ΕΥ ΖΗΝ

Σαββατοκύριακο στο Αγκίστρι, της Ωραιοζήλης Τζίνας Δαβιλά

Spread the love

Σαββατοκύριακο στο Αγκίστρι

Ωραιοζήλη-Τζίνα Δαβιλά

Πίνακας εξώφυλλου: Brent Heighton, Καναδός ζωγράφος

Το τέλος

Ο Θάνος κατέβηκε άκεφα από το πλοίο της γραμμής. Είχε πάρει μαζί του τα ρούχα που φορούσε  και άλλο ένα πουκάμισο, οδοντόβουρτσα και τσιγάρα. Ήθελε να περάσει μόνος εκεί το σαββατοκύριακο. Την προηγούμενη μέρα, το δικαστήριο του είχε κάνει ασφαλιστικά μέτρα, δέσμευση της ακίνητης περιουσίας του, μπλοκάρισμα των τραπεζικών λογαριασμών που αναφέρονταν στο όνομα του. Και επιπλέον είχε υποχρέωση μέχρι την επίσημη δικάσιμο να πληρώνει τα δύο τρίτα του μισθού του στην γυναίκα και τα παιδιά του ως προστατευόμενα μέλη.

Η ιστορία κρατούσε από παλιά. Ο ίδιος ήταν έμπορος έργων Τέχνης με χώρο στο Κολωνάκι περισσότερο από είκοσι χρόνια. Όλα πήγαιναν καλά για τον ίδιο, τη δουλειά του και την οικογένειά του. Εκτός από τη διάθεσή του. Κάτι δεν του άρεσε, κάτι ψυχανεμιζόταν, αλλά αδυνατούσε να το προσδιορίσει. Ξαφνικά ένα μεσημέρι, η καλή του τού λέει: «Θα φύγω τρεις μέρες για να ξεκουραστώ. Όταν επιστρέψω θα ήθελα να έχεις σκεφτεί σοβαρά την πρόταση που θα σου κάνω. Ή βάζεις στην τράπεζα το ποσό που είχα πάρει από τον πατέρα μου, όταν παντρευτήκαμε, πολλαπλασιάζοντάς το επί τα χρόνια που σε ανέχομαι με όλα τα στραβά σου. Στα χρήματα δικαιούχοι θα είναι τα παιδιά κι εγώ. Ή θα σου τα πάρω όλα δικαστικά. Και θα προκληθεί και ζημιά κοινωνική. Εγώ υπ’όψιν την άποψη του κόσμου δεν την παίρνω. Εσένα θα σε πειράξει. Σκέψου και μου λες, την Κυριακή που επιστρέφω».

Δεν το περίμενε τόσο αποφασιστικό το ξέσπασμά της, αλλά δεν τον αιφνιδίασε κιόλας. Του άρεσε που ήταν ανεξάρτητη οικονομικά και δεν τον επιβάρυνε με κανένα έξοδο. Και του άρεσε ακόμα περισσότερο που τεράστιο όγκο των εξόδων του σπιτιού και των παιδιών το κάλυπτε εκείνη. Βολευόταν. Είχε και το μικρόβιο της τσιγκουνιάς, εκτός της κακοτροπίας και της μετάθεσης του βάρος των ευθυνών σε άλλους. Πάντα.

Δεν της έδωσε σημασία, προφανώς, και η Όλγα αποφασισμένη πήγε σε δύο δικηγόρους ζητώντας διαζύγιο. Του το’ χε πει πολλές φορές.

«Δεν θα πάρεις σύνταξη, αν με χωρίσεις», την απειλούσε.

«Στα παλιά μου τα παπούτσια η κωλοσύνταξή σου. Μέχρι που να πεθάνεις εσύ ο αναίσθητος, θα έχω πεθάνει άπειρες φορές εγώ, όπως με τσιτώνεις συνέχεια. Δεν περνώ καλά μαζί σου. Παντρεμένος μου είσαι άχρηστος. Σε διάσταση κερδίζω περισσότερα».

«Αυτή ήσουν πάντα. Συμφεροντολόγα».

«Εσύ μιλάς που επενδύεις μόνο στα μασουράκια σου και τα ντουβάρια; Θυμάσαι κάτι εκτός από λογαριασμούς και χρήματα; Λέω… τα παιδιά σου … ένα ζευγάρι παπούτσια που τους αγόρασες, έστω να τους δώσεις χρήματα για να ντυθούν. Αν δεν ήμουν να καλύπτω ό,τι χρειάζονται, εγώ ακόμα με τα βαπτιστικά τους θα κυκλοφορούσαν. Ξεμπερδεύεις με πενταροδεκάρες, σε ανεχόμαστε με τη μιζέρια σου και βγαίνεις και παραπονούμενος. Άντε πνίξου».

Τέτοια και ακόμα πιο σκληρά λέγονταν και οι σχέσεις τους πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Έτσι η Όλγα είχε ξεπεράσει τον όγκο των ενδοιασμών για το διαζύγιο. Οι δικηγόροι την διαβεβαίωσαν για ό,τι ακολούθησε.

‘Έτσι, το Αγκίστρι θα ήταν η δική του ψαριά, μήπως και βρει για δυο εικοσιτετράωρα την ηρεμία του. Πήγε σε ένα μικρό δωμάτιο που έβλεπε τη θάλασσα. Ήταν χαρισματικό το τοπίο. Γαλήνιο μπλε, με πολύχρωμα νερένια αστεράκια που έπαιζαν με τον ήλιο πάνω στην αμμουδιά. Φόρεσε το μαγιό του και νηστικός κατέβηκε για μια βουτιά. Δίπλα του άπλωσε την πετσέτα του ένα καλοβαλμένο κορίτσι που του ζήτησε φωτιά χαμογελώντας. Της πρόσφερε, αντάλλαξαν δυο κουβέντες και ξαναβυθίστηκε στο πρόβλημά του. «Εσύ θέλεις παιχνίδια τώρα, αλλά ποιος σου κάθεται;» σκέφτηκε.

Αποφάσισε ξαφνικά να νοικιάσει μια στολή δύτη. Αγαπούσε πολύ τη θάλασσα. Ούτε τη θάλασσα φοβόταν, ούτε και το βυθό της. Δεν θυμήθηκε στη ζωή του να έχει ποθήσει περισσότερο να βουτήξει στα νερά της. Ίσως μόνο σε τούτο το θηλυκό να άξιζε να κάνει κάποια θυσία. Ακόμα και τον εαυτό του. Όχι οπουδήποτε αλλού. Μόνο για την θάλασσα.

Αποφάσισε να βουτήξει ξημέρωμα Κυριακής. Αν ήθελε, έφευγε για την Αθήνα την Κυριακή. Αν όχι μπορούσε να μείνει όσο ήθελε στο Αγκίστρι. Αυτός ήταν το αφεντικό. Δεν έδινε σε κάποιον αναφορά. Και στην τελική… ας τους άφηνε λιγότερα.

Το βράδυ πήγε μόνος του σε μια ψαροταβέρνα. Ήπιε δυο μπύρες και πριν πληρώσει για να φύγει, του ήρθε κέρασμα μια τρίτη από τον κοπέλα της παραλίας. Την ευχαρίστησε, την κάλεσε στο τραπέζι του και μίλησαν περισσότερο. Παρατηρούσε πόσο εκφραστική ήταν όταν μιλούσε, πόσο έντονες χειρονομίες έκανε, πόσο πάθος είχε στις απόψεις της και του θύμισε την Όλγα, όταν γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν. Ή τουλάχιστον νόμιζαν πως αγαπήθηκαν. Του είπε πως δούλευε σε ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας, του ζήτησε τον αριθμό του και μετά να κοιμηθούν μαζί. Εκείνος χαμογέλασε. Σκέφτηκε πως θα ήταν ανόητος αν έχανε την ευκαιρία. Πλησίασε να τον φιλήσει και του ήρθε η μυρωδιά της μαστίχας από το στόμα της. Ξαναθυμήθηκε την Όλγα. Στο σπίτι είχε τοποθετήσει σε ένα μικρό ποτηράκι σταγόνες μαστίχας σε ακανόνιστο σχήμα. Αντί για τσίχλα χρησιμοποιούσε αυτά τα μικρά και συμπαγή, κρυστάλλινα δάκρυα . Ανέβηκαν στο δωμάτιό της. Σεξουαλίστηκαν βιαστικά, έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε. Πετάχτηκε κατά τις τέσσερις. Αθόρυβα ντύθηκε, έκλεισε την πόρτα και επέστρεψε στο δωμάτιό του. Ήταν σχεδόν ξημέρωμα. Η χαρά του ήταν να βουτήξει νωρίς στα νερά, προτού ανατείλει για τα καλά ο ήλιος.

Κατέβηκε στην παραλία, άναψε τσιγάρο, το κάπνισε μέχρι γόπας και φόρεσε την στολή. Βούτηξε σαν το χέλι και εξαφανίστηκε. Προχωρούσε, προχωρούσε, προχωρούσε. Κάποια στιγμή αφέθηκε στην αγκαλιά του νερού πάνω στην επιφάνεια την ώρα που ο ήλιος είχε ανατείλει για τα καλά. Έκλεισε τα μάτια και είδε σε ταινία την ζωή του. Την κόρη του από τότε που ήταν μωρό μέχρι τώρα που ετοιμαζόταν για την ορκωμοσία της, του γιού του που ξεκινούσε σπουδές, της Όλγας που χανόταν στη μυρωδιά της. Δάκρυσε και πλημμύρισαν τα μάτια του από νοσταλγία. Τόσα χρόνια χαμένα; Ναι, η Όλγα είχε δίκιο. Ήταν πολύ μίζερος και φιλοχρήματος μαζί τους. Σχεδόν απών. Στις υποχρεώσεις του ήταν η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, το ενοίκιο του σπιτιού της φοιτήτριας. Και ένα λειψό κάθε εβδομάδα super market. Πάντα αγόραζε ό,τι ο ίδιος θεωρούσε χρήσιμο, σπανιότερα τι ήθελαν οι άλλοι. Τα σχολεία, τα φροντιστήρια, τις δαπάνες για τα βιβλία, για τις ανάγκες τους, το ευ ζην, αυτά τα ατελείωτα και συνεχή έξοδα, τα κάλυπτε η Όλγα. Σκέφτηκε πως αν ζητούσε μετανιωμένος συγγνώμη, η Όλγα θα σταματούσε την διαδικασία του διαζυγίου. Δεν το ήθελε και αυτή ουσιαστικά. Ο ίδιος την αγνοούσε επιδεικτικά, όχι μια, αλλά αμέτρητες φορές. Το είχε αποφασίσει. Θα της ζητούσε να τα ξαναβρούν. Θα ζητούσε απ’ όλους τους συγγνώμη. Τι στη ευχή, το αίμα νερό δεν γίνεται. Τα παιδιά του θα τον δέχονταν. Και θα μετέπειθαν και τη μάνα. Στην πραγματικότητα πίστευε ότι η Όλγα τον αγαπούσε βαθιά και ειλικρινά. Σκυλί που γαύγιζε ήταν τόσα χρόνια. Αν μια γυναίκα δεν αγαπά, κλείνει την πόρτα και φεύγει χωρίς εξηγήσεις, μόνο με απαιτήσεις.

Ήθελε να φύγει σήμερα για την Αθήνα. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που δεν άκουσε ότι το δελφίνι της γραμμής Πειραιάς –Αίγινα – Αγκίστρι ερχόταν καταπάνω του. Νόμιζε ότι τα αυτιά του άκουγαν την καρδιά του. Δεν πρόφτασε να δει τον κίνδυνο. Οι έλικες των πέδιλων του υδροπτερύγου άρπαξαν την φιάλη οξυγόνου και τον έσκισαν. Το νερό κοκκίνισε.

***

Η διαθήκη

Η εξόδιος ακολουθία του Θάνου έγινε σε ανοιχτό κύκλο. Η Κολωνακιώτη Αθήνα αποχαιρετούσε τον αγαπημένο της γκαλερίστα. Η Όλγα είχε παγώσει από την εξέλιξη της ζωής της. Τα παιδιά το ίδιο. Αμηχανία, θλίψη, τύψεις, ματαιότητα έβλεπαν παντού. Βλέμματα θολά σαν τα τελευταία δάκρυα συγκίνησης του Θάνου μέσα από τη μάσκα κατάδυσης. Όλα έκλεισαν απρόβλεπτα και με πολύ πόνο.

Ανοίχτηκε η διαθήκη του. Τους άφηνε όλους τους αγαπημένους του πίνακες ως συλλέκτης. Στην Όλγα και στα παιδιά. Τους εξηγούσε σε ποιους και πόσο θα πουληθούν οι πίνακες της γκαλερί. Στα οικονομικά και τα επαγγελματικά του ήταν όλοι τους ανενημέρωτοι. Κι όμως ο Θάνος είχε τακτοποιήσει τα πάντα εν κρυπτώ. Και η σύνταξή του, η γενναιόδωρη σύνταξη του: δικαιούχοι η νόμιμη οικογένειά του.

***

Η αρχή

Πέρασαν δύο χρόνια. Η γκαλερί του Κολωνακίου εξακολουθεί να λειτουργεί με επικεφαλής την Όλγα. Σήμερα, την περιμένει στην είσοδο μια καλοβαλμένη κοπέλα. Την χαιρετά ευγενικά και την παρακαλεί να ρίξει μια ματιά στους πίνακες. Έχει κάτι μυστηριώδες και μελαγχολικό. Τη νπεριεργάζεται με διακριτικότητα. Έπειτα τη ρωτά:

«Γνωριζόμαστε από κάπου;»

Η κοπέλα διστάζει να απαντήσει.

«Μου φαίνεστε πολύ οικεία, αλλά δεν με βοηθά η μνήμη μου. Έχουμε ξανασυναντηθεί…»

«Ναι, απαντά η κοπέλα… στην κηδεία του Θάνου».

«Γνωρίζατε τον Θάνο; Είστε πελάτισσα;»

«Πελάτισσα; Όχι, δεν τον ήξερα και καλά…».

«Δηλαδή;»

«Τον γνώρισα λίγες ώρες προτού συμβεί το δυστύχημα. Στο Αγκίστρι…».

«Α… Και;».

Σιωπή.

«Σας είχε πει κάτι που πρέπει να μάθω;».

«Όχι. Απεναντίας. Δεν είχε διάθεση ούτε για κουβέντα, ούτε για γνωριμίες. Εγώ τον πλησίασα γιατί ένοιωσα πως ήθελα να τον γνωρίσω. Μου προκάλεσε λύπη το πρόσωπό του. Ήταν πολύ θλιμμένος. Τόσο που φοβήθηκα πως ήθελε να απαλλαγεί από κάτι, από κάποιον… Δεν μιλήσαμε καν για σας, τα παιδιά σας, τη δουλειά σας. Ήταν σαν στρείδι, καταλαβαίνετε, κλειστός και απρόσιτος. Μετά το δυστύχημα ρωτώντας έμαθα ποιος ήταν, ποιοι είστε όλοι σας. Συγγνώμη, να σας αφήσω…».

«Γιατί μου τα λες όλα αυτά τώρα; Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω;”.

«… θα ήθελα κάτι δικό του. Μια φωτογραφία του μόνο…».

«Από κάποιον που γνώρισες λίγες ώρες πριν το θάνατό του; Έτσι κάνεις συνήθως…;».

«Μόνο μια φωτογραφία του. Τίποτα άλλο… Για να μην ξεχάσω την εικόνα του. Και να μπορώ να τον περιγράψω στο παιδί μου».

Παρατεταμένη σιωπή. Παιδί;… ποιο παιδί, τι παιδί; Βρε τον Θάνο, παιχνίδια που της έκανε από κει που ήταν… η κοπέλα συνέχισε:

«Να… Μου έδωσε ένα παιδί. Χωρίς βέβαια να το επιδιώξει, χωρίς να το θέλει καν. Χωρίς να ρωτηθεί. Ακόμη κι αν ζούσε, μόνη μου θα το μεγάλωνα».

Η Όλγα αναζήτησε την πολυθρόνα του γραφείου της. Ανέκτησε την ψυχραιμία της και την ρώτησε κοιτώντας ίσια στα μάτια:

«Πες μου τι θέλεις από μένα».

«Σας είπα, μια φωτογραφία του μόνο, αν επιτρέψετε… Μόνο μια εικόνα του… Να μην έχω εκείνη της θλίψης στο μυαλό μου. Δεν θέλω να είναι θλιμμένος στη μνήμη μου. Θέλω να τον φτιάξω αλλιώς… Για το παιδί μου».

Η Όλγα ένοιωσε σκουπίδι. Η ίδια είχε ξεχάσει πόσο τρυφερή και συναισθηματική ήταν κάποτε μαζί του. Τώρα απαλλαγμένη από τα έντονα συναισθήματα και κουρασμένη από τις προσπάθειες που είχε καταβάλλει τα τελευταία χρόνια για την σχέση τους, κάπου- κάπου ζούσε με τις ενοχές που της τροφοδοτούσε το κοφτερό της μυαλό. Ποτέ δεν φαντάστηκε, όμως, όλα αυτά που δεν πρόφτασε να τους πει ο Θάνος εκείνη την Κυριακή. Ούτε φανταζόταν ένα ξενοπήδημα με μια άγνωστη. Κι όμως τα παιδιά της είχαν ένα μικρό αδελφό.

Της έδωσε την φωτογραφία που ζήτησε. Την ρώτησε αν χρειάζεται κάτι άλλο. Η κοπέλα αρνήθηκε. Της θύμισε τον εαυτό της. Περήφανη και πολύ συναισθηματική. Σχεδόν ονειροπόλα και επιλεκτικά ρεαλίστρια. Χαμογέλασε. Ίσως η ίδια να μην ήξερε ακριβώς τι ήθελε στη ζωή της. Βεβαιώθηκε, όμως, για το τι ήθελε ο Θάνος.

Το μεσημέρι κλείνοντας την γκαλερί κατευθύνθηκε προς την πλατεία Κολωνακίου. Κάθισε στο συνηθισμένο τραπέζι, παρήγγειλε ένα ποτήρι λευκό κρασί και ήπιε στην υγεία της κοπέλας που της θύμισε τον συναισθηματικό αυθορμητισμό της. Την ξεχασμένη της Όλγα. Ήθελε να την ξανασυναντήσει. Ίσως να της θύμιζε, γιατί κάποτε ερωτεύτηκε τόσο πολύ τον Θάνο. Ίσως από κει ψηλά που ήταν πια λυτρωμένος να την έδειχνε ότι η σχέση τους, ο γάμος τους, τα παιδιά τους δεν ήταν μια λάθος απόφαση. Ήταν απόφαση ζωής. _

Η Ωραιοζήλη Τζίνα Δαβιλά είναι Θεολόγος με Msc στο ΕΚΠΑ στο τμήμα “Η Θεολογία στον Σύγχρονο Κόσμο” και ειδίκευση “Εκκλησία, διαθρησκειακός διάλογος και διεθνείς σχέσεις”. Έκανε φροντιστήρια μαθήματα στο μάθημα της έκθεσης σε υποψήφιους φοιτητές για δυο δεκαετίες και συνεχίζει να απασχολείται ως αρθρογράφος/ραδιοφωνική παραγωγός/εκδότρια του iPorta.gr. Επίσης, έχει συγγράψει δύο βιβλία: “Δρ Αναστάσιος Πλατής, ο ψυχιάτρος, ο πολιτικός, ο άνθρωπος” (2018, βιογραφία αυτοέκδοση του βιογραφούμενου) και την νουβέλα “Εξομολόγηση σε δέκα πράξεις” (2020, εκδόσεις Φίλντισι, δεν διατίθεται πλέον ο τίτλος). Σήμερα ασχολείται με το διδακτορικό της και κατά καιρούς με την επιμέλεια και συγγραφή βιβλίων ως βιογράφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα και έλκει καταγωγή από την Ανδρίτσαινα και την Τρίπολη. Ζει και εργάζεται, όπου νιώθει ηρεμία και εμπιστοσύνη.

SHARE
RELATED POSTS
27.02.2019 Εσπερίδα για την Μεσαιωνική Πόλη και τα Μνημεία του Δήμου Ρόδου-Πρόγραμμα, Έργα, Στόχοι
Ρόδος, 5 Μαρτίου “Ματωμένα Χώματα” με τον Γρηγόρη Βαλτινό στην αφήγηση. Μουσική παράσταση από τον Δήμο Ρόδου
Πενήντα χρόνια επισκέπτης της Ρόδου ο ποιητής του ορατορίου του Πολιούχου Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου, Δημήτρης Ι.Μπρούχος

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.