγέθη που καθορίζουν τη βαθμίδα που θα καταλάβει ένα κράτος στην κλίμακα της ιεραρχίας ισχύος. Ακόμη και αν μία χώρα διατηρεί τους συντελεστές ισχύος της -οικονομία, στρατιωτική ικανότητα, πληθυσμός, σύγχρονη διοίκηση- σταθερούς ή τους αυξάνει σε μικρότερο βαθμό σωρευτικά από μία άλλη, μακροπρόθεσμα θα υποχωρήσει στον ευρύτερο καταμερισμό ισχύος.

Αναντίρρητα, η ενεργότερη συμμετοχή της Ελλάδος και της Κύπρου στους ενεργειακούς διακανονισμούς της Μεσογείου αναβαθμίζει τη θέση τους, αλλά προϋποθέτει και δημιουργεί επιπρόσθετες υποχρεώσεις διασφάλισης της περιοχής. Η οικονομική βιωσιμότητα ανάλογων εγχειρημάτων συνδέεται γραμμικά με την ασφάλεια της περιοχής. Όλοι όσοι, ελπίζουν ότι θα εκμεταλλευτούμε τους ενεργειακούς πόρους αλλά ταυτόχρονα  θα απέχουμε των υποχρεώσεων μας, μάλλον ανήκουν στο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που γαλουχήθηκε, ανδρώθηκε και ενσωματώθηκε στην κοινωνία -ενίοτε φθάνοντας και στα ανώτατα αξιώματα- ως αυτό που έχει επικρατήσει αγγλιστί να ονομάζεται free raider (κοινωνικός τζαμπατζής).

Υπό αυτές τις προϋποθέσεις και εφ’ όσον υλοποιηθεί το επενδυτικό σχέδιο, ναι θα ενισχυθεί ο ρόλος και η θέση μας στην περιοχή και επομένως έναντι της Τουρκίας.

Τι οφείλει να προσέξει η Ελλάδα; Ποιες άλλες συμμαχίες μπορούμε να εκμεταλλευτούμε;

 Όσο ποτέ άλλοτε στο πρόσφατο παρελθόν, είναι αναγκαία η υιοθέτηση στρατηγικής quid pro quo, σύμφωνα με την οποία κάθε μη φιλική ενέργεια της Τουρκίας θα επιφέρει άμεσο και αναλογικό κόστος σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Να κατανοήσει η γειτονική χώρα ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση δεν θα επαφίεται μόνο στην καλή θέληση της Αθήνας. Το «αγαθό» της μη κλιμάκωσης, που αναπαράγεται ευρέως στο δημόσιο λόγο, έχει διαρκώς αυξανόμενο «οριακό κόστος», τείνοντας να απειλήσει την ασφάλεια της χώρας. Οφείλουμε επομένως, να αναπροσαρμόσουμε την «παραγωγική» διαδικασία αποτροπής για να επιτευχθεί ο στόχος της διατήρησης το status quo.

Υπάρχουν άλλες στρατηγικές, που ενδεχομένως θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε έναντι της Τουρκίας, πέραν του εμπεδωμένου «υπολανθάνοντος κατευνασμού» ο οποίος εξάντλησε τα όρια του; Η στρατηγική «μεταφοράς βαρών», σύμφωνα με την τυπολογία του J. Mearsheimer, στην περίπτωσή μας έχει περιορισμένες δυνατότητες εφαρμογής. Η εν λόγω στρατηγική βασίζεται ότι ένας τρίτος δρών θα εξισορροπήσει την αναθεωρητική Τουρκία. Η γεωγραφική εγγύτητα και η εκ των πραγμάτων εκδίπλωση του τουρκικού ηγεμονισμού σε ζώνες κυριαρχίας της Ελλάδας και της Κύπρου, κάνει πιθανότερο το σενάριο να γίνουμε στόχος στρατηγικής «μεταφοράς βαρών» από όμορα κράτη, παρά να κάνουμε χρήση της. Η προσπάθεια της Τουρκίας να πείσει τις όμορες χώρες σχετικά με την θέση της για την οριοθέτηση των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, διαμοιράζοντες την ελληνική και κυπριακή ΑΟΖ, καταδεικνύει του λόγου το αληθές.

Σχετικά με τις δυνατότητες εξωτερικής εξισορρόπησης της Τουρκίας είναι μία όχι εναλλακτική αλλά συμπληρωματική στρατηγική επιλογή, στο βαθμό που (θα) είμαστε αποφασισμένοι να πρωτοστατήσουμε στο εγχείρημα αποτροπής του τουρκικού αναθεωρητισμού στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο τουρκικός ηγεμονισμός έχει ενταθεί ενώ εξακολουθεί να υφίσταται σχετική στρατιωτική ισορροπία. Μετά από 3-4 χρόνια, που θα έχει ανατραπεί σε σημαντικό βαθμό ο σημερινός στρατιωτικός συσχετισμός, τυχόν τουρκικές διστακτικότητες ανάληψης ενεργότερης δράσης μάλλον θα υποχωρήσουν.

Επομένως, η ελληνική πλευρά έχει την ανάγκη αναπροσαρμογής της αποτρεπτικής της στρατηγικής. Δίχως να αγνοούνται οι πιθανότητες μιας κλιμάκωσης από την υιοθέτηση μίας πιο ενεργητικής επιχειρησιακής στρατηγικής, η συνέχιση της παρούσας κατάστασης θα οδηγήσει νομοτελειακά σε υποχωρήσεις σε μία σειρά ζητημάτων, τα οποία κατά τις προηγούμενες δεκαετίες τιτλοφορούταν ως αδιαπραγμάτευτα!

Τι μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στους αναγνώστες μας;

Κατ’ αρχήν καλή χρονιά με υγεία, ευτυχία και πρόοδο. Δεν νομίζω να είμαι ο καταλληλότερος για να στείλω κάποιο μήνυμα,  μπορώ όμως να προβληματιστώ δημοσίως. Αλήθεια πόση συλλογική σοφία έχουμε συσσωρεύσει ως κοινωνία από την συντελεσθείσα κρίση;  Θεωρώ ότι η αυτοκριτική συνιστά εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την κοινωνική μας ανάταξη.

Η υπέρβαση της εξαιρετικά δύσκολης κατάστασης προϋποθέτει πνεύμα αυτοκριτικής, ατομικά επίπονο αλλά κοινωνικά λυσιτελές, που μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να συνιστά αρεστή προοπτική για ένα σημαντικό μέρος του κοινωνικού συνόλου και κατ’ επέκταση της πολιτικής τάξης.

Η προσμονή από αρκετούς συμπολίτες μας πως η πολιτική τάξη μόνο, ή ακόμη χειρότερα ένα πρόσωπο, αρκεί για να δρομολογήσει όλες εκείνες τις απαραίτητες  διαδικασίες για να εξέλθουμε από τη δυσχερή μας θέση, ίσως να καταδεικνύει το  βαθύτερο αίτιο των προβλημάτων μας. Για να μετατοπιστεί η αισιοδοξία από τον άξονα της ανορθολογικής ελπίδας σ’ αυτόν της ρεαλιστικής προοπτικής οφείλουμε να γίνουμε εμείς φορείς του αναγκαίου κοινωνικού μετασχηματισμού, αρχικά στην μικρή κλίμακα της καθημερινότητάς μας και κατόπιν να αξιώσουμε, βάσιμα πλέον, ευρύτερες μεταρρυθμίσεις.

Ας είμαστε όλοι, πρωτίστως και περισσότερο, αυστηροί με τους εαυτούς μας για να δικαιούμαστε κατόπιν να είμαστε και με τους συμπολίτες μας και τους πολιτικούς. Η ειλικρινής αυτοκριτική διάθεση συνιστά προϋπόθεση για την ανάταξη του συλλογικού μας βίου.

Σας ευχαριστούμε θερμά!

 Η ευχαρίστηση είναι και δική μου.

*Βιογραφικό συνεντευξιαζόμενου: Ο Χρήστος Ζιώγας ανακηρύχθηκε διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων, στο τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών  του Παντείου Πανεπιστημίου, το 2013. Έκτοτε, διδάσκει στο οικείο τμήμα σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο. Το ακαδημαϊκό έτος 2016-7 επιλέγει ως εντεταλμένος διδασκαλίας στη βαθμίδα του Επικούρου Καθηγητή. Παράλληλα, έχει ξεκινήσει μεταδιδακτορική έρευνα με θέμα: Ανθρωπολογικές τάσεις στο μετα-μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα.

Από το ακαδημαϊκό έτος 2016-7 διατελεί εντεταλμένος διδασκαλίας στη βαθμίδα του Λέκτορα στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, διδάσκοντας Διεθνείς ΣχέσειςΔιεθνείς Στρατιωτικούς Οργανισμούς. Επίσης, το περσυνό και το τρέχον ακαδημαϊκό έτος (2018-9) διδάσκει Θεωρία και Μεθοδολογία Διεθνών Σχέσεων, Ελληνονο-τουρκικές Σχέσεις και Ζητήματα Διεθνούς και Περιφερειακής Ασφάλειας  στο τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Επίσης συμμετέχει στην ομάδα ωρίμανσης έργου του κοινού ΠΜΣ μεταξύ της Σχολής Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ) και του τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών (ΔΕΠΣ) του Παντείου Παν/μιου, «Στρατηγικές Σπουδές Ασφάλειας», συνδιδάσκοντας για δύο ακαδημαϊκά έτη το μάθημα: «Χειρισμός Κρίσεων». Πέρυσι δίδαξε, ως ωρομίσθιος καθηγητής στην Σχολή Εθνικής Ασφαλείας της Αστυνομικής Ακαδημίας και της Πυροσβεστικής Ακαδημίας, τα αντικείμενα: Ελληνοτουρκικές Σχέσεις και Βασικές παράμετροι και προοπτικές επίλυσης του κυπριακού ζητήματος. Από το 2016  είναι συνεργάτης και διαλέκτης του ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ (Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών). Τέλος ορθογραφεί στην ελληνική έκδοση της ηλεκτρονικής εφημερίδας «huffingtonpost». Υπηρέτησε την στρατιωτική θητεία (11ος/2000-10ος/2002) ως Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός (ΔΕΑ) του Πεζικού και τέθηκε σε εφεδρεία με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού.

Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος ασχολείται με την δημοσιογραφία, την κριτική λογοτεχνίας και την ποίηση

10392588_641221322646411_639374329633812692_n.jpg

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Στα απόνερα μιας παρέλασης, του Μάνου Στεφανίδη
Ούτε μια συγγνώμη;, του Γιώργου Αρκουλή
Στο ΤΕΒΕ η Ελλάδα αναστενάζει, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.