
Ο Δημήτρης Κατσούλας είναι συνταξιούχος του Ταμείου Νομικών. Παρουσιάζεται: “Εν συντομία λοιπόν, έχουμε και λέμε: Με καταγωγή από την Μεσσηνία, αποφάσισα εν μέσω Πανδημίας COVID-19, να αποχωριστώ την Ελλάδα και να εγκατασταθώ στο Μιλάνο, βρίσκοντας διέξοδο στις αναζητήσεις μου Μουσική και Θέατρο, όπου παραμένουν οι μεγάλες μου Αγάπες. Μότο ζωής: ΥΠΝΟΣ, Ο ΜΙΣΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ|
Αρχές της δεκαετίας 1960, πιτσιρικάς ων με κοντό τρύπιο παντελόνι στον ποπό, παπούτσια πάνινα διότι οι θρυλικές Ελβιέλες ήσαν πανάκριβες και χρήματα δεν υπήρξαν, αγορασμένα από το παζάρι της Χώρας Τριφυλίας, πωλώντας δυο γουρουνόπουλα και μια κατσίκα, τέτοιο μήνα (Ιούνιο), είχαμε τελειώσει το αλώνισμα των ολίγων σιταριών για τις ανάγκες της χρονιάς, του κριθαριού και της βρώμης, ίσια-ίσια σχεδόν για να εκτρέφουμε το άλογο – επειδή χωράφια πολλά δεν είχαμε στην κατοχή μας –, κι ετοιμαζόμαστε με την μάνα για τις Καλοκαιρινές μας διακοπές, πάντα στο ίδιο σημείο κάθε χρονιά στην θέση «Ποτάμι», ενώ ο πατέρας είχε κλείσει δουλειά για την διάνοιξη του αγωγού ο οποίος – αγωγός – θα μετέφερε νερό προκειμένου να ξεδιψάσουν άνω των είκοσι Κοινοτήτων και Δήμων, αρχόμενος από την πηγή «Παλαιό Λουτρό» με κατάληξη στους Γαργαλιάνους, της επαρχίας Τριφυλίας.
Κατά την μετακόμισή μας έπρεπε να κουβαλήσουμε και όλα μας τα χειμερινά ρούχα (κλινοσκεπάσματα), φορτωμένα στο άλογο κι εμείς πεζή, σαράντα σχεδόν λεπτών απόσταση, για να τα πλύνουμε, να τα φρεσκάρουμε, προκειμένου να είναι έτοιμα για τον επερχόμενο χειμώνα. Την ιδία τακτική ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι συγχωριανοί, περίπου τριάντα πέντε φαμελιές τότε. Κι αυτό γινόταν επειδή το νερό ήταν άφθονο κυλώντας στο αυλάκι, επιτρέποντάς μας να έχουμε και τους μπαξέδες μας, τα περιβόλια μας, και τα καλαμπόκια μας, με όλα τα καλά που μας παρείχε η φύση φυτεμένα. Και η ξύλινη παράγκα μας με χόρτα σκεπασμένη αντί κεραμίδια, άστραφτε από καθαριότητα.
Υπόψη ότι οι διακοπές μας διαρκούσαν τουλάχιστον δυο μήνες τότε, και όχι μερικές ημέρες όπως σήμερα, κι αυτές λόγω οικονομικών δυσπραγιών κατέληξαν αδύνατες να επιτευχθούν, σε ένα ποσοστό συνανθρώπων μας που αγγίζει το 40% plus. «Νεκρούς μήνες» τους ονομάζαμε, επειδή οι έγνοιες μας ήσαν λίγες και συγκεκριμένες: το πλύσιμο των ρούχων, η φροντίδα των περιβολιών μας, η συλλογή των καλαμποκιών και το ράβδισμα των καρυδιών μας. Τα φρούτα δε εν αφθονία, από μούσμουλα κι αχλάδια μυρωδάτα έως καλαμπόκια στη θράκα που ψήναμε τα βράδια όλοι μαζί οι συγχωριανοί, με το γλέντι και τα πειράγματα – παρά τη φτώχεια μας – να κατέχουν την πρώτη θέση. Στα αλώνια που απλώναμε τα καλαμπόκια για να τα «ψήσει» ο ήλιος πριν πάρουν την άγουσα για το τσουβάλιασμα, πάντα αφήναμε χώρο για τα νυχτερινά μας παιχνίδια, κυρίως το κρυφτό και τα νυφοπάζαρα, προσφιλή μας πάντα, καθότι, αν και πιτσιρικάδες, με το έτερον φύλο, τα κοριτσόπουλα δηλαδή, όλο και κάποια φιλιά στα κλεφτά, ανταλλάσαμε στο σκοτάδι.
Τα μεσημέρια μας τα περνούσαμε πότε κάτω από τον ίσκιο των καρυδιών ή των πλατανιών, τις περισσότερες όμως φορές τα περνούσαμε με μπάνιο πότε στις λίμνες του ποταμού Βελίκα, πότε στην νεροτριβή του μυλωνά όπου γινόταν χαμός διότι του σπάζαμε το φράγμα που είχε κάνει για την «αναζωογόνηση» των κιλιμιών, των φλοκάτων, των χειροποίητων χαλιών στον αργαλειό, κι άλλοτε ξαπλωμένοι με τις ώρες μέσα στο αυλάκι όταν οι ζέστες ήσαν ανυπόφορες, εμμένοντες πεισματικά να φορούμε καπέλο επειδή το θεωρούσαμε βάρος και υπερβάλλον, με την δικαιολογία ότι επισκίαζε την …γοητεία μας.
Χρόνια ανέμελα, χρόνια ξένοιαστα, χρόνια πολύχρωμα από κάθε πλευρά, τόσο στην πραγματικότητα όσον και στα όνειρά μου μέχρι σήμερα, με μόνη την έγνοια όμως όταν τέλειωναν οι διακοπές μας και επιστρέφαμε στο χωριό διότι θα άνοιγαν τα σχολεία, θα έπρεπε να διάλεγα ποιο παντελόνι θα προτιμούσα να φορούσα: εκείνο που είχε τα μπαλώματα στα γόνατα ή του άλλου που τα έφερε στον ποπό, όπως μου έλεγε η μάνα μου. Και… φυσικά, στην δεύτερη επιλογή κατέληγα ως «έξυπνος» που δήλωνα😂.
Το δικής μας πάντως παραγωγής σαπούνι, ακόμα τσούζει στα μάτια μου με το οποίο με έλουζε η μάνα μου, καθώς και το δεύτερο σημάδι στο δεξί μου φρύδι όπου άθελά της μου προξένησε επειδή αρνήθηκα να της μαζέψω τα πλυμένα ρούχα που είχε απλωμένα επάνω στα βάτα για να στεγνώσουν (το προηγούμενο είναι από πετριά φίλου, το ευτύχημα είναι ότι καλύπτονται από τα «παχιά» μου φρύδια), σημάδεψαν και καθόρισαν μια εποχή που δεν θα ξανά επανέλθει, την οποία – θέλω να πιστεύω – πολλά παιδιά σήμερα θα την αναζητούσαν.