Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ο γεράκος μου…, της Ιωσηφίνας Τσουμπή

Spread the love

Η Ιωσηφίνα Τσουμπή είναι απόφοιτος της Γαλλικής και Ελληνικής φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγήτρια Γαλλικών και την τελευταία εικοσαετία εκτελεί φιλανθρωπική εργασία συμβάλλοντας στην σίτιση άπορων οικογενειών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Το βιβλίο της “Η νύφη της απέναντι πολυκατοικίας” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΑΝΟΙΑ. 

Πριν λίγες ημέρες και μετά από μια εβδομάδα γεμάτη υποχρεώσεις , αποφάσισα να περάσω 3 ημέρες στο εξοχικό σπίτι μιας καλής μου φίλης. Το σπίτι είναι  κοντά στη θάλασσα , σε μια από τις υπέροχες παραλίες της Αττικής.

Ξεκίνησα γεμάτη κέφι νωρίς το απόγευμα και χαιρόμουν στη διαδρομή , ξέροντας ότι θα περάσω καλά όπως πάντα σ’ αυτό το σπίτι. Δεν πήγαινα με μεγάλη ταχύτητα, σιγοψιθύριζα τα τραγούδια που άκουγα στο ραδιόφωνο και παρατηρούσα το τοπίο λες και το έβλεπα για πρώτη φορά.

Κάποια στιγμή βγήκα στον παραλιακό δρόμο, δεξιά μου η θάλασσα, ήρεμη, καταγάλανη, με τις ακτίνες του ήλιου να αστράφτουν πέφτοντας σε λωρίδες πάνω στο απόλυτο γαλάζιο! Περήφανη και αναιδέστατη μέσα στην ομορφιά της η θάλασσα ένιωσα πως με καλούσε κι απαιτούσε να μην την προσπεράσω χωρίς να την επισκεφθώ! Κατάλαβα πως δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ, η θέα της με τραβούσε σαν μαγνήτης, εκτός αυτού όλα συνηγορούσαν στο να αποφασίσω την βουτιά, μια θέση για  παρκινγκ ξαφνικά άδεια,  ένα αποδυτήριο δίπλα για το μαγιό, λίγος κόσμος, μηδέν ξαπλώστρες…Τρέχοντας σχεδόν βούτηξα…η αγκαλιά της θάλασσας γλυκιά και παρηγορητική με δέχθηκε απλά, όπως απλά αγκαλιάζει η μάνα το παιδί της.

Έμεινα ξαπλωμένη και γλυκαμένη στο δροσερό νερό, όταν άκουσα μια γυναικεία φωνή στο ένα μέτρο από εμένα να μου μιλάει σαν να με γνώριζε από πάντα!

– Είναι ήρεμη τώρα, το πρωί είχε πολύ κύμα…

-Είναι όμορφα, απάντησα…

Ήταν μια κυρία, όχι πολύ νέα, μα ούτε και πολύ μεγάλη σε ηλικία, φορούσε γυαλιά και καπέλο, έτσι δεν μπορούσα να ξεχωρίσω την μορφή της …

Συνέχισε να μου μιλάει  αργά,  λιτά με προσεγμένες λέξεις. Έλεγε για τον καιρό και την κλιματική αλλαγή, για  την πολιτική, για κάποια δυσάρεστα ή και ευχάριστα κοινωνικά γεγονότα των τελευταίων ημερών στην Ελλάδα…

Ανέφερε κάθε γεγονός σε μια φράση απλή, χωρίς  να πλατειάζει, σταματούσε για λίγο και μετά συνέχιζε στο άλλο θέμα…

Της απαντούσα σχεδόν μονολεκτικά, αλλά δεν νομίζω ότι περίμενε κάποια απάντηση μου, ήθελε απλώς να μιλήσει!

Για εμένα που είμαι λιγόλογος άνθρωπος κι αντιπαθώ τους φλύαρους, ήταν μεγάλος ο χώρος και ο χρόνος που της έδωσα…ήξερα όμως γιατί το έκανα…

Συνέχισε να μιλάει με τις γνωστές μικρές παύσεις της …

Δεν με ρώτησε τίποτα για εμένα, για τη ζωή μου, δεν ήταν περίεργη, ούτε είπε κάτι για τη δική της ζωή, ήθελε μόνο να μιλήσει, αλλά το έκανε με μια αξιοπρέπεια  που σε καθήλωνε και δεν σου έδινε το δικαίωμα να την λυπηθείς, ούτε σε άφηνε να θεωρήσεις ότι είναι πνιγμένη στη μιζέρια…

Κάποια στιγμή, τρία τέταρτα πια μέσα στη θάλασσα, αποφάσισα να βγω.

Της το είπα, δεν της είπα ότι με περιμένει η φίλη μου, υποψιάστηκα ότι εκείνη δεν την περίμενε κανείς…

-Να πας στο καλό κορίτσι μου και να ξέρεις…είσαι έκτακτη!

Πόσο ξεπερασμένη μα και πόσο τρυφερή έκφραση!

Δεν μου είπε ευχαριστώ για την παρέα, ευχαριστώ που της έδωσα την ευκαιρία να μιλήσει, είπε μόνο αυτή τη λιτή πρόταση.

 

Ήρθε η ώρα τώρα να εξηγήσω την γεμάτη επιείκεια αντίδραση μου στην κατ ‘άλλους ενοχλητική αυτή γυναίκα…

Ήμουν στην ηλικία των 18 χρόνων και στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου. Έχοντας την πρώτη ώρα μάθημα,  στις 8.00 δηλαδή, περιμένω πολύ πρωί στη στάση του  λεωφορείου.  Το σπίτι μου είναι κοντά στο νοσοκομείο Αγία Όλγα και η στάση ακόμα πιο κοντά στο συγκεκριμένο νοσοκομείο.

‘Οπως περιμένω, νιώθω μια παρουσία δίπλα, γυρίζω και βλέπω κοντά μου έναν γεράκο…γεράκος; ή καταπονημένος και γερασμένος πρόωρα από μια δύσκολη ζωή; Ήταν μέτριος στο ανάστημα πολύ συμπαθητικός, φτωχικά ντυμένος και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα.

Πνιγμένος στους λυγμούς άρθρωσε μια πρόταση γεμάτη απελπισία…

-Αχ ! κοπέλα μου κακό που με βρήκε , έφερα τη γυναίκα μου στο νοσοκομείο γιατί πονούσε και οι γιατροί μου είπαν ότι έχει κάτι άσχημο η καρδιά της. Μου είπαν  ότι δεν είναι καλά, αλλά να μην μείνω στο νοσοκομείο και να έρθω πάλι το απόγευμα. Τι θα κάνω κοπέλα μου αν την χάσωq Δεν μπορώ χωρίς αυτήν, Χριστέ μου, τι συμφορά!

Με κοιτούσε με μια συντριβή που με άφησε άφωνη…

Τον κοίταξα και ψέλλισα…” Λυπάμαι “…

Η νιότη των 18 χρόνων μου δεν ήξερε τι άλλο να πει σε μια συμφορά που της αποκαλύπτεται!

Η νιότη των 18 χρόνων μου δεν ήξερε από πόνους και απώλειες!

Η νιότη των 18 χρόνων μου δεν ήξερε πως να διαχειριστεί μια κατάσταση συντριβής κάποιου, δεν ήξερε ποια λόγια συμπαράστασης έπρεπε να πει, δεν ήξερε να δείξει πόσο λυπάται!

Ήρθε το λεωφορείο, μπήκα γρήγορα και προχώρησα μπροστά φοβούμενη μην έρθει κοντά μου ο συντετριμμένος γεράκος μου και συνεχίσει να κλαίει, ενώ ήμουν γεμάτη ντροπή για τα λόγια που δεν θα ήξερα να του πω!

Η νιότη των 18 χρόνων μου δεν ήταν σε θέση να καταλάβει ότι ο γεράκος μου  δεν ήθελε λόγια συμπαράστασης , ήθελε μόνο να να εκφράσει τον πόνο του και τον φόβο του για την απειλούμενη απώλεια της πολύτιμης συντρόφου του!

Δεν πήγα την πρώτη ώρα στο μάθημα τελικά, κάθισα σε κάτι σκαλάκια  σε παρκάκι δίπλα πανεπιστημιακό κτίριο κι άρχισα να κλαίω. Έκλαιγα πρώτα για τον γεράκο μου κι έπειτα για την ελλειπτική και παθητική μου συμπεριφορά σε έναν πόνο που μου αποκαλύφθηκε, από έναν άνθρωπο, μόνο προφανώς, που ήθελε να μοιραστεί με κάποιον την συμφορά που έβλεπε να έρχεται.

 

Η εικόνα του γεράκου με στοίχειωνε για αρκετά χρόνια, νομίζω ακόμα με πονάει..

Ωριμάζοντας σε ηλικία πήρα μια απόφαση …

Να αφήνω να μου μιλάει κάποιος γνωστός ή άγνωστος – αφού διαπιστώσω ότι δεν υποκρύπτει κάτι πονηρό ή ανάρμοστο αυτή η αναζητούμενη συνομιλία. Να ενθαρρύνω να βγάζει κάποιος από μέσα του τον πόνο και την μοναξιά, να του δίνω την ευκαιρία να επικοινωνεί έστω και για λίγη ώρα…είναι ανάγκη, είναι γέμισμα κενού, έστω και ολιγόλεπτο.

Διότι αυτή η ευκαιρία επικοινωνίας  μπορεί να μην έχει μόνο σαν αίτιο την μοναξιά ή τον πόνο ή την συμφορά , μπορεί να έχει αίτιο  κάποιο γεγονός που τυραννάει κάποιον, που τον καταδυναστεύει και δεν έχει το κουράγιο ή την ανάγκη να το εκμυστηρευτεί σε κάποιον δικό του.

Να τον ακούω, αυτό θέλει όποιος ψάχνει παρηγοριά.

Θα πρότεινα να ακούμε  με λιγότερη αυστηρότητα , να παρηγορούμε με λίγα λόγια, ίσως έτσι κάνουμε τον σταυρό που σηκώνουν λίγο ελαφρύτερο…

SHARE
RELATED POSTS
Πόσο πιο απλά να σου τα πω;, του Δημήτρη Κατσούλα
Θανάτωι* Θάνατον… (Μ. Δευτέρα), του Μάνου Στεφανίδη
Μέσα από τα δικά μου μάτια η Ελλάδα, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.