Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ο Ζβουπ και το Πολυτεχνείο, του Νίκου Σταθόπουλου

Spread the love

Νίκος Σταθόπουλος

Το ’73 πήγαινα Γυμνάσιο, Ασκληπιού και Αραχώβης, στη Νεάπολη, σ’ ένα κτίριο που τώρα είναι κατειλημμένο, αν δεν το έχει πρόσφατα αδειάσει η αστυνομία σε κάποια από τις εφόδους της. Μερικά τετράγωνα παρακάτω, τα Εξάρχεια και τρεις γωνίες πιο πέρα, το Πολυτεχνείο.

Πηγαίναμε φροντιστήριο τότε, οι περισσότεροι από το σχολείο θέλαμε να μπούμε στο Πολυτεχνείο. Οι παλιότεροι συμμαθητές μας είχαν ήδη μπει, τις προηγούμενες χρονιές. Τα γεγονότα που διαδραματιζόντουσαν εκείνες τις μέρες μας άγγιζαν περισσότερο από άλλους, μας αφορούσαν προσωπικά. Αύριο θα ήμασταν κι εμείς φοιτητές. Οι περισσότεροι, εξάλλου, ήμασταν πονηρεμένοι. Κάτι τα γεγονότα της Νομικής, μερικούς μήνες πριν, που ήταν κι αυτή πέντε τετράγωνα από το σχολείο, προς την Ακαδημία, κάτι να ακούμε κρυφά τα τραγούδια του αγώνα, του Θεοδωράκη, που τα έπαιζαν γύρω από τις φωτιές με κιθάρες στις παραλίες οι φοιτητές το προηγούμενο καλοκαίρι, κάτι οι μισές κουβέντες στις πρωϊνές κοπάνες, κάτι η συναυλία του Ξαρχάκου στη Λεωφόρο, πολλοί αισθανόμασταν ότι είμαστε αντίθετοι. Δεν χωνεύαμε τον ολοκληρωτισμό κι ας ήταν, για κάποιους, μόνο γιατί μας επέβαλε να έχουμε κοντά μαλλιά. Ήμασταν έφηβοι και, όπως είχε πει στα νιάτα του ο Κον Μπετί, πριν κάνει καριέρα στην πολιτική, ζεις πιο όμορφα όταν είσαι επαναστάτης.

Το πρωί της 17ης, στο σχολείο μας, στην συντηρητική Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή, συνέβη κάτι ανήκουστο: Στην πρωϊνή προσευχή, έτυχε να είναι υπεύθυνος ένας ιδιόρρυθμος φιλόλογος, που είχε το παρατσούκλι Ζβουπ. Ήταν ένας τύπος που φορούσε κουστούμια σκούρα, μόδας του μεσοπολέμου, με το παντελόνι να του φτάνει ως το στέρνο. Μιλούσε μια αρχαΐζουσα διάλεκτο και απαιτούσε να καταλαβαίνουμε τα αρχαία κείμενα από το πρωτότυπο. Κάποια μέρα κατέσχεσε ένα μαθητικό βοήθημα – μια μετάφραση – και απευθυνόμενος στον απουσιολόγο, του είπε: ‘ύπαγε εις τον φοριαμόν και κόμισε το ρυπαρόν βδέλυγμα ον θα ανεύρης…'”. Κουρευόταν με χιτλερικό στυλ μιλιταίρ, με έναν σβέρκο ως τα αυτιά. Το Ζβουπ, αντιστοιχούσε στον ήχο της ζβουριχτής φάπας που θέλαμε να δώσουμε σε αυτόν τον προκλητικό σβέρκο. Μετά την προσευχή λοιπόν, εκείνη τη μέρα, αντί τα παιδιά της τελευταίας τάξης να αρχίσουν να μπαίνουν στο σχολείο, όπως κάθε πρωΐ, άρχισαν όλα μαζί να τραγουδάνε τον εθνικό ύμνο και, σε παράταξη, το ένα τμήμα μετά το άλλο, να βγαίνουν από το σχολείο, για να πάνε στο Πολυτεχνείο. Τους ακολούθησε η προτελευταία τάξη σχεδόν ολόκληρη και η μισή προηγούμενη. Ο δυστυχής Ζβουπ, στο άκουσμα του εθνικού ύμνου, είχε σταθεί προσοχή, ανήμπορος να κινηθεί και να προσπαθήσει να σταματήσει το σχολείο, που έβλεπε, κατακόκκινος από οργή, να φεύγει μπροστά στα μάτια του σύσσωμο, να πάει συμπαρασταθεί στους ‘ανατρεπτικούς’, που ήταν κλεισμένοι στο Πολυτεχνείο.

Πολύ αργότερα καταλάβαμε, ότι εκτός από ελευθερία, τότε αναζητούσαμε την αδρεναλίνη της έντασης και την εμπειρία του διαφορετικού. Πολύ αργότερα επίσης συνειδητοποιήσαμε, ότι η ξύλινη ακινησία του Ζβούπ εκείνη τη μέρα, ήταν παβλόφιο εξαρτημένο αντανακλαστικό, όχι μόνο αγνή και άδολη τιμή στο εθνικό σύμβολο.

Εκείνο το βράδυ, αρκετοί από μας ξαναβρέθηκαν στο πεδίο της σύγκρουσης και ζήσαμε την ασύλληπτη εμπειρία των τάνκς. Το επόμενο πρωΐ, οι περισσότεροι ήμασταν στο σχολείο, γινόταν, βλέπεις, ακόμα μάθημα και τα Σάββατα. Οι καθηγητές δεν μας άφηναν να βγαίνουμε στα παράθυρα, ακουγόντουσαν αραιοί κρότοι, μάλλον πυροβολισμοί. Μερικοί θαρραλέοι, αποφάσισαν να φύγουν και να πάνε για μπάλα στο Πεδίο του Άρεως, που δεν πηγαίναμε ποτέ, ώστε περάσουν από το πεδίο της μάχης και να δουν τι γίνεται. Ένας τους, έφαγε μια σφαίρα και έγινε στα κρυφά ο ήρωας του σχολείου.

Από αυτή τη γενιά, το σχολείο μας δεν έβγαλε υπουργούς και δεν νομίζω ότι αυτό οφείλεται στο ότι ήμασταν μικρότεροι σε ηλικία από τη Δαμανάκη και τους άλλους. Γιατί, πολιτικοποιημένοι, είμασταν. Την άλλη χρονιά, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ο διευθυντής μας φώναξε και μας είπε να είμαστε προσεκτικοί, γιατί, όπως τον πληροφόρησαν από την ασφάλεια, μαζευόμασταν στο παρκάκι του Αγ. Νικολάου, απέναντι από το σχολείο και διαβάζαμε αριστερά έντυπα. Μαθητική φωνή, Μαθητικό κόσμο, Αυγή, Ριζοσπάστη, Λαϊκούς αγώνες. Σύμφωνα με ανεπίσημες εκτιμήσεις, από τους 161 της φουρνιάς μου, μόνο καμιά εικοσαριά δεν πέρασαν αργότερα, κάποια στιγμή, έστω για ένα φεγγάρι, από τον Ρήγα, την ΠΑΣΠ, την ΚΝΕ ή την ΑΑΣΠΕ. Η αριστερά όμως, τότε, δεν ήταν αυτό που έγινε αργότερα. Τότε έλεγε ‘πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα‘. Εκ των υστέρων έχω την εντύπωση, ότι ο κύκλος μας είχε άλλο ήθος, άλλα ιδανικά, άλλες φιλοδοξίες, άλλες ικανότητες. Με βεβαιότητα ξέρουμε σήμερα, ότι εκείνοι οι πρωταγωνιστές του Πολυτεχνείου που διοίκησαν την Ελλάδα αργότερα, ο ανθός υποτίθεται, δεν ήταν και τόσο άξιοι. Ίσως φταίει κι αυτό, που η πατρίδα μας βρίσκεται εκεί που είναι σήμερα.

Τώρα πια έχουμε καταλάβει όλοι, ότι στην Πολιτική, όπως εφαρμόστηκε στην πατρίδα μας μετά την μεταπολίτευση, ηγεμόνευσε η κοντόφθαλμη σκοπιμότητα. Κανένας ρομαντισμός, κανένας οραματισμός, κανένας συναισθηματισμός. Συνθήματα όπως ‘ψωμί και τριαντάφυλλα’, απευθύνονται μόνο στο συναίσθημα και είναι χρήσιμα για να μαζεύεις ψήφους, όμως μετά, ο ωμός πραγματισμός τα συνθλίβει.

Αλλά, πάλι, τι είναι η ζωή μας χωρίς συναίσθημα; Τι είναι, χωρίς παραμύθι, χωρίς όνειρο;

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Ζητούνται “Υπεύθυνοι-Ανεύθυνοι”!, του Γιώργου Σαράφογλου
Οι μετανάστες, ο Ροβινσώνας και η ξένη πατημασιά, του Πάνου Μπιτσαξή
Η πάντα επίκαιρη ανοιχτή επιστολή στην κυρία Μπέττυ Μπαζιάννα, του Μάνου Στεφανίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.