Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.
“Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ” ΤΟΥ Χ.Α.ΧΩΜΕΝΙΔΗ εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις
Διαβάζοντας τις κριτικές που γράφτηκαν για το καινούργιο βιβλίο του Χ.Α.Χωμενίδη που έχει τίτλο “Ο βασιλιάς της”, κατάλαβα ότι δεν είναι εύκολο να γράψεις γι΄αυτό το μυθιστόρημα. Ισως ο λόγος να είναι ότι εμπεριέχει πολλά. Σε κάποια κριτική διάβασα ότι έχει στοιχεία Αριστοφανικά, σε κάποια άλλη ότι “ξαναγράφει” την ιστορία που γνωρίζουμε με τον δικό του τρόπο, σε μία τρίτη ότι πρόκειται για μιά de profundis ερωτική εξομολόγηση-και όχι μόνο-του Μενέλαου. Σίγουρα υπάρχουν στοιχεία από όλα αυτά, αλλά, κατά τη γνώμη μου, ο συγγραφέας δημιουργεί έναν τραγικό ήρωα και γράφει ένα έργο που μοιάζει με τραγωδία. Και είναι τραγικός ο Μενέλαος, έτσι όπως τον περιγράφει ο Χ.Χωμενίδης, για όλους τους λόγους του κόσμου. Ο κυριότερος; Η αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στον έρωτα και στο χρόνο.
Για να πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή: Η ιστορία του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου, γιών του Ατρέα, σημαδεύεται στην παιδική τους ηλικία από την δολοφονία του πατέρα τους. Ο Αγαμέμνονας ζεί μόνο και μόνο για να εκδικηθεί αυτόν τον φόνο και να ξαναπάρει την εξουσία, ο Μενέλαος όμως, ακολουθεί διαφορετική πορεία. Καταφεύγει στην Πιτυούσα, ένα μικρό νησάκι του Κορινθιακού, και μεγαλώνει μέσα σε ένα ειδυλλιακό και ειρηνικό περιβάλλον. Τον ενδιαφέρει η ιατρική και ταξιδεύει ζώντας ελεύθερος χωρίς να αφήνει να τον επηρεάσει το τραγικό παρελθόν. Δεν τον ενδιαφέρει η κάθε λογής εξουσία και δεν είναι το όνειρό του να γίνει βασιλιάς. Του αρέσει να βρίσκεται μέσα στη φύση, να περνά καλά και να βοηθά τους ανθρώπους γύρω του. Και κάπως έτσι ζεί, μέχρι τη στιγμή που τα φέρνει έτσι η ζωή, και βρίσκεται μπροστά του η Ελένη. Την ερωτεύεται, ποιός δεν θα την ερωτευόταν; Ζούν για δέκα χρόνια ελεύθεροι κι ευτυχισμένοι, ενώ τους κυνηγά ο πατέρας της Ελένης, βασιλιάς της Σπάρτης, γεννιέται η κόρη τους η Ερμιόνη, και κάπου εκεί, “εξαναγκάζονται” να γίνουν βασιλιάδες στη Σπάρτη. Έχουν ζήσει διαφορετικά, έχουν μάθει να κερδίζουν τη ζωή τους μόνοι τους, έξω από εθιμοτυπίες, παλάτια, νόμους και κατεστημένα. Από τη στιγμή που γίνονται βασιλιάδες στη Σπάρτη, προσπαθούν να εφαρμόσουν ένα νέο μοντέλο στη σχέση τους με τον λαό τους. Απομακρύνουν τους διεφθαρμένους και καλοζωισμένους αυλικούς και βοηθούν τους φτωχούς. Κάπου εκεί όμως μπαίνει στη μέση το κατεστημένο, οι ευγενείς και μεγαλογαιοκτήμονες της Σπάρτης. Τους βρίσκουν απέναντί τους. Αναγκάζονται να υποκύψουν στις απαιτήσεις τους , να συμβιβαστούν και να γίνουν οι “κανονικοί” βασιλείς που εκείνοι θέλουν.
Και εκεί αρχίζει η κατάρρευση του προσωπικού τους μύθου. Ο ένας συμβιβασμός φέρνει τον άλλο, οι δυό ερωτευμένοι απομακρύνονται ψυχικά ό ένας από τον άλλον, μέχρι που καταντούν σαν ένα οποιοδήποτε συμβιβασμένο ζευγάρι. Εκεί εμφανίζεται ο Πάρης, η Ελένη τον ακολουθεί και ο Μενέλαος κατανοεί τον λόγο και σχεδόν χαίρεται που τους βλέπει να φεύγουν μαζί ευτυχισμένοι. Γιατί εξακολουθεί να αγαπά την Ελένη.
“Είδαμε όσο περιπλανιόμαστε στον κόσμο, κάτι που να άξιζε όχι τη ζωή μας, μιά τρίχα έστω από τα ωραία μας μαλλιά; Να πέσω στο καμίνι για ποιον λόγο; Για να κερδίσω φήμη ή πλούτο;-μα τι αστειότητες! Έννοια σου. Θα παρουσιαστεί κάποτε η ευκαιρία να ξεδιπλώσω τη λεβεντιά μου”.
Παρουσιάστηκε. Με τρόπο ωστόσο απροσδόκητο, τελείως διαφορετικό απ΄ό,τι περίμενα. Η πιο γενναία-η μοναδική γενναία – πράξη της ζωής μου: αντί να κρατήσω με το στανιό την Ελένη, την άφησα να φύγει. Ένδοξος – το πιστεύω ακράδαντα-δεν είναι αυτός που κατακτά. Αλλά εκείνος που απελευθερώνει.
Έκανα χίλιες δουλειές, άλλαξα κάθε επάγγελμα σχεδόν στα νιάτα μου. Έχυσα τον ιδρώτα του γεωργού, ανέπνευσα τον βουνίσιο αέρα του τσοπάνη, ποτίσανε τα χέρια μου ψαρίλα δολώνοντας και ξαγκιστρώνοντας…Δε θέλω να το παινευτώ, όταν όμως, χρόνια αργότερα, ανέβηκα στον θρόνο, ήμουν ο πιο κατάλληλος για βασιλιάς-όχι της Σπάρτης, μα του κόσμου όλου. Ο μόνος από τους εστεμμένους που ήξερε στο πετσί του τις ζωές των ανθρώπων. Άλλο αν τις έβρισκα αβάσταχτα πληκτικές.
Δεν έπαυα να αναρωτιέμαι πως αντέχουν, πως δεν πεθαίνουν απ΄τη βαρεμάρα καλλιεργώντας ισόβια το ίδιο χωράφι, κατοικώντας στο ίδιο σπίτι, πλαγιάζοντας με την ίδια γυναίκα. …..
Η εικόνα της ευτυχίας, το πανανθρώπινο ιδανικό: ένα χωριό που ροχαλίζει μακαρίως, ενώ τα κιούπια ξεχειλίζουν από λάδι και κρασί και τα σκυλιά προστατεύουν τις κότες από τις αλεπούδες. Μου΄ρχεται να ξεράσω.
Συγχωρέστε με, υπερβάλλω. Αδικώ το ανθρώπινο γένος. Τα γηρατειά μου με κάνουν κάπου κάπου πικρόχολο…
Κάθε φορά πάντως που πήγαινα να στεριώσω σε έναν τόπο, να ενταχθώ σε μιά καθημερινότητα, έβρισκα μια αφορμή και το έσκαγα. Συνέχιζα τον δίχως προορισμό αλλά γεμάτο κέφι δρόμο μου”.
Αυτός είναι ο Μενέλαος που περιγράφει ο Χ.Χωμενίδης.
Όσο για την Ελένη; “Στα Μέθανα η Ελένη έπλασε την Ελένη κόντρα σε ό,τι οι άλλοι από τις φασκές της προσδοκούσαν. Πυρπόλησε τις αρχές που τις είχαν δώσει οι γονείς της, η αυλή της Σπάρτης, η θεϊκή-υποτίθεται -καταγωγή της. Αναδύθηκε μέσα από τι στάχτες αγνώριστη, ολοκαίνουργια, κυρία των δυνάμεών της. Ό,τι ακριβώς ποθούσε από όταν το έσκασε από την πατρίδα και τους γάμους της …..
Δεν ξέρω αν αισθάνθηκε ποτέ η Ελένη βασίλισσα του Μενέλαου. Σίγουρα πάντως στα Μέθανα έγινε η βασίλισσα του εαυτού της”.
Και όταν επέρχεται ο συμβιβασμός-βασιλείς στη Σπάρτη, ο Μενέλαος μονολογεί: “Κι έτσι-τρομάρα μου-κατήντησα από βασιλιάς της Ελένης βασιλιάς της χώρας”.
Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο, χαρακτηριστικό της γραφής του συγγραφέα:
“Δεν ήταν για σένα, Μενέλαε, η Ελένη…”, μου΄χε πεί κάποτε ο Οδυσσέας.” Για κανέναν δεν ήταν. Τέτοια ομορφιά πόσο να την αντέξεις;”
Ακούγονταν πειστικά τα λόγια του. Ότι με έπνιγε η καλλονή της ή το πένθος της ή η μπερδεμένη , αξεδίψαστη ψυχή της. Μα δεν ίσχυαν. Ακούστε τη δική μου αλήθεια.
Την άφησα να φύγει επειδή την αγαπούσα. Καί ήξερα, ένιωθα, λαχταρούσα να ξαναρχίσει τη ζωή της αλλιώς.
Τι θα πεί αγαπάω; Ανάθεμα αν έχετε προφέρει αυτό το ρήμα πέντε φορές σε όλη σας τη ζωή, τις τέσσερεις για τη μάνα σας. Το τρέμετε-σας έχουν μάθει να το τρέμετε.
Αγαπάω σημαίνει γίνομαι εκείνη που αγαπάω. Η μοίρα της δική μου μοίρα. Αν πέθαινε η Ελένη θα θαβόταν η καρδιά μου. Οταν την είδα να σαλπάρει με τον Πάρη, φρέσκος αέρας, δροσερός, φύσηξε εντός μου.
“Σου άρπαξε τη γυναίκα το κωλόπαιδο!”. Καγχάζω. Μου ανήκε η Ελένη; Δε μας ανήκει τίποτα-το παρελθόν; Το μέλλον;ό Ό,τι μπορούμε να αγκαλιάσουμε ή να κουβαλήσουμε στην πλάτη μας; Όχι! Τίποτα! Τίποτα! Τη στιγμή μόνο έχουμε. Και για να μη μας φύγει, τη λιώνουμε μες στην παλάμη μας. Εγώ δεν την έλιωσα τη στιγμή. Την άφησα να φτερουγίσει. Μακριά μου.
Η ιστορία μας βάφτηκε στο αίμα και στο ψέμα. Συνέβησαν όλα διαφορετικά από ό,τι τα έχετε ακούσει. Συνέβησαν πάντως και θα ξανασυμβούν χιλιάδες φορές ως τη συντέλεια του κόσμου-και λοιπόν; Βρίσκετε τίποτα ωραίο σε αυτά; Ωραίο ήταν το δειλινό που το΄σκασε η Ελένη με τον Μενέλαο. Ωραίο ήταν το χάραμα που ανοίχτηκε στο πέλαγος με τον Πάρη. Παραδομένη στη θεϊκή χαρά της/ Εγκαταλείποντας τα πάντα πίσω της. Αυτό θα έπρεπε να ψάλλουν οι αοιδοί”.
Ο Χ.Α.Χωμενίδης έγραψε ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, το καλύτερό του κατά την άποψή μου. Όχι μόνο γιατί ανατρέπει την ιστορία όπως την γνωρίζουμε, αλλά γιατί δημιουργεί έναν τραγικό ήρωα που, χωρίς να παρουσιαστεί ο από μηχανής Θεός, και μέσα σε εντελώς ανθρώπινα πλαίσια, καταλαβαίνει ότι ο συμβιβασμός μόνο καταστροφικός μπορεί να είναι. Και επαληθεύεται.
Αντίπαλος είναι ο χρόνος. Όχι οι άλλοι.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι στιβαρή, ζωντανή, ρέουσα. Οι ήρωές του αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό κομμάτι της ανθρώπινης πινακοθήκης χαρακτήρων. Ο Μενέλαος, η Ελένη, ο Αγαμέμνων, ο Οδυσσέας, ο Πάρης, ο Εκτορας, η Λήδα. Όλοι αντιπροσωπεύουν ένα κομμάτι του ανθρώπινου χαρακτήρα που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι.
“Ο βασιλιάς της” είναι ένα μυθιστόρημα ποταμός που παρασύρει τον αναγνώστη τόσο, που δεν μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του μέχρι να φτάσει στην τελευταία σελίδα. Που γράφει δια στόματος Ελένης όταν πια έχει πέσει η Τροία και ξαναβρίσκεται η Ελένη με τον Μενέλαο:
“Μας νίκησε, Μενέλαε. Οριστικά. Όχι η Ελλάδα, ούτε η Τροία. Ούτε η πονηριά του Οδυσσέα, ούτε η ομορφιά του Πάρη. Ούτε η Σπάρτη, ούτε οι Μυκήνες. Ούτε καν ο εαυτός μας. Ο χρόνος μας νίκησε. Με φαντάζεσαι αιώνια; -γελιέσαι. Κάποια άλλη γυναίκα που απλώς θα μου μοιάζει θα ζήσει κάπου, κάποτε, κάτι παρόμοιο. Δε θα ΄μαι όμως εγώ. Το μόνο που μας χάρισε ο χρόνος είναι η ιστορία μας. Όπως την πλάσαμε εμείς οι δύο, μαζί και χώρια. Όπως δεν θα την καταλάβει άλλος κανείς. Το μόνο που μας μένει τώρα πια είναι να λέμε ο ένας στον άλλο την ιστορία μας. Για όσο…”
Έτσι έγινα ξανά ο βασιλιάς της΄΄.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr