Ανοιχτή πόρτα

Ιστορίες με εικόνες, του Μάνου Στεφανίδη

Spread the love

Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Ομότιμος Καθηγητής του ΕΚΠΑ. Διαβάστε τα άρθρα του Μάνου Στεφανίδη ΕΔΩ

 

Πρώτη μέρα στην Φλωρεντία και σε επίσκεψη – αστραπή καταγράφω τις τελευταίες εικόνες από την Biennale Firenze, Art and Design. Μ’ έναν ζεστό ήλιο να φωτίζει την πόλη και με τις μυριάδες των τουριστών να γεμίζουν ασφυκτικά κάθε της δρόμο ή λεωφόρο. Σε βαθμό ώστε να σε πιάνει δυσφορία καθώς δεν υπάρχει μία στιγμή απομόνωσης εμπρός σ’ ένα έργο ή μία αγαπημένη εικόνα. Η ατμόσφαιρα, η μόνωση, η προσωπική σχέση με την ιστορία που ζωντανεύει εμπρός σου, γίνεται παρανάλωμα της μαζικότητας. Του πλήθους που συνέχεια θορυβεί εγκληματικά ανέμελο. Τελικά δημιουργώντας ασφυξία.

Όμως στο μοναστήρι του San Marco, δίπλα στην Αcademia του Michaelangelo, το κλίμα είναι σαφώς διαφορετικό, οι επισκέπτες λιγότεροι και άκρως διακριτικοί, η ατμόσφαιρα σχεδόν κατανυκτική. Η μονή, δίπλα στην μπαρόκ πρόσοψη της ομώνυμης εκκλησίας, μοιάζει ασήμαντη, είναι όμως πραγματικά τεράστια καθώς καταλαμβάνει ένα ολόκληρο, οικοδομικό τετράγωνο και εντός της υπάρχουν οι φανεροί και οι κρυφοί της κήποι, οι εκθεσιακοί χώροι, οι τράπεζες του μοναστηριού, τα κελιά στον πάνω όροφο, τα παρεκκλήσια. Και βέβαια υπάρχουν οι ζωγραφιές του Beato Fra Angelico, του μαγικού ζωγράφου του Quattrocento οι οποίες γεμίζουν ακόμα και τις στοές της εισόδου και κοσμούν το κελί του κάθε μοναχού. Αλλά και τους προθαλάμους που οδηγούν στα περισσότερα από σαράντα κελιά.

Η ίδια, πανάρχαια ιστορία του χριστιανικού μύθου ειπωμένη ξανά και ξανά αλλά με τόσο μεγάλη ποικιλία και τέτοια ευρηματικότητα που πραγματικά ξαφνιάζει. Ένας Ευαγγελισμός, η Σταύρωση του Χριστού, ο Άγιος Δομίνικος να θρηνεί στη ρίζα του Σταυρού, το Χαίρε των Μυροφόρων. Γνωστά πράγματα όμως αποδοσμένα με μία μοναδική αθωότητα, χρωματική καθαρότητα και βαθύ, ανθρωπιστικό πνεύμα. Ο Θεός πάσχει με αξιοπρέπεια, ο άνθρωπος αποδέχεται το θείο πάθος με οδύνη, ταπεινότητα αλλά και αίσθηση του κάλλους που κρύβεται μέσα στη θλίψη.

Στο San Marco ανακαλύπτω πόσο ο μεγάλος ζωγράφος ήταν ο Beato Fra Angelico παρά την παραπειστική απλοϊκότητα ή την υστερογοτθική του εμμονή στην διακοσμητικότητα. Χρώμα, σχέδιο, σύνθεση, αίσθηση του χώρου, δωρική έκφραση του δράματος, τονικές διαβαθμίσεις, συνδυασμός του υψηλού με το χαριτωμένο και το παιδικό, λυρικότητα και βαθιά ποιητική διάθεση. Έξοχη αφήγηση που παρασέρνει. Αισιοδοξία πως εν τέλει ο ουρανός μπορεί και να μάς περιμένει!

Στον αντίποδα του ο Fra Bartolomeo, εκφραστής της ώριμης Αναγέννησης και του πρώιμου μανιερισμού, ήδη πολύ κοντά στο πνεύμα του Savonarola, του μοναχού που ασκήτευσε σε αυτόν εδώ το χώρο και που εν τέλει συνελήφθη στην Βιβλιοθήκη της μονής το 1493 για να οδηγηθεί κι αυτός με τη σειρά του στην πυρά. Ο οποίος βέβαια μέχρι σήμερα τιμάται εδώ για το ασυμβίβαστο πνεύμα του και τον αυστηρό μοραλισμό του. Σκέφτομαι πως ανάμεσα στον Fra Angelico και τον Fra Bartolomeo υπάρχει η ίδια διαφορά που εντοπίζουμε στην αρχαϊκή τέχνη και τον λεγόμενο αυστηρό ρυθμό της γλυπτικής. Στη μία περίπτωση υπάρχει η αθωότητα και η κατάφαση προς τον κόσμο, στην άλλη υπάρχει ο σκεπτικισμός και η αίσθηση των ατελειών ή και του δράματος κόσμου αυτού.

Κοιτάζω τα κελιά. Τα προνομιούχα έχουν ένα μικρό παράθυρο που βλέπει στον κλειστό, εσωτερικό κήπο. Μόνο αυτό! Τα άλλα που βρίσκονται από μέσα, δημιουργούν με την στενότητα και τους τυφλούς τοίχους, ένα έντονο, κλειστοφοβικό συναίσθημα. Φυλακές και μοναστήρια μοιάζουν πάρα πολύ εν τέλει. Μοιράζονται θα έλεγε κανείς την ίδια απελπισία. Αλλά και την ίδια υπόγεια εξουσία! Ο Σαβοναρόλα από εδώ, από το κελί του διοικούσε ολόκληρη τη Φλωρεντία διώχνοντας τους Μεδίκους όπως συχνά από ένα κελί οι μαφίες των φυλακών κατευθύνουν τον υπόκοσμο της Αθήνας.

Όμως εν προκειμένω συμβαίνει ένα θαύμα. Σε κάθε στενόχωρο δωμάτιο, υπάρχει μία μεγάλη τοιχογραφία με φως και χρώμα. Υπάρχει ένας Χριστός που πάσχει αλλά και που υπόσχεται Ανάσταση. Ο κάθε μοναχός πρέπει να εμψυχωνόταν πάρα πολύ από την τέχνη και όταν άφηνε το κελί του θα πρέπει να αισθανόταν ψήγματα ευτυχίας…

Συμβολικά διαβάζω τη ζωή όλων μας αποτυπωμένη σε αυτά τα κελιά του San Marco. Ολοι ζούμε σ’ ένα κελί συμβολικό κι έχουμε την τέχνη να μάς παρηγορεί. Βγαίνουμε κάποιες ώρες για να πάρουμε λίγο φως και αέρα σ’ έναν κήπο μυστικό που άλλοι τον λένε έρωτα, άλλοι τον λένε φιλία ή αγάπη – σίγουρα σχετίζεται με την ανθρώπινη συναναστροφή – και αυτά τα λεπτά της ευτυχίας – του περιπάτου των φυλακισμένων στο προαύλιο τους – είναι ό τι μάς απομένει στο τέλος.

Στις φωτογραφίες τα εξαιρετικό φρέσκα με το Cenacolo του Domenico Ghirlandaio από την Τράπεζα της Μονής. Καταπληκτικές οι λεπτομέρειες των προσώπων με τις τόσο ενδεικτικές εκφράσεις των Αποστόλων αλλά και η εν γένει χαρούμενη, φλωρεντινή διάθεση που κυριαρχεί στο κατά τα άλλα δραματικό δείπνο (λόγου χάρη οι λεπτομέρειες αντικειμένων ή η νεκρή φύση πάνω στο τραπέζι που φτιάχνει με φωτεινές, μεγάλες πινελιές ο Ghirlandaio).

Ο Fra Angelico αντίστοιχα με τον δικό του μυστικό δείπνο επιμένει σε μία πιο εσωτερική, συναισθηματική ατμόσφαιρα καθώς ο Χριστός μοιράζει την όστια στους μαθητές Του. Εδώ το πνευματικό στοιχείο απομειώνει την όποια κοσμικότητα.

Τέλος, προσέξτε το κοντράστο ανάμεσα στην νωπογραφία του διαδρόμου και στην ζωγραφική μέσα στο κελί. Εξωτερικά μια ένθρονη Παναγία εν δόξη δορυφορούμενη από Αγίους και εσωτερικά ο Χριστός και τα σύμβολα του Πάθους στον περίκλειστο χώρο του μικρού δωματίου. Αντιθέσεις επί αντιθέσεων, θερμά και ψυχρά να συγκρούονται και να συμφιλιώνονται δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα συγκλονιστικό. Επειδή πάντα στη ζωγραφική αυτό που μετράει δεν είναι τι λες αλλά πώς το λες.

(Andrea del Castagno – Santa Appolonia)

Όχι πολύ μακριά από τον Σαν Μάρκο είναι το

άλλοτε γυναικείο μοναστήρι της Αγίας Απολλωνίας Έκπληξη για μένα αποτέλεσε η τράπεζα της μονής με τον περίφημο Μυστικό Δείπνο του Αντρέα Ντελ Καστάνιο, φλωρεντινού ζωγράφου που πέθανε από πανούκλα το 1457 – ήταν μόλις 38 χρόνων – προδιαγράφοντας πάνω – κάτω τη μοίρα του Μότσαρτ. Ο θαυμάσιος αυτός ο χώρος βρίσκεται πίσω από το μοναστήρι του Αγίου Μάρκου, αρκετά μακριά από το κέντρο και πολύ κοντά στη λεγόμενη fortezza da basso. Συνήθως τα στίφη των τουριστών συνωθούνται γύρω από το Ντουόμο ή το palazzo vecchio, χάνονται στα στενά της Σάντα Μαρία νοβέλα και αγνοούν αυτό το απέριττο σημείο στο οποίο όμως κρύβεται πραγματικά ένας θησαυρός.

Ο ζωγράφος αυτός, ο Andrea del Castagno, υπήρξε ένα μοναδικό ταλέντο κι αυτό φαίνεται από το παρουσιαζόμενο Cenacolo, μία επική σύνθεση πληθωρικών διαστάσεων στην οποία κυριαρχούν το εξπρεσιονιστικό σχέδιο και ο ανάλογος χρωματισμός αλλά και μία αίσθηση του άμεσα υλικού χωρίς, λόγου χάρη, την διακοσμητική αίσθηση και την κοσμικότητα που βλέπει κανείς στο αντίστοιχο της Cenacolo του Ghirlandaio στο San Marco (Δες προχτεσινές δημοσιεύσεις) Πάνω από τον Μυστικό Δείπνο έχουν συντηρηθεί τα υπολείμματα μιας Σταύρωσης, μιας πιετά και μιας Ανάστασης.

Όταν αποκολλήθηκαν οι τοιχογραφίες αυτές για να συντηρηθούν, το 1959, βρέθηκε από κάτω το αρχικό σχέδιο τους, η sinopia, δηλαδή η σέπια εκείνη με την οποία οι ζωγράφοι του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης όριζαν τα περιγράμματα των συνθέσεων τους και μετά τα ζωγράφιζαν με νεροχρώματα πάνω στο νωπό ασβέστη, ό τι δηλαδή ονομάζουμε φρέσκο.

Στον απέναντι τοίχο λοιπόν της τεράστιας ορθογώνιας αίθουσας έχουν τοποθετήσει (!) με εξαιρετικό τρόπο την σέπια αυτή, το προσχέδιο των τελικών νωπογραφιών. Η εμπειρία ήταν μοναδική. Κάτι περισσότερο από μία ώρα έμεινα εκεί παρατηρώντας τις λεπτομέρειες, κοιτώντας τα ψευδαισθητικά πλαίσια που μιμούνταν ορθομαρμαρώσεις – όπως συμβαίνει και στη βυζαντινή τέχνη – και τα οποία στα μάτια του σημερινού θεατή λειτουργούν σαν αυτόνομοι, αφηρημένοι πίνακες. Τελικά, όταν μαθαίνουμε την ιστορία της τέχνης από βιβλία ή από πανεπιστημιακές παραδόσεις, μένουμε απλώς σ’ ένα γενικό περίγραμμα και μερικά μεγάλα ονόματα ενώ η βαθύτερη αλήθεια βρίσκεται στα άπειρα έργα που συνήθως αγνοούμε και σ’ εκείνους τους ζωγράφους που παρότι δεν πρωταγωνιστούν στην ιστορία της τέχνης, πρωταγωνίστησαν, έστω και αδικημένοι, στην τέχνη την ίδια.

ΥΓ. Επίκαιρο: Η μυθοπλασία επινοήθηκε τη μέρα που ο Ιωνάς γύρισε σπίτι του και είπε στη γυναίκα του ότι έκανε τρεις μέρες να φανεί, γιατί τον είχε καταπιεί μια φάλαινα (Γκαμπριέλ Γκ. Μάρκες).

SHARE
RELATED POSTS
Happy End;, του Γιάννη Πανούση
“Κόκκινα Δάνεια” Revisited (Μέρος 1ον), του Γιώργου Σαράφογλου
Όταν τα βιβλία μένουν στο ράφι, του Γιώργου Αρκουλή   

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.