Βιβλίο

«Το δακτυλίδι της Θεάς». Κεφάλαιο 5ο: Κίβδηλες ελπίδες, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Ο  παπα Γιώργης ο Νταράκης  είχε πάρει το δακτυλίδι από το νεαρό ψαρά και το πήγε στον Έβανς και αργότερα στον Ηρακλειώτη έμπορο τον Καλοκαιρινό. Κανένα από τα όνειρα του Άγγελου όμως  δεν είχε αίσιο τέλος, αφού ο πολύτιμος θησαυρός, το ολόχρυσο δακτυλίδι που ψαρεύτηκε από τον βυθό της θάλασσας,  θεωρήθηκε κίβδηλο. Κανείς δεν θέλησε να το αγοράσει.

Όσοι το είδαν και το εξέτασαν δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως βρέθηκε θαμμένο στον βυθό της θάλασσας, τεκμήριο μιας άγνωστης μυστηριακής τελετής με τα μινωικά δαχτυλίδια, σαν και αυτή που διηγιόταν το αρχαίο παραμύθι για το δαχτυλίδι του Μίνωα που μιλά για τότε που συναντήθηκε ο πρίγκιπας  Θησέας με τον θαλασσοκράτορα Βασιλιά.

Ο  Μίνωας θέλοντας να εντυπωσιάσει τον νεαρό πρίγκιπα σε μια επίδειξη της δύναμής του ισχυρίστηκε πως είναι  γιος του Δία, και επικαλέστηκε τον πατέρα του να στείλει αμέσως έναν κεραυνό για να επιβεβαιώσει την θεϊκή καταγωγή του, πράγμα που έγινε αυθωρεί και παραχρήμα. Τότε ζήτησε από τον νεαρό Θησέα να αποδείξει πως είναι γιος του Ποσειδώνα, ρίχνοντας το βασιλικό του δακτυλίδι στη θάλασσα και ζητώντας από τον νεαρό Θησέα να του το φέρει πίσω.

Ο  Θησέας, πέταξε τον κοντό χιτώνα του, βούτηξε στη θάλασσα και αμέσως τέσσερα δελφίνια, σταλμένα από τον Θεό της θάλασσας  τον οδήγησαν σε ένα παλάτι στον βυθό της όπου εκεί βρήκε το δακτυλίδι. Το πήρε στα χέρια του και βγαίνοντας στην στεριά το παρέδωσε πίσω στον Μίνωα.
Αλλά αυτά ήταν παραμύθια, ιστορίες που διηγούνταν οι γιαγιάδες στα παιδιά τα βροχερά και παγωμένα βράδια κοντά στο τζάκι, μαζί με άλλες ιστορίες που από στόμα σε στόμα χάνουν τα πραγματικά τους ονόματα, γίνονται άχρονες και διαχρονικές συνάμα, όπως η ιστορία με το δακτυλίδι του  Πολυκράτη  που έβγαλε το βασιλικό δακτυλίδι απ’ το χέρι του και το πέταξε στην θάλασσα,  για να το βρει την επόμενη μέρα στο στομάχι ενός ψαριού που στόλιζε το  πλούσιο τραπέζι του.

Ο Παπα Γιώργης μετά τις άκαρπες προσπάθειες να  πουλήσει το δακτυλίδι του Άγγελου το επέστρεψε, αν και πρότεινε  πως αν το έλιωναν θα κέρδιζαν μερικά χρήματα που ίσως και να έφταναν για να φτιάξουν την σκεπή της μικρής εκκλησιάς  του Προφήτη Ηλία στο Αρκαλοχώρι.  Όμως ο Άγγελος ήθελε να το κρατήσει.

Ιερουργούσε πολλές φορές ο  Παπα Γιώργης στο  ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία και εκεί είχε και μερικές άλλες δοσοληψίες. Όπως και πολλοί άλλοι αρκετές φορές είχε πουλήσει αρχαία στους ξένους που επίμονα ζητούσαν ένα «ενθύμιο» από το πέρασμά τους στο νησί.

Το χρήμα από αυτά ήταν  ο μόνος τρόπος να ανακουφίσει την πείνα και την φοβερή ανέχεια  του εκκλησιάσματός του, να μπορέσει να τους βοηθήσει στις αρρώστιες και στην απόγνωσή τους, να κάνει κάποιες δουλειές για να μην καταρρεύσει η εκκλησία.

Ο τόπος εκείνος  έκρυβε στα σωθικά του χιλιάδες  κοσμήματα, νομίσματα, σφραγίδες και πήλινα αγγεία. Ήταν ήδη πολλές οι ιστορίες που συνόδευαν τον Προφήτη Ηλία χτισμένο στο στόμα ενός μινωικού σπηλαίου, κατά την συνήθεια να σφραγίζουν την είσοδο του σπηλαίου με έναν χριστιανικό Ναό θέλοντας «εξαγνίσουν» το χώρο από την ειδωλολατρία.

Η σπηλιά του Μίνωα που κέντριζε την φαντασία και τους πόθους πολλών χωριανών που ονειρεύτηκαν την κοινωνική τους μετατόπιση ή τη λύση των οικονομικών τους προβλημάτων, την αλλαγή της τύχης τους δηλαδή, με κάποιο εύρημα.  Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την περίφημη  ιστορία με την άρκαλο, έναν ασβό δηλαδή, που έβγαλε στην επιφάνεια, αναζητώντας με τρομερή αγωνία την απελευθέρωσή του από μιαν ανθρώπινη παγίδα , το χρυσό διπλό πέλεκυ από το σπήλαιο.

Στον  Προφήτη Ηλία τριγύρω από την σπηλιά βγαίνανε πολλοί ασβοί, λεία εύκολη και πολύ προσοδοφόρα για τους χωρικούς  αφού η προβιά τους μπορούσε να σου δώσει μέχρι και 60 δραχμές, κοντά στα τρία μεροκάματα σκληρής δουλειάς.

Στήνανε λοιπόν  οι χωρικοί παγίδες στο σπήλαιο  και τους πιάνανε. Μια  μέρα ένας χωρικός όταν πήγε να ελέγξει τις παγίδες του είδε τον ασβό μέσα στην σπηλιά να έχει σκάψει γύρω του στην αγωνία του να ελευθερωθεί και να έχει αποκαλύψει  κάτι μικρά κομμάτια, χάλκινα κύπελα.

Κατάλαβε αμέσως πως κάτι σπουδαίο του είχε αποκαλύψει η αγωνία του ζώου και αφού έβαλε στην ποδιά του όσα μπορούσε από αυτά, έτρεξε στο χωριό να ζητήσει την βοήθεια του αδελφού του για να σκάψουν βαθύτερα στην παγίδα να δουν τι έχει μέσα.

Πήγαν τότε μαζί και με έναν άλλο φίλο τους, μικροκαμωμένο για να μπορεί να χωθεί μέσα στην σπηλιά, στην παγίδα με τον ασβό.

Εκείνη την μέρα δεν ήταν μόνο το τομάρι του άρκαλου που τους εξασφάλισε μπόλικα λεφτά μα και πολλά αρχαία που προς τιμήν τους όμως,  οι αγαθοί χωρικοί αντιλαμβανόμενοι την αξία τους ή φοβούμενοι μην μπλέξουν, πήγαν και παρέδωσαν  στο Μουσείο.

Όταν μετά από μερικές μέρες ήρθε βαριεστημένα ένα κλιμάκιο της αρχαιολογίας δεν βρήκαν τίποτε και  σηκωθήκανε και φύγανε.

Μετά από μήνες ή και μέρες κάτι παιδιά  που ανέβηκαν στο ξωκκλήσι για  να παίξουν μπήκανε μέσα στην σπηλιά και βρήκαν το χρυσό πέλεκυ του βασιλιά Μίνωα  μέσα της.

Ενθουσιασμένα με το χρυσό εύρημα  στα χέρια έτρεξαν στο χωριό να δείξουν το πολύτιμο θησαυρό  τους…

– Αυτός είναι μπρούτζινος, δεν κάνει πράμα, ήταν η απάντηση όποιου το έβλεπε  αφού τα παιδιά ενθουσιασμένα το δείχνανε σ’ όποιον συναντούσανε.

Μέχρι που ένας μπακάλης,  εκεί που κάθονταν με τον πέλεκυ στα χέρια τα παιδιά στην πλατεία τα είδε και πλησίασε.

– Ιντά ’ναι κειονέ και πόσο θέτε να μου το δώσετε;
– Ό,τι θες δώσε μας.
Ο Πέλεκυς του βασιλιά άλλαξε χέρια για ένα ασημένιο τάλιρο και δυο τρεις χούφτες πασατέμπο και στραγάλια.

Λίγο αργότερα, επειδή τα νέα σε ένα μικρό χωριό μαθαίνονται γρήγορα, η περίφημη αυτή ανταλλαγή έφτασε και στ’ αυτιά της αστυνομίας. Ψάξανε το μαγαζί του μπακάλη και τον βρήκανε θαμμένο μέσα σε ένα  τσουβάλι με ρύζι.

Από τότε  έτρεξε στην σπηλιά κόσμος πολύς  και ψάξανε και βρήκανε πολλά πράματα, ίσως πολύτιμα που τα περισσότερα από αυτά χάθηκαν οριστικά, αλλάζοντας χέρια για την επιβίωση των φτωχών ανθρώπων.

Μέχρι να γίνει μια συντονισμένη ανασκαφή από την αρχαιολογία τα περισσότερα είχαν φτάσει σε ιδιωτικές συλλογές έναντι κάποιων μικρών αλλά σημαντικών για τους κατοίκους του χωριού  χρηματικών ποσών.

Ήταν οι εποχές που άδειες αίθουσες Μουσείων  γέμιζαν με έργα τέχνης απ’ όλο τον κόσμο και όλες τις εποχές. Πολλά από αυτά αμερικάνικα,  ιδιωτικά, που  μπορούσαν να λειτουργούν χωρίς να αποδίδουν λογαριασμό σε κανέναν.

Το μέτρο της επιτυχίας τους ήταν ο αριθμός των επισκεπτών τους και  η πολυπόθητη επισκεψιμότητα δεν μπορούσε παρά να επιτευχθεί παρά με νέα, εντυπωσιακά αποκτήματα. Κάπως έτσι ένα μεγάλο κομμάτι της  αρχαιολογικής ιστορίας του νησιού έγινε μετανάστης.

(Συνεχίζεται…)

Εδώ  όλα τα κεφάλαια

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png  

SHARE
RELATED POSTS
unnamed.jpg
Η γυναίκα του Σουλτάνου – εκδόσεις Καλέντης
Διαβάζοντας: “Οι Ντάρρελ της Κέρκυρας”, του Άγγελου Κουτσούκη
Άνθρωποι που έγιναν κι άνθρωποι που θα γίνουν… ιστορίες, του Μάνου Κοντολέων      

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.