Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Σε είχα προειδοποιήσει βρε καρδιά: να τους αναμένεις τους αδίστακτους, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Κρυμμένη ή καταχωνιασμένη καλύτερα, για να γίνω πιο σαφής κάπου στα έγκατα-ψιλά του ηλεκτρονικού Τύπου κι αυτή υπό μορφή αμυδράς ‘σημειώσεως’!, (για τον έντυπο, ούτε λόγος να γίνεται από όσο παρατήρησα), η είδηση περί αναζωπύρωσης φωτιάς που σιγόκαιε επί διήμερο σε δύσβατο σημείο – με ταχεία όμως την εξάπλωση αργότερα λόγω ευφλέκτων υλικών που συνάντησε στο διάβα της – στην περιοχή Αρτέμιδα. Επόμενο ήταν, σκέφτομαι, όταν όλη η Ελλάδα από άκρη εις άκρη καθημερινά  παραδίδεται στις φλόγες, να  μην αποτελεί πλέον έκπληξη(!) – λες και είναι σούβλα Πασχαλιάτικη στη θράκα – κι εμείς μη δυνάμενοι κάτι το ουσιαστικό να προσφέρουμε, αναμένοντες το αποτελείωμα του καταστρεπτικού της έργου, ν’ αρχίσουμε ξανά να μετρούμε τα καμένα στρέμματα σ’ ένα βομβαρδισμένο τοπίο και με τον πανικό ζωγραφισμένο στα πρόσωπά μας, να στέκουμε αδύναμοι, τρομαγμένοι θεατές: ζώα, αυτοκίνητα, ελαιώνες , πευκοδάση, αμπέλια, σταφίδες, οπωροφόρα, περιουσίες και κόποι μιας ζωής, όλα να μετατρέπονται σε κάρβουνα. 

Καλοκαίρι καιρός είναι, όσα μπουρίνια κι αν φυσούν πάντως τούτη τη φορά, ο κρατικός μηχανισμός ‘πανέτοιμος’ …δηλώνει. Αβίαστα αναρωτιέσαι: λες να συντονίστηκαν επιτέλους μετά τα στραπάτσα που υπέστησαν θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και μια πολεμική Πτέρυγα Μάχης κατορθώνοντας αυτό που ούτε ο εχθρός δεν είναι ικανός να διανοηθεί ότι θα επιχειρήσει επειδή άριστα και εκ των προτέρων γνωρίζει ότι μέσα σ’ ελάχιστο χρόνο θα κονιορτοποιηθεί; Από την άλλη μεριά λέω, ότι έτσι κι αμολήσουν τις μάνικες από δίπλα το αεροδρόμιο ‘Ελευθέριος Βενιζέλος’, δεν υπάρχει περίπτωση να μη την θέσουν υπό έλεγχο και μάλιστα άμεσο. Το πολύ-πολύ, υποθέτω – λόγω των ανέμων που λένε ότι πνέουν στην περιοχή – ν’ ανηφορίσει προς το νεκροταφείο της περιοχής, κατακαίοντας και μερικούς τάφους καθώς και το κοιμητήριο με το οστεοφυλάκιό του. ‘Δεν χάθηκε κι ο κόσμος, τεθνεώτες είναι εξ άλλου, για πράγματα που επιδέχονται επισκευής ή αντικαθίστανται χωρίς να διαταράξουν τον ψυχισμό μας, δεν αξίζει να πικραινόμαστε’, τυχόν αντιτάξει κάποιος! Αλήθεια; Τόσο επιφανειακά εκλαμβάνεται από μερικούς μια πύρινη λαίλαπα όπου στο διάβα της δεν υπολογίζει τίποτα και κανέναν; Υπάρχει κανένας που να κάνει χιούμορ με τη φωτιά, ήθελα να ήξερα!

Κι εκεί που ήμουν έτοιμος να ωθήσω την είδηση στον υπολογιστή προκειμένου να την διαδεχθεί άλλη, μου ζητεί η ιστοσελίδα να ‘εγκρίνω’ ή να ‘απορρίψω’ τα Cookies. Ένας χρόνος μερικών δευτερολέπτων καθυστέρησης στάθηκε ικανός να συνειδητοποιήσω εν τέλει ότι η φωτιά καίει κάτω εκεί στην Ηλεία και όχι στην Αρτέμιδα (Λούτσα) στην περιοχή Αττικής που είχα ο βιαστικός υποθέσει, αλλά στο μαρτυρικό χωριό Αρτέμιδα όπου στις φονικές φωτιές του 2007, τότε που όλη σχεδόν η Ελλάδα είχε παραδοθεί στον πύρινο εφιάλτη, με τα ‘πρωτεία’ να κατέχει η Πελοπόννησος, να ‘παρελαύνει’ γρήγορα . Ας θυμηθούμε εν τάχει τον απολογισμό που άφησε πίσω του αυτός ο πύρινος Αρμαγεδδών τότε: 22 νεκροί στο συγκεκριμένο χωριό και 47 στον νομό Ηλείας, 60.000 αιγοπρόβατα καμένα, 4.5 εκατ. ελαιόδεντρα, 6000 άστεγοι, 1500 σπίτια καμένα, 14 εκκλησίες, αμπέλια, σταφίδες, κηπευτικά και οπωροφόρα στο 80% καρβουνιασμένα κι όσοι επέζησαν απ’ αυτήν την πρωτοφανή καταστροφή προτίμησαν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να πάρουν των ομματιών τους αναζητώντας τόπους προσωρινής διαμονής, ‘Κι έχει ο Θεός…’, είπαν! 

Και μετά από το καταλάγιασμα του πόνου που απαιτήθηκαν μήνες για να ημερέψουν οι κάτοικοι προκειμένου να πεισθούν ότι ‘ξανά το χωριό θα χτιζόταν εξ αρχής’, όπως τους υποσχέθηκαν, άρχισαν σιγά-σιγά οι εναπομείναντες να επιστρέφουν  στα ρημαδιά σπιτικά τους, πειθόμενοι μ’ εκείνη την ανακοίνωση-υπόσχεση της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι θα ανελάμβανε να οικοδομήσει εκ νέου το μαρτυρικό χωριό, γεγονός το οποίο και επετεύχθη μέσα σε ολίγα χρόνια αργότερα. Στο σημείο αυτό, ανάγκη να υπενθυμιστεί – μεταξύ άλλων εκδηλώσεων που έγιναν ανά την επικράτεια τότε με σκοπό την συγκέντρωση χρημάτων για τους πληγέντες– κι εκείνη η κορυφαία συναυλία στο Ηρώδειο Θέατρο τον Σεπτέμβριο μήνα του ιδίου έτους με πολλούς καλλιτέχνες να εμφανίζονται επί σκηνής. Για τον πολυδιαφημιζόμενο όμως λογαριασμό Μολυβιάτη, εις τον οποίον θα συγκεντρώνονταν χρήματα από δωρεές πάσης φύσεως αλλά και με την γενναία συνεισφορά των αποδήμων του εξωτερικού να ενισχύεται αυτός, ουδείς γνωρίζει ποία η τύχη του έκτοτε {«πέραν του αρχικού του φορέα εις τον οποίον ήταν καταχωρημένος ο λογαριασμός Τραπέζης, αυτός υπήχθη εις νέον, αυτόν της ‘Αρωγής Πυρόπληκτρων’ και στην διάθεση οιουδήποτε παρέχονται στοιχία»},  σύμφωνα με τον Τραπεζίτη Στουρνάρα όπως δήλωσε στο Κοινοβούλιο το έτος 2013 ενώ σύμφωνα με τις επίκαιρες ερωτήσεις βουλευτών του πολύπαθου νομού, ούτε αυτά κρίνονται επαρκή ούτε πειστικά με αποτέλεσμα μια συμφορά, ένα κυριολεκτικώς ξερίζωμα και ξεσπίτωμα 16 έτη μετά τον όλεθρο, να μην έχει βρεθεί ακόμη τόσον η αρχή του κουβαριού όσον και οι διαδρομές αυτών των ποσών που και πώς διατέθηκαν.  

Τούτο, πώς να το χαρακτηρίσω; Αναζητώ λέξεις, κι αυτές είναι φτωχές για ν’ αποδώσουν το αίσχος και την ντροπή των αναμεμειγμένων στα πράγματα εκείνης της εποχής αλλά και στους σημερινούς δολοφόνους-εμπρηστές. Ανακύκλωση παλαιών αντιλήψεων να το χαρακτηρίσω με τις μαύρες σακούλες* χρημάτων του κυρίου Δούκα της ΝΔ όπως ο ίδιος  παραδέχθηκε, μοιράζοντας πανταχόθεν προς προσέλκυση ψηφοφόρων επί διακυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή; Ξεφράγκιασμα των ευκόλως πειθομένων και προστρεξάντων στα δύσκολα καταβάλλοντες τον οβολό τους βέβαιοι ότι θα καταλήξει στον κρατικό κορβανά προς ενίσχυση των πυροπλήκτων να το πω ή άγριο δούλεμα και με τις τσέπες γυρισμένες ανάποδα από το συνεχές ξεζούμισμα κάθε πρόθυμου να συνεισφέρει στο κοινό καλό; Να το χαρακτηρίσω ως στέγνωμα των ‘γραναζιών’ της κρατικής μηχανής λόγω ελλείψεως ‘λαδιών’ αντικαθιστώντας αυτά με ζάχαρη, ενθυμίζοντάς μας άλλες σκοτεινές εποχές του Έβρου με κάποιους εγκληματίες στο τιμόνι της χώρας τότε και διεστραμμένους,  να επιχειρείται και σήμερα με τις πυρκαγιές; Δεν θέλω να το διανοηθώ. Πώς, τελικά να το αξιολογήσω, πώς; Ψηλά τα χέρια μου υψώνω κι αδυνατώ να συνεχίσω αναγνώστη, ανήμπορος να το διαχειριστώ,  δηλώνω. 

Μένω ενεός, μετέωρος αισθάνομαι και σε πλήρη σύγχυση συνοδευόμενη με οργή ευρίσκομαι, μη δυνάμενος να εισέλθω στο ερώτημα: πόσο τελικώς απέχει ο αφανισμός από το τετέλεσται; Πόσο ρε αδίστακτοι φονιάδες; 

*Στο βίντεο που ακολουθεί ένας μόνο τίτλος αρκεί: ‘Ποιες μεθόδους μετέρχεται το κόμμα της ΝΔ προκειμένου να επικρατεί κάθε φορά στην πολιτική σκηνή του τόπου’. 

Μια παραδοχή που έγινε 15 έτη αργότερα: 

SHARE
RELATED POSTS
Μεγάλη Πέμπτη, του Μάνου Στεφανίδη
Μια αγκαλιά από το μέλλον, του Γιώργου Χατζηδιάκου
Χνάρια περαστικών σκύλων, του Μανώλη Δημελλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.