
Ο Γιώργος Αρκουλής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.Γεννήθηκε στον Πειραιά. Δημοσιογραφεί από το 1968. Για το σύνολο της συγγραφικής του δουλειάς, τιμήθηκε από το «Ιδρυμα Μπότση».
‘Ενας υπέροχος και σίγουρα σεσημασμένος συγγραφέας της περιπέτειας είχε διατυπώσει κάποτε την άποψη «τα καλύτερα ταξίδια είναι αυτά που ακόμη δεν έχω κάνει». Έχει την λογική του, άλλωστε πλήθος διάσημων βιβλίων έχουν στοιχειοθετηθεί (και στερεωθεί στη γνώση μας) γύρω από ταξίδια στο ‘άγνωστο’ με σημαιοφόρο τον Ιούλιο Βερν και εγχώρια «ακόλουθο» -ως σύγχρονη εκπρόσωπο της πτωχής πλην τίμιας σε Πολιτισμό χώρας μας- την Αθηναία Κόρη Σώτη Τριανταφύλλου (μην ξεχνάμε ότι ταξίδεψε τις ‘Μισές» Πολιτείες των ΗΠΑ με ένα σαραβαλάκι, πάνω στα ίχνη του σπουδαίου στυλίστα Τζον Σταϊμπεκ (βραβείο Νόμπελ).
Αυτά ως μικρή εισαγωγή στο θέμα μου που δεν διαθέτει προσωπική προίκα πλουραλισμού σε θερινές εξορμήσεις, Μου αρκεί η νόρμα του ‘σεμνά και ταπεινά’. ‘Αλλωστε, για ένα πλούσιο ταξίδι σήμερα, χρειάζεται να έχεις μπάρμπα τον Γιάννη Στουρνάρα, και η εντιμότητά του να μεσολαβήσει για άτοκο τραπεζικό δάνειο, που θα δοθεί για μια πλούσια γεύση, ας πούμε στο Μπαλί, στη Μαρτινίκα, στο Πουκέ, στην Τζαμάϊκα -εκεί όπου έταζε σεργιάνι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στον συνάδελφό του Μηνά Παπάζογλου στα νιάτα τους- στα νησιά Κέϊμαν, τέλος, (αγαπημένος προορισμός των όπου γης φοροφυγάδων) κλπ.
Μου αρκεί ολιγοήμερη παραμονή στην αγαπημένη μου Μικρά Μαντίνεια της Μεσσηνίας, ξεκινώντας πρωτομηνιά του Ιούλη με άφιξη στα ταπεινά Φιλιατρά, για τις δοξασίες της παραμονής και την μέγιστη γιορτή της επομένης, προς τιμήν της Παναγιάς Βλαχέρνας, στο μικρό ομώνυμο εκκλησάκι, που επιμένει να δέχεται τους πιστούς εδώ και σχεδόν τρεις αιώνες!
Και μετά, βενζινάδικο, πορεία για την Καλαμάτα μέσω του κουραστικού (και ως ένα βαθμό επικίνδυνου κύριε Περιφερειάρχα) επαρχιακού δρόμου Καλό Νερό-Τσακώνα, φουλ για το πιο όμορφο κομμάτι της Πελοποννήσου, που χρειαζόταν -πριν καιρό- τρεις εκπομπές ο Τάσος Δούσης για να φωτίσει το μεγαλείο του και όχι μόνο τον ελάχιστο χρόνο που του είχε παραχωρήσει το κανάλι του!
Και μόλις φτάσω στο αγαπημένο μου ξενοδοχείο, στη ρίζα του Ταϋγέτου και στην φρεσκάδα της Ακτής του Μεσσηνιακού, θέλοντας και μη, επιστρέφω στους αγαπημένους μου συγγραφείς. Σε προηγούμενο αντίστοιχο σημείωμα, είχα τιμήσει τον σπουδαίο πεζογράφο, τον Ηπειρώτη Γιάννη Καλπούζο, ως στιχουργό, παίρνοντας ως μότο τον στίχο του «Γιατί πολύ σ’ αγάπησα», τίτλο, άλλωστε του επιτυχημένου τραγουδιού του τροβαδούρου Ορφέα Περίδη.
Αυτή τη φορά, έχω κατά νου την υπέροχη Χανιώτισσα Μάρω Βαμβουνάκη (τι κρίμα που πλησιάζει τα 80, σχεδόν συνομήλικη, άλλωστε, με την ‘εθνική Ελλάδος’ της γραφής Μάρω Δούκα, Γιάννη Ξανθούλη, Διονύση Χαριτόπουλο, Ρέα Γαλανάκη και σε μικρή απόσταση Ιωάννα Καρυστιάνη, Ζυράνα Ζατέλη, Γιώργο Σκαμπαρδώνη και Θωμά Κοροβίνη).
Η Βαμβουνάκη το 1996, 48χρονη τότε, έγραψε στίχους για ένα τραγούδι που είχε απίστευτη επιτυχία, χάρη στη δύναμη των λέξεων -και ακολούθως του δημιουργού Φίλιππου Πλιάτσικα και της ερμηνείας μαζί του από τον (Μεσσήνιο) Μπάμπη Στόκα και την -φιλοξενούμενη των Πυξ Λαξ- Χάρις Αλεξίου, «ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΠΑΝΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ». Ο στίχος που με έχει σημαδέψει ήταν «Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς / στα πιο μεγάλα θέλω κάνουν πίσω…» Μόνο που για να προσαρμόσω τα συναισθήματά μου, «πειράζω» το ΜΗ καρφώνοντας στην θέση του το ΝΑ.
Και έτοιμος, θαρραλέος, άνετος και αποφασισμένος να υποδεχτώ την έμπνευση, στρογγυλοκάθομαι στην βαθιά μαξιλάρα του «Costa Costa», καρφώνοντας τα μάτια μου στον κατακόκκινο ήλιο, που ετοιμάζεται για την καθημερινή του βουτιά της Δύσης.
ΥΓ: Και ξεχνάω τον θόρυβο των ημερών του κροίσου κυρίου Μπέζος και της Λατίνας μνηστής του, που έδωσαν όρκους ζωής σε…άγνωστο σημείο της περιοχής του Βένετο!