Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Η σιωπηλή παρηγοριά των βιβλίων…, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη

Spread the love

Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης  είναι Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ,  καθώς και του Kings College και Birkbeck Collegeτου Πανεπιστημίου τού Λονδίνου. Παράλληλα, έχει σπουδάσει Πιάνο και  Ανώτερα Θεωρητικά στην Αθήνα και στη Βιέννη. Ζει μεταξύ Λονδίνου και Αθήνας και εργάζεται ως επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Το πρώτο βιβλίο με κείμενα ποίησης και πρόζας φέρει τον τίτλο «Δειλινές αποχρώσεις σ’ ένα δάκρυ. Αφορμές και αναβαθμοί μιας παλίνδρομης πορείας».

«Η μέρα είναι άλλοτε μητριά, κι άλλοτε μάνα», κατά πως το έγραψε ο ποιητής Ησίοδος στα «Έργα και Ημέραι», το δεύτερο μεγάλο δημιούργημά του μαζί με τη «Θεογονία». Αυτόν τον στίχο έφερα στο νου, καθώς η μέρα που είχε περάσει, είχε αφήσει επίμονη μέσα μου τη στυφή γεύση, την όξινη αίσθηση, του στέρφου και του ανεπίτευκτου. Το σπίτι ήταν ήσυχο, η πρώτη αίσθηση που είχα ήταν πως γύρισα σε ένα καταφύγιο μακριά από την πύρωση του κόσμου και την πώρωση της ζωής μας που διαρκώς ξεβράζει πάνω στο δέρμα και το έρμα των ψυχών μας την φλογισμένη ανάσα της κενότητας και της απανθρωπίας. Αυτή η επώδυνη διάβρωση της βαθύτερης υφής μας ως ανθρώπων…

Είναι πάντα κάποιες στιγμές μ’ ένα άρωμα ελευθερίας, με μια παράδοξη αλλά τόσο θελκτική αίσθηση ελευθερίας, όταν η μοναξιά αναδείχνεται αληθινά ανθρώπινη, ξορκίζοντας τη φθοροποιό επίδραση της παρουσίας των περιώνυμων «Άλλων», είτε τους θεωρούμε «κόλασή μας» είτε στέκουν απέναντί μας ως αναπόδραστη διάψευση των πιο τίμιων και ειλικρινών ονείρων και ελπίδων μας. Και αυτή η μοναξιά, ως έκφραση επίνευσης στη ζωή τής σθένουσας ψυχής, μεστώνει και καρπίζει πλούσια τα πολύχυμα δωρήματά της, όσο πιο πολύ την ποτίσεις με τη σιωπή, με τον στοχασμό, και με τα δάκρυα.

Οι πικρές ημέρες έχουν μια δική τους αλήθεια, αλλά και μιαν ιδιαίτερη δύναμη να σε διδάξουν με τον τρόπο τους πως η διάψευση, η αδυναμία, η ανεπάρκεια των ανθρώπων, η στεγνότητα των ψυχών και η στυγνότητα των συμπεριφορών, όλη αυτή η τραγική χρεοκοπία του λεγόμενου «Ανθρώπινου», είναι, και θα είναι πάντοτε, ανελέητη στα σαρωτικά χτυπήματά της πάνω στην ευφραντική ψευδαίσθηση της Υπεκφυγής από την Αλήθεια της ζωής μας, όπως μας έχει δοθεί και, κυρίως, όπως είναι και μένει φαλκιδευμένη, στην περατότητα του παρόντος και στο αδιάγνωστο του μέλλοντος.

Είχα βυθιστεί στην πολυθρόνα του μικρού καθιστικού στο σπίτι, καθώς οι σκέψεις τούτες αναφύονταν η μια μετά την άλλη στον νου μου, με τη δική τους συνειρμική λογική και συνέπεια, ενώ κάποια στιγμή σήκωσα το βλέμμα και κοίταξα τη βαρυφορτωμένη βιβλιοθήκη μου που κάλυπτε όλο σχεδόν τον τοίχο δίπλα μου. Χάιδεψε το βλέμμα τις ράχες των βιβλίων στα ράφια, σταματώντας σε τίτλους που έμοιαζαν σαν απαντήσεις, σαν σύμφωνες αποκρίσεις, στη ροή τούτων των σκέψεων. Κάθε σκέψη που κάνω, κάθε αφορμή στοχαστικής αναζήτησης ή ενδοσκόπησης, προσπαθώ εδώ και χρόνια να τη συνοδεύω πάντα με ένα άρρητο ερωτηματικό. Αναζητώ την ελευθερία του ανοίγματος που εν-έχει το Ερώτημα, αυτήν την κίνηση προς τα εμπρός, από την ανεγκύμονη στατικότητα του Δογματικού που εμμένει στη ρητορική του αυτοδικαίωση.

Μέσα στη σιωπή και το ημίφως του δωματίου, η ματιά μου στάθηκε στον «Μύθο του Σισύφου», αυτήν την φιλοσοφική μελέτη τού κατεξοχήν φιλοσοφικού προβλήματος κατά τον Καμύ, του προβλήματος τής Αυτοκτονίας (όπως, άλλωστε, την κηρύττει με τόσο δυναμική ειλικρίνεια και πειθώ ο Κυρίλοφ, στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκυ). Και, αμέσως μετά, σε ένα άλλο βιβλίο του Καμύ, στον «Επαναστατημένο Άνθρωπο» που είχα βάλει δίπλα στον τόμο «Η Εσωτερική Βαρβαρότητα» του Ζαν-Φρανσουά Ματτεΐ. Ως τίτλοι έδιναν με μιαν ανάγλυφη σαφήνεια έναν σιωπηλό σχολιασμό στα δείγματα και τα δήγματα που είχε δαψιλεύσει η μέρα τούτη. Και δεν ήταν η μόνη, βέβαια.

Στο μυθιστόρημα «Οι Αδερφοφάδες» του Ν.Καζαντζάκη, σαν επίγραμμα, στο εσώφυλλο της έκδοσης, υπάρχει έναν λόγος πικρός, αλλά τραγικά αληθινός: «Θέλει, λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!» Αυτή δεν είναι η διάτορη κραυγή της εποχής μας; Αυτή δεν είναι η αγριότητα που αγκυλώνει και αφιονίζει την υγιή ουσία και την ανάσα της ψυχής μας; Ποιός τελικά απ’ όλους μας τολμά την αποκοτιά να είναι «λεύτερος»; Ποιός το αντέχει; Μπορούμε, αλήθεια, να νοιώσουμε με τη λυσιμελή αμεσότητα της ελευθερίας νου και ψυχής το άρωμα ενός γιασεμιού ένα ανοιξιάτικο απόβραδο; Τολμάμε, όχι απλώς ν’ ακούσουμε ως αποτέλεσμα ερεθίσματος της αίσθησης, αλλά να ενωτισθούμε τις τόσο εύλαλες αρμονίες ενός αηδονιού που κελαηδά μέσα στα φυλλώματα, κάποιο απομεσήμερο;

Βλέπω τον τίτλο ενός βιβλίου του Παναγιώτη Κονδύλη, το οποίο εκδόθηκε μετά τον τόσο πρόωρο και άδικο θάνατο του κορυφαίου αυτού Στοχαστή: «Μελαγχολία και Πολεμική». Και λίγο πριν από τον τόμο αυτό, έχω τοποθετήσει ένα άλλο, προγενέστερο έργο του -ήταν το πρώτο του βιβλίο που διάβασα πρωτοετής ακόμα φοιτητής- με τίτλο «Η Ηδονή, η Ισχύς, η Ουτοπία». Η Ηδονή ως κατίσχυση του Ενστίκτου, η Ισχύς ως δίψα για Κυριαρχία, και τελικά η Ουτοπία, ο μη υφιστάμενος τόπος και η ανυπαρξία τρόπου πραγμάτωσης και δικαίωσης του Ανθρώπου και του Ανθρώπινου. Έτσι δίνουν το δικό τους στίγμα και τα βιβλία του Φρειδερίκου Νίτσε, που έχω τοποθετήσει στο πιο πάνω ράφι, ελληνικές, αγγλικές και γερμανικές εκδόσεις, κατά σειρά εξοικείωσης με τις αντίστοιχες γλώσσες. Αν δεν μπορούμε να βρεθούμε «Πέρα από το Καλό και το Κακό», είμαστε, μένουμε έγκλειστοι σε κάτι «Ανθρώπινο, πάρα πολύ Ανθρώπινο». Σε τι συνίσταται, τελικά, αυτό το «ανθρώπινο»; Άλλο ένα Ερώτημα που (επι)μένει αναπάντητο. Και το τελευταίο του έργο που, σχεδόν συμβολικά, έμεινε ανολοκλήρωτο, καθώς ο φιλόσοφος βυθιζόταν στο πνευματικό σκοτάδι, έχει τον τίτλο «Η Θέληση για Δύναμη». Το έργο αυτό προφητεύει την επέλαση του Μηδενισμού, της τερατόμορφης φυσιογνωμίας τής Εποχής μας, γεμάτης αίμα και σκόνη και σκιά, αλλά απολήγει, ξανοίγεται ηρωικά στο απέραντο ξάγναντο ενός Μέγιστου Ερωτήματος.

Γι’ αυτό ίσως, από την πρώτη μου νιότη με έθελγαν τόσο τα ερωτήματα ως πνευματικά επίβαθρα και κυρίως ως αναβαθμοί στοχαστικής αναζήτησης. Είναι αφορμές εκκίνησης, όχι πέρας της προσπάθειας. Όπως είναι ή θα μπορούσε να είναι η ανθρώπινη ζωή, αν έμενε ανυπότακτη και θυσιαστικά προσηλωμένη στην αναζήτηση και την πραγμάτωση της ελευθερίας ως τρόπου ύπαρξης, ως αντίληψης του κόσμου, και ως δημιουργικής πράξης του ανθρώπου.

Έχει νυχτώσει πια για τα καλά έξω. Το φως στο δωμάτιο με τη βιβλιοθήκη είναι λιγοστό, ο χώρος είναι τόσο ήσυχος και έχει μια γλυκιά θαλπωρή. Δεν σκέφτομαι τη μέρα που πέρασε. Μοιάζει να έχει απομακρυνθεί από μένα, και να έχει απομειωθεί η έντασή της μέσα μου. Μια μικρή πολυθρόνα δίπλα σε μια βιβλιοθήκη, λίγο θαλπερό φως, και βαθιά ησυχία. Είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Γρήγορα κύλησε, κατά το συνήθειό του, ο χρόνος. Σηκώνομαι και κοιτώ σε ένα από τα ράφια ψηλά, τις αγγλικές εκδόσεις δοκιμιακών και φιλοσοφικών κειμένων που έχω αγοράσει, τόσα χρόνια ζώντας στο Λονδίνο. Μια ριπή νοσταλγίας για άλλα απόβραδα νοιώθω μέσα μου. Βραδυές ήσυχες, διαβάσματα, γραψίματα, ή με ακρόαση μουσικής στα μεγάλα concert-halls της βρετανικής πρωτεύουσας. Κάποιο τέτοιο βράδυ, καθώς γύριζα στο σπίτι μετά από μια ακόμα εξαιρετική συναυλία, σε ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο του Λονδίνου, στο Piccadilly, το οποίο έμενε ανοιχτό μέχρι αργά, βρήκα τυχαία και αγόρασα το «Βιβλίο της Ανησυχίας» του Φερνάντο Πεσσόα. Δεν είχα μέχρι τότε τίποτε διαβάσει δικό του. Έκτοτε, το βιβλίο αυτό, αλλά και δύο ελληνικές εκδόσεις του που πρόσθεσα στη βιβλιοθήκη μου μετά από μερικά χρόνια, με έχει συντροφεύσει με μιαν διακριτική επιμονή και υπομονή.

Έχει νυχτώσει πια για τα καλά στον κόσμο έξω. Λιγοστό φως μέσα στο δωμάτιο και ησυχία που γαληνεύει τις κουρασμένες αισθήσεις. Παίρνω στα χέρια μου ένα βιβλίο τού Αλμπέρτο Μαγκέλ, “The Library at night”. Ο Μαγκέλ είναι τεχνίτης αληθινός τής γραφής, γιατί είναι εραστής αληθινός της ανάγνωσης ως τέχνης. Κάθομαι πάλι στην πολυθρόνα και ανάβω τη μικρή λάμπα ανάγνωσης με το πράσινο κάλυμμα που έχω πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι δίπλα μου, σαν αυτές που τόσο συχνά βλέπουμε στα αναγνωστήρια των μεγάλων βιβλιοθηκών. Δίπλα από τη λάμπα, πάνω στο τραπεζάκι αυτό έχω αφήσει από χτες ένα μικρό βιβλίο, «Τα 400 Κεφάλαια περί Αγάπης» του Άγιου Μάξιμου του Ομολογητή. Σήμερα ωστόσο σκύβω στις σελίδες του βιβλίου «Η βιβλιοθήκη τη νύχτα».

Έστω κι αν ο κόσμος και ο άνθρωπος γίνονται όλο και περισσότερο μια γριφώδης κακογραφία, μια ψεύτικη αλήθεια που εξορίζει το Νόημα, όπως το διψά και το ζητά η ψυχή μας, υπάρχει πάντα ένα φως, φως Αγάπης που διαυγάζει και συντροφεύει τις στιγμές μας. Υπάρχει, κι ας μην το νοιώθουμε συχνά. Όπως το άρωμα του γιασεμιού το ανοιξιάτικο απόβραδο. Και, υπάρχει πάντα η σιωπηλή παρηγοριά των βιβλίων κοντά μας. Κυρίως όταν έχεις περάσει μια μέρα που στάθηκε με τον τρόπο της, και για τους δικούς της λόγους, πιο πολύ μητριά παρά μητέρα…

19 Απριλίου ’19, Αθήνα

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Με σημαίες και χαμόγελα…, του Γιώργου Αρκουλή
Καταλαβαίνω, της Αναστασίας Φωκά
Θανάτωι* Θάνατον… (Μ. Δευτέρα), του Μάνου Στεφανίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.