Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Την υγειά μας να’χουμε να καπνίζουμε, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

 

Η ίδια ιστορία αλλά…αλλιώς. Θα σας την πω και σεις αποφασίστε. Λίγη υπομονή παρακαλώ.

Και ερωτώ. Τσιγάρο ή υγεία.. Εδώ θα έπρεπε να τελειώνουν όλα, πριν καν αρχίσουν. Κι όμως, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, πράγμα εντελώς παράλογο κατ΄εμέ, γιατί η απάντηση στην συγκεκριμένη ερώτηση είναι αυτονόητη, δεν είναι; Δεν είναι;!  Θα με τρελάνετε; Η ερώτηση κανονικά δεν θα έπρεπε καν να τίθεται!

Και κάπως έτσι γενήκαμε μαλλιοκούβαρα στα facebookια, στα ίνστα, στα τουίτερ, στα μπαρ, στα πάρκα, στα αυτοκίνητα, στα καταστήματα, στα σπίτια μας τις Κυριακές (που πάμε να φάμε ένα ρημαδογιουβέτσι οικογενειακώς και μας βγαίνει από την μύτη μας βγαίνει) και συνεχίζω, στις καφετέριες, στα κλαμπ, στις καντίνες, στα γήπεδα…τώρα και στα μπουζούκια! Καλώς ήρθες τρέλα και καλώς μας βρήκες όλους εμάς σε κατάσταση ημί…κάτι μεταξύ ημιλιποθυμίας και ημιλύσσας…(ό,τι λέξεις σας κλωτσάνε…συγχωρέστε τις ή κλοτσήστε τις και σεις, αλλά έχω και γω τα δικά μου)

Εγώ δεν καπνίζω. Fact. Το προσπάθησα, αλλά δεν. Και το προσπάθησα γιατί κάποτε μου είχε κολλήσει πως όσοι καπνίζουν είναι κορμάρες, μονδέλα και μισές μερίδες και έχουν στυλ έτσι που ανάβουν και σβήνουν τα τσιγάρα τους και κυρίως δεν-πει-νά-νε. Για να καταλάβετε, όταν στην παρέα μου ετίθετο το ερώτημα: «πάμε για κρέπες;» ο σωστός ο καπνιστής, ο αδύνατος, ο κουλ, έγερνε νωχελικά πάνω στο καπό στου αυτοκινήτου και άναβε με αργές και βασανιστικές κινήσεις ένα  τσιγάρο… Δεν χρειαζόταν να μιλήσει, ήταν ηλίου φαεινότερον. Ο καπνιστής παιδιά  προτιμούσε  το τσιγάρο από τις κρέπες! Τα ύστερα του κόσμου! Καταλαβαίνετε πως αυτό έγραψε μέσα μου, αποτυπώθηκε, τατουάζ μανίκι ίσαμε τον λαιμό, οπότε έκανα και γω τις ανάλογες αναγνωριστικές τράκες, δυναμικές,  φιλότιμες προσπάθειες είναι η αλήθεια, να μάθω να καπνίζω μπας και γίνω και γω μιά συλφίς που αντί για κρέπες και παρφέ κρέμα και σοκολατόπιτες και πανακότες με φρούτα του δάσους, ήθελα επιτέλους κι εγώ ένα τσιγάρο με μηδέν λιπαρά…αλλά ΔΕΝ. «Δεν» με τίποτα όμως.

Μιά ξινίλα, μιά μπόχα, μιά αιθαλομίχλη που δημιουργούσα ολόγυρά μου, μιά καταστροφή…τί να σας λέω! Να γελάνε οι έμπειροι, να βήχω εγώ και να ονειρεύομαι σιντριβάνια σοκολάτας. Ένα κανονικό Βατερλό…καημένε Ναπολέοντα, σε νιώθω!  Βγάλτε ντε και σεις ένα τσιγάρο με γεύση κρέπα μερέντα, μπανάνα, μπισκότο! Εγώ φταίω;

Και το χειρότερο…μετά την κάθε  αποτυχημένη προσπάθεια ήθελα να φάω μιά ΙΟΝ αμυγδάλου για να επανέλθει η γεύση μου να έρθω στα ίσα μου η πικραμένη!  Αποτέλεσμα; Αντί να αδυνατίσω πάχυνα κι από πάνω! Μου βγήκε και το παρατσούκλι της τρακαδόρισσας, γιατί πακέτο δεν αγόρασα… Άσε μας νικοτίνη μου και σεις πουράκια δυόσμο…

Εγώ δεν τα κατάφερα. Εσείς όμως, αχ εσείς που καπνίζετε…Τι δείκτη ευφυίας πρέπει να έχετε, αναρωτιέμαι! Να ξέρετε, για κάποιον ανεξήγητο λόγο σας θαυμάζω, δεν κάνω πλάκα, μένω έκθαμπη που καταφέρνετε να κάνετε όλα αυτά τα μαγικά και να έχετε κι αυτό το μπλαζέ ύφος της απόλυτης ευχαρίστησης!  Να καταπίνετε τον καπνό, να φυσάτε την σωστή στιγμή και να μην πνίγεστε, να μην βήχετε, να μην αναγουλιάζετε! Και μερικές φορές να οδηγείτε συγχρόνως!

Ειδικά με την οικονομική κρίση που αρχίσατε να καπνίζετε εκείνα τα στριφτά, ε, έπαθα πλάκα! Μιλάμε για ταχυδαχτυλουργούς! Τύφλα να΄χει ο, ποιός να πούμε, ας πούμε ο Ντέιβιντ ο Κόπερφιλντ!

Είναι νύχτα, δεν βλέπει την μύτη του, μπορεί και να φυσάει ένα αεράκι από κάπου, ή μπορεί να οδηγεί.  Ο Ντέιβιντ με το ένα χέρι βγάζει από την τσέπη του ένα σακούλι με καπνό, ένα κουτάκι με φιλτράκια, κι ένα άλλο με χαρτάκια,  με το άλλο χέρι ψάχνει τον αναπτήρα του. Τον βρίσκει. (Ευτυχώς γιατί δεν θέλετε να δείτε τον Ντέιβιντ όταν χάνει τον αναπτήρα του!)  Όλα αυτά τα τσουμπλέκια τα  ισορροπεί μαγικά πάνω στο αριστερό του μπούτι. Με το ένα δάχτυλο βγάζει ένα χαρτάκι και με ένα άλλο δάχτυλο βγάζει ένα φιλτράκι, με δυό άλλα δάχτυλα πιάνει μιά τσιμπιά καπνό από το σακούλι με τους ετοιμοθάνατους, με ένα άλλο δάχτυλο τα στρώνει όλα αυτά και με όλα τα δάχτυλα μαζί φτιάχνει σε ανύποπτο χρόνο ένα τέλειο τσιγάρο που ξέχασα να σας πω πως κάποια στιγμή το έχει φέρει στο στόμα του να γλείψει τις άκρες του τσιγαρόχαρτου και μετά για να το ξαναγλείψει ηδονικά ολόκληρο να ΄ρθει να πάρει ένα χρώμα που δεν μπορώ να σας το περιγράψω ακριβώς, αλλά το είχα κάποτε σε καλοκαιρινή γόβα. Και γω αναρωτιέμαι, πόσα δάχτυλα έχει τελικά αυτός ο Ντέιβιντ;!

Κι αυτό που κάνετε, που ομαδικά, σαν συνεννοημένοι, λες και σας ελέγχει κάποιο μητρικό σκάφος, που σας πιάνει να θέλετε να ανάψετε τσιγάρο την  ίδια στιγμή, είναι πραγματικά κάτι μοναδικό! Αυτό δημιουργεί δεσμούς, φιλίες, γεννάει ένα είδος αγάπης που ζει μόνο σε σύννεφα καπνού και σας κάνει να μοιράζεστε αναπτήρες, φιλτράκια και ιστορίες ζωής.  Μου θυμίζει αυτό που κάνουμε εμείς οι γυναίκες στις εξόδους, που πάμε σαν τα κοπάδια στην τουαλέτα, όταν το πρόγραμμα κάνει κοιλιά, ή κάνει διάλειμμα το θέατρο! Τι να είναι αυτό που ενώνει τελικά τους ανθρώπους, αν δεν είναι μια μικρή κύστη και η εξάρτηση από την νικοτίνη!

Εγώ λοιπόν, όπως θα σας έλεγα στην αρχή, ένα ωραίο Σαββάτο βράδυ, ντύθηκα, στολίστηκα, φόρεσα τους φακούς επαφής μου, καθότι μύωψ και πήγα με την παρέα μου να μας διασκεδάσει ο Αντωνάκης ο Ρέμος (παλιά αυτό, όταν είμασταν και οι δυό νέοι, ωραίοι και αδύνατοι). Εκάτσαμε πατάρι, κόσμος πολύς, ο ένας πάνω στον άλλον…και όλοι, καθήμενοι και μη, κάπνιζαν σαν τα φουγάρα του Τζέλα Δέλτα! Όχι, το Τζέλα Δέλτα δεν είχε φουγάρα. Τέλος πάντων, σαν τα φουγάρα του Τιτανικού.

Πάνω, κάτω, στις τουαλέτες, στην είσοδο, στην έξοδο, στο πάρκινγκ, όλοι κάπνιζαν παντού! Και ο καπνός, ως γνωστόν, δεν τα λέω εγώ, τα λέει η επιστήμη, πάει πάντα προς τα πάνω. Οπότε το πατάρι ήρθε και έγινε ένας κανονικός θάλαμος αερίων όπου συν της άλλης επικρατούσε ορατότης μηδέν. Τζάμπα οι πράσινοι φακοί επαφής.  Ο Ρέμος τραγουδούσε το «Τι ήμουνα για σένανε, τί ήσουνα για μένανε, καιρός τώρα για να λογαριαστούμε» και δώστου τα ντουμάνια… Όλοι οι νταλκαδιασμένοι και οι πονεμένοι του λεκανοπεδίου εκείνο ειδικά το βράδυ κάπνισαν μια φυτεία  τσιγάρα και τον προυπολογισμό της χώρας σε πούρα Αβάνας, καθότι η κρίση δεν μας είχε χτυπήσει ακόμα και η Αβάνα, τι ήτανε νομίζετε τότε για τον Νεοέλληνα; Ένα πούρο δρόμος ήτανε.

Η αίθουσα  εξαερίζεται μεν,  αλλά τί να σου κάνει κι αυτή η αίθουσα η έρμη  κι ο υπερσύγχρονος εξαερισμός της όταν οι μόνοι που δεν κάπνιζαν εκείνο το βράδυ είμασταν εγώ, κάνα δυό  Αρσακειάδες κι ο Αντωνάκης…κι αυτό γιατί κρατούσε το μικρόφωνο…αλλιώς…

Για να μην τα πολυλογώ, άρχισαν να με τρώνε τα μάτια μου, να με τσούζουν, να κλείνει ο λαιμός μου…αλλά τί να κάνεις, πίνεις το ποτάκι σου και κάνεις υπομονή…Συν που πρέπει να διασκεδάσεις κιόλας. Αυτό πού το βάζεις; Ώπα της. Α, δεν σας είπα κι ένα παράξενο πράγμα με μένα, όπου κι αν βρίσκομαι, όποιος και να καπνίζει, όπου και να κάθεται, ο καπνός του έρχεται και με βρίσκει!  Είμαι δηλαδή σαν ένας κινούμενος απορροφητήρας!

Όταν γύρισα σπίτι μου τα ξημερώματα, τα είδα όλα, για την ακρίβεια δεν έβλεπα τίποτα και έκλαιγα από τον πόνο. Ο ένας φακός κόπηκε μέσα στο μάτι, το οποίο είχε εντελώς στεγνώσει, ο άλλος αγνοείτο και γω είχα μείνει με το ένα μάτι καστανό, το άλλο γαλαζοπράσινο..και τα δύο κατακόκκινα. Σαν να μου έτριβες τον λοβό με γυαλόχαρτο σε κάθε βλεφάρισμα. Ο γιατρός μου είπε πως είχα γραντζουνίσει το ματάκι μου, πως έπρεπε να κάτσω στο σκοτάδι και να κάνω τον πειρατή μέχρι να ηρεμήσει, με πλάκωσε και στις κορτιζόνες και μου συνέστησε να αποφεύγω τα πατάρια, τα ταξί με θεριακλήδες οδηγούς και μου ανακοίνωσε πως  απέκτησα ευαισθησία στο φως, υψηλή  πίεση στο ένα μάτι και κάποιες μέρες απλά  θα έπρεπε να μένω στο ημίφως, σαν την νυχτερίδα αλλά χωρίς το σόναρ.  Πήρε χρόνια να συνέλθω, έχω καιρό να το πάθω αν και ο καπνός πάντα θα μου κάνει κακό και φυσικά εξ αιτίας αυτού του περιστατικού δεν ξαναφόρεσα ποτέ φακούς επαφής.

Και τώρα που ακούω πως στην Θεσσαλονίκη, στην Πύλη του Αξιού, οι καπνιστές είναι όλοι έξω και ο Αντωνάκης τραγουδάει μέσα, πιθανότατα μοναχούλης, πολύ θα ήθελα να είμαι εκεί, στο free of smoke πατάρι και να του τραγουδήσω και γω το:

« Εκατό φορές κομμάτια, έγινα για σένα μια βραδιά, εκατό φορές τα μάτια είπαν φεύγω, μα δεν έφυγα ούτε μιά…»

*Αφιερωμένο στον Ντέιβιντ τον Κόπερφιλντ και τα αμέτρητα μαγικά του δάχτυλα.

Υγιαίνετε.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Τα εν οίκω και εν δήμω, του Δημήτρη Κατσούλα
Μια τρυφεράδα, μια καλημέρα, του Γιώργου Χατζηδιάκου
Η Βάνα δεν το έμαθε ποτέ…, του Σπύρου Ντασιώτη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.