Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Νυχτώνει ξανά τόσο πολύ…, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη

Spread the love

Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης  είναι Απόφοιτος Κλασικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ,  καθώς και του Kings College και Birkbeck College του Πανεπιστημίου τού Λονδίνου. 

    Νύχτωσε νωρίς πάλι. Καθισμένος, μόνος, μέσα στη σιγαλιά της περασμένης ώρας άρχισε, δίχως να το συνειδητοποιήσει αμέσως, ν’ αναμετρά τ’ άρρητα νεύματα της σιωπής ολόγυρά του. Χρόνια τώρα -πόσα, αλήθεια;-, χρόνια στο συμβατικά προσδιορισμένο αργοκύλισμα του Καιρού, είχε επιλέξει να γίνει ένας αφοσιωμένος αυτοδίδακτος, ένας σπουδαστής των συλλαβών που βγαίνουν απ’ το αλφαβητάρι της νυχτερινής Σιωπής, αυτής της ετεροζυγωτικής δίδυμης αδερφής της Μοναχικότητας. Η Σιωπή και η Μοναχικότητα, οι δυο θελκτικές κόρες της Μοναξιάς κάθε φορά που εκείνη σμίγει κρυφά με τον Καιρό, τον αυστηρό, τον άκαμπτο πατέρα.

    Η Σιωπή, γι’ αυτόν, είχε πάντα το πιο σαγηνευτικό βλέμμα. Το πιο εκφραστικό, και τόσο γεμάτο υποσχέσεις. Τον γαλήνευε και τον ανακούφιζε. Η Μοναχικότητα έμοιαζε πάντα η πιο εσωστρεφής, η προσηλωμένη στη γονιμότητα του στοχασμού. Θα ’λεγες πως συχνά απέφευγε να τον κοιτάξει, και τον ανάγκαζε να την αναζητά επίμονα, όπως έκανε τόσα χρόνια ίσαμε σήμερα, από τότε που συνέβη να στεγνώσει σ’ ένα μονάχα φθινόπωρο μέσα του η Νιότη. Από τότε την αναζητούσε σαν εραστής, μα καθόλου ανυστερόβουλος· με μιαν ευσχήμως κρυμμένη ανάγκη αυτοπαραίτησης.

    Κι όταν τελικά, μετά από τόσον ανομολόγητο αγώνα, μετά από τόσην αγωνία (ποτέ δεν είχε μιλήσει γι’ αυτά σε κανέναν, παρά μόνον γράφοντας, και σκίζοντας κατόπιν τα πιο πολλά απ’ όσα είχε γράψει) εμπρός στην ξηρότητα του κόσμου, απέναντι στη στειρότητα της σκέψης και τη ρηχότητα της πράξης των ανθρώπων, σ’ αυτόν τον ανελεήμονα συναγελασμό τους, την βρήκε, κοιμήθηκε μιαν ολόκληρη εποχή μαζί της. Μιαν εποχή που δεν ήταν παρά ένας μόνος χτύπος της πονεμένης καρδιάς του. Και στο πρώτο φως της νέας του ζωής, όταν άνοιξε τα μάτια μετά το ερωτικό αγκάλιασμα, ένιωσε πόσο γλυκόπικρο τού δόθηκε το βελούδινο άγγιγμα των χειλιών της.

    Αργά, πολύ αργά κατάλαβε πως η λαβωμένη απ’ την αλήθεια του κόσμου ψυχή, κάθε ψυχή που αξιώνεται αυτήν την Γνώση και αντέχει να τη βαστάξει, να τη σηκώσει στους ώμους της, έχει, σαν Νέμεση-Μοίρα όπως το είπε ο Ποιητής, μια μόνον διαφυγή. Άλλοι ίσως να ’λεγαν «καταφυγή», αφού θαρρούν τη λευτεριά μια καταδίκη. Να στέκει στην πιο αψηλή βίγλα κοιτάζοντας, πέρα κι από την ελπίδα (χωρίς όμως και να την απαρνιέται τελεσίδικα), ολόγυρα τις εσχατιές της Ύπαρξης.

    Συλλογίστηκε τη μέρα που είχε περάσει. Ογδόντα χρόνια πριν σαν σήμερα, ένα ορόσημο που έμοιαζε απροσέγγιστο πια, εκείνου του μεγάλου Αγώνα, πέρα από κάθε υπεκφυγή, για την Ελευθερία. Τ’ άρρητα νεύματα της σιωπής ολόγυρά του σαν να πύκνωσαν με μιας. Έσμιξε λίγο τα φρύδια καθώς έκλεισε τα μάτια, θέλησε να δώσει ειρμό στη ροή θραυσματικών σκέψεων.

    Είναι δυνατό το Θαύμα; Να γίνεσαι βιγλάτορας στις εσχατιές της Ύπαρξης κάνοντας πράξη Νίκης το Αδύνατο, να δαμάσεις τον Θάνατο, ορμώντας ολόκληρος καταπάνω του; Και με τη Θυσία να τον ξεπερνάς. Ο Θάνατος έχει δύναμη μόνον αν τον αφήσεις να σε υποτάξει. Να μάχεσαι πέρα από την απελπισία και από την ελπίδα, πέρα από την περατότητα του ανθρώπου. Αυτή είναι η γενναία προσταγή στον πιο τίμιο αγώνα. Μη ρωτάς, μη φοβάσαι, πολέμα, προχώρα ασταμάτητα. Κι αν δεν μπορέσει κάποια στιγμή το σώμα ν’ αντέξει, η ψυχή πάντα θα μπορεί. Το σώμα είναι δεμένο με τον κόσμο, είναι υποτελές στο ανηλεές πέρασμα του χρόνου. Η ψυχή όμως είναι -πάντοτε- μια ποιήτρια του Αιωνίου.

    Σήμερα, τώρα, τούτη τη στιγμή, ένιωσε μέσα του, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, πιο ζωντανό από άλλοτε αυτό το λυτρωτικό βάρος του μεγάλου Χρέους. Πολύτιμο κληροδότημα εκείνου του άλλου καιρού, όταν είχε σημάνει για μια ακόμα φορά η ώρα της σκληρής αναμέτρησης με το Σκοτάδι σαν ρίχτηκε πάνοπλο με «υπεροψία και μέθη» και αρματωμένη δύναμη να υποτάξει το Φως. Βαριά κληρονομιά η μεγάλη Θυσία, και πρέπει να έχεις πολλή δύναμη και τιμιότητα και αφιλοκέρδεια στην καρδιά σου, για να μην την προδώσεις.

    «Τι έκαμα εγώ, τόσα χρόνια; Τι κάμαμε όλοι εμείς, ίσαμε σήμερα;» Είναι κάποια ερωτήματα που αντέχεις μόνο να τα συλλογιστείς. Μέχρι εκεί. Ακόμα και να τα ψιθυρίσεις, δοσμένος ολόκληρος στη σιωπή της νυχτιάς, δίχως τον κίνδυνο ν’ ακουστείς, δεν το μπορείς. Δεν το αποτολμάς.

    Άνοιξε αργά τα μάτια του μέσα στο μισόφως που απλωνόταν απαλό από τη λάμπα του γραφείου του απέναντι από εκεί όπου καθόταν. Το δωμάτιο ολόγυρα ήταν γεμάτο σκιές. Ένιωσε τα βλέφαρά του βαριά. Θα ’χε περάσει η ώρα…

    Ίσως σε λίγο, τουλάχιστον απόψε, να ερχόταν η λύτρωση του ύπνου. Ο δίδυμος αδερφός του θανάτου, όπως τον λέει ο Ποιητής στην Ιλιάδα του. Το μόνο βέβαιο στη ζωή είναι πως ο Θάνατος έρχεται πάντοτε. Άλλοτε στην ώρα του, όπως αυθαίρετα εκείνος την ορίζει, κι άλλοτε πάρωρος, όπως περήφανα το ορίζει η ψυχή του ελεύθερου Ανθρώπου.

    Σηκώθηκε από την μικρή πολυθρόνα όπου καθόταν τόσην ώρα, κοίταξε μέσα στο μισοσκόταδο τη βιβλιοθήκη. Άπλωσε το χέρι, χάιδεψε τις ράχες μερικών βιβλίων. «Το πιο οικείο άγγιγμα που μού έχει επιτραπεί», σκέφτηκε με μιαν ακύμαντη ηρεμία μέσα του. Το βλέμμα του έπεσε πάνω σε έναν καλαίσθητο τόμο και, σχεδόν από παρόρμηση που δεν έμοιαζε  να ’ταν δική του, τον τράβηξε από το ράφι και τον άνοιξε σε μια σελίδα, έτσι τυχαία.

    Η απόφαση αφέθηκε στην ευγενική πρόνοια της στιγμής. Πόσες φορές δεν ανοίξαμε ένα βιβλίο και, σαν να ήταν ήδη καθορισμένο, βρήκαμε μια πρόταση, έναν στίχο, μια φράση, που έκλειναν μέσα τους, σε μιαν όσο δυσεπίτευκτα πλήρη νοηματική αυτονομία, όλη την αλήθεια που είχαμε ανάγκη να μας δοθεί, που ζητούσε η μέσα μας δίψα,  η φλογισμένη από τη σιγή, και από την πίκρα των σκυμμένων ανθρώπων και του σκαιού κόσμου;

    Διάβασε σιωπηλά σκόρπιους τους στίχους:

«… εκεί γονάτισα κι εγώ και προσευχήθηκα κι έβαλα τάμα τη ζωή

μου…»

«… το μέγα φωτοστέφανο της πλέον απέλπιδης

αντρείας…»

«… εκεί διδάχτηκα τα μεγαλόπρεπα ελεγεία φθινοπωρινών ηλιογερμάτων…»

«… δεν έχει θέση ο θάνατος σε τούτα ’δω τα μέρη…»

«… πηγάδια μυστικά της νύχτας με δυο φούχτες μαύρα διαμάντια…».

    Σταμάτησε στο σημείο αυτό, σα να δίστασε για μια στιγμή να συνεχίσει. Σήκωσε τα μάτια από τη σελίδα, κοίταξε, δίχως όμως να βλέπει, τα ράφια της βιβλιοθήκης. Μα το βλέμμα των «νοητών οφθαλμών» του επ-έμενε προσηλωμένο στο ανοιχτό βιβλίο. Γύρισε στην επόμενη σελίδα, διάβασε:

«… δεν είναι τρόπος πρόσθεσης η ελευθερία

άχτιστος άνεμος απέραντος κι ασύνορος οξυγονούχος είναι

άνεμος όνειρο κι άνεμος σάρκα κι άνεμος πατρίδα

κάθουμαι εδώ λοιπόν στο ξάγναντο διάχυτος σκόρπιος στέρεος

ενωμένος

και μόνο που προφέρω τ’ όνομά Της

Ε λ ε υ θ ε ρ ί α    Ε λ ε υ θ ε ρ ί α    Ε λ ε υ θ ε ρ ί α

εισπνεώ κι εκπνέω το Αιώνιο κι ανάμεσα στα τρία μου δάχτυλα

  κρατάω

το μέγα γαλανό φτερό του Αρχάγγελου και γράφω τα Επινίκια».

Η πραγματική, η υψηλή ποίηση είναι πάντοτε ένα ριψοκίνδυνο, και τόσο δυσκατόρθωτο, άθλημα ελευθερίας. Κι όταν ένας στίχος αρκεί για ν’ αφοπλίσει τη συνήθεια και να καταργήσει τα όρια της συμβατικής γλώσσας, τότε τίποτε δεν είναι αδύνατον. Για να μιληθεί η Αλήθεια ολόγιομη από φως…

«…δεν είναι τρόπος πρόσθεσης η ελευθερία

άχτιστος άνεμος απέραντος κι ασύνορος οξυγονούχος είναι…»

Ένα ποίημα, μέσα στη σιωπή…  Και ο τίτλος του, «Αγιασθήτω».

Κωνσταντίνος Μεϊντάνης

SHARE
RELATED POSTS
H γιαγιά μου, η Αφορμή, του Κωστή Α. Μακρή
Ωδή στην γκρίνια, του Κωστή Α.Μακρή
Δύο βραχείες ευτράπελες (ιατρικές) ιστορίες, του Γιάννη Στουραΐτη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.