Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Απόβροχο σ’ ανοιξιάτικο δείλι, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη

Spread the love

Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης  είναι Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ,  καθώς και του Kings College και Birkbeck Collegeτου Πανεπιστημίου τού Λονδίνου. 

 

        «Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς

          Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς»          

     (Οδ. Ελύτης, Το Μονόγραμμα)

    «Ότι όλα τα ρεύματα των θαλασσών

  άξαφνα φωτισμένα θα σε δείξουν

  ν’ ανεβάζεις τη θύελλα στο ηθικό επίπεδο»

                                                                                         (Οδ. Ελύτης, Μαρία Νεφέλη)

Σε νοστάλγησα πολύ σήμερα, αγαπημένη πατρίδα. Δεν ξέρω ποιο σκίρτημα της ψυχής έφερε τόσο επίμονα τη σκέψη μου σ’ εσένα, τώρα που πάλι πατώ τα χώματά σου, τα γεμάτα σιωπές και ψιθύρους των αγαπημένων νεκρών, των ηρώων σου, των ανθρώπων που σε υπεράσπισαν θυσιάζοντας τη ζωή τους. Σε νοστάλγησα σ’ εκείνους τους άλλους καιρούς σου. Όταν δεν ήσουν χτυπημένη και ματωμένη, όπως σήμερα, όταν οι απειλές δεν απλώνονταν ολόγυρά σου και οι εχθρικές σκιές δεν βυσσοδομούσαν να σε κατασκεπάσουν. Τους καιρούς που σε έζησα πιο φωτεινή, πιο σίγουρη, πιο δυνατή. Μα μήτε τώρα, μήτε τότε, έχασες ποτέ την περηφάνια σου. Και το αμόλευτο φως σου.

Κι έζησα και μακριά σου, μέχρι να σε ξαναβρώ απ’ την αρχή μέσα μου. Να σε ξαναβρώ στην αληθινή, αρχοντική κορμοστασιά και όψη σου. Κάτω από άλλους ουρανούς, ανάμεσα σε άλλες γλώσσες και κινήσεις και βλέμματα των ανθρώπων, σε στιγμές ευτυχίας που πέρασαν, δίχως ποτέ στο εξής να με αφήσουν. Έπρεπε να μείνω εκεί, να περιπλανηθώ, ν’ αναζητήσω άλλες στιγμές και ώρες ζωής, για να σε νιώσω έξαφνα να σκιρτάς στο αίμα μου, ζεσταίνοντας με τον δικό σου τρόπο την καρδιά μου. Μα τότε δεν σε νοσταλγούσα τόσο. Ήταν πολλή η νιότη μου, γιομάτη πείσμα, κι ελπίδα, και δύναμη, και ξανοιγόμουν χωρίς δισταγμό προς τον ορίζοντα, έχοντας μέσα μου ανεχόρταγη τη δίψα του κόσμου και τ’ ουρανού. Και κάποια στιγμή ήταν που, σαν από ένστικτο, κατάλαβα πως είχα μάθει να συλλαβίζω το αλφάβητο του δικού σου ολογάλανου ουρανού, γι’ αυτό και μπορούσα να καταλάβω την άηχη, πολύσημη γλώσσα του κόσμου.

Και σήμερα, ναι, σε νοστάλγησα πολύ. Ήταν απαλό απόβροχο, είχε βρέξει δυνατά το μεσημέρι, και περπατούσα αρκετή ώρα τώρα μόνος μέσα στη δροσιά της δειλινής αμφιλύκης, καθώς απλωνόταν ολόγυρά μου σταχτί και δακρυσμένο το πέπλο του απόβραδου. Ακροζυγιάζονταν στα φύλλα και στα πέταλα των λουλουδιών οι σταγόνες της περασμένης δυνατής βροχής. Κι ως είδα μιαν ολάνθιστη αμυγδαλιά, για λίγο στάθηκα κοντά της.

Πόσο γλυκιά η αίσθηση της ώρας εκείνης, εκείνης της στιγμής. Πόση τρυφερή δροσιά είχε ολόγυρα. Ένιωθα μακρινό πολύ το σκοτεινό πρόσωπο του κόσμου, τούτης της εποχής που εχθρεύεται τόσο μανιασμένα τον άνθρωπο και είναι τόσο αδιάφορη απέναντι στους νεκρούς. Εσύ, ήσουν πάντα, και πάντα θα είσαι, μια Κραυγή ελευθερίας σταυρωμένη, αγαπημένη πατρίδα.

Το απόβροχο σιγοψιθύριζε ακόμα. Κι ως στεκόμουν έτσι σιωπηλός, κοντά στη μυγδαλιά, ακούστηκε, πρώτη φορά τούτην την άνοιξη, η μελωδική μονοτονία ενός γκιώνη. Ναι, έτσι ξαφνικά, μέσα στα πεύκα που κρατούσαν στα κλαδιά τους την υγρή ανάμνηση της βροχής, ένας γκιώνης μονολογούσε, στάλα-στάλα, έναν ύμνο λες στο μούχρωμα του δειλινού, στο φευγιό της μέρας. Τι ευτυχία ήταν ετούτη! Μες τη δροσερή ανάσα εκείνης της ώρας, σε συλλογίστηκα, πατρίδα μου, και σ’ ένιωσα μ’ έναν τρόπο ανέγνωρο, κι όμως τόσο βαθιά οικείο. Εκεί, κάτω από την ανθισμένη μυγδαλιά.

Είμαστε αστόχαστοι, τόσο αστόχαστοι, οι άνθρωποι. Κι ο Άνθρωπος; Φέρνω στο νου τον μεγάλο Μοναχικό, τον πονεμένο Στοχαστή της Σιλβαπλάνα, που έγραφε στον «Ζαρατούστρα» του πως ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί ανάμεσα στο ζώο και στον υπεράνθρωπο, ένα σκοινί τεντωμένο πάνω από την άβυσσο. Σα να ’ξερε, σα να προφήτευε τότε, πόσο τούτη η αγριεμένη, αποτρελαμένη εποχή μας, η γεμάτη πόνο, και κραυγές, και αίμα, και άδικο που μήτε οι θεοί το αντέχουν, θα έκανε πραγματικότητα ζοφερή και τον «υπεράνθρωπο» και το «ζώο» και την «άβυσσο».

Σαν ένα μικρό σκουλήκι που σέρνεται αβοήθητο μέσα στη λάσπη το απόβροχο, ο άνθρωπος, γυμνός, και ψάχνει, αναζητά το νόημα της ύπαρξής του. Διψά τη ζωή, την ίδια στιγμή που τα όσα έχει κατορθώσει με την Ύβρι της φρενιασμένης υλικής του παντοδυναμίας, την προδίδουν αισχρά και την εξευτελίζουν, αν δεν απειλούν να την αφανίζουν μονομιάς. Τα αναρίθμητα τεχνολογικά μέσα του υπέταξαν, θαρρεί, μέχρι και το Θεό, έφτασαν στις διαστάσεις των άστρων. Και το ανθρώπινο «μέσα» του μένει ένα κενό, δίχως ελπίδα, δίχως πίστη, δίχως σκοπό. Σαν ασπάλακας η πνιγμένη στα δάκρυα και τον φόβο ψυχή του ανθρώπου, σέρνεται πάνω στην καυτερή άμμο της απέραντης υπαρξιακής ερήμου.

Κάποτε, μέτρο όλων των πραγμάτων ήταν ο Άνθρωπος, όπως το δίδασκαν οι μακρινοί σοφοί, στα ιερά σου χώματα, αγαπημένη πατρίδα. Μέτρον άριστον. Ταξίδεψα πολύ. Έζησα σε άλλους τόπους, γνώρισα και μίλησα άλλες λαλιές, αγάπησα πολύ άλλα τοπία που σαγήνευαν και γαλήνευαν την, αξεδίψαστη για γνώση και ομορφιά κι ελευθερία, ψυχή μου. Και το μπορούσα -τώρα, θαρρώ, καταλαβαίνω το πώς- γιατί είχα συλλαβίσει το αλφάβητο του φωτός στον ουρανό σου, την αρμυρή ανάσα της θάλασσάς σου σε κάθε κύμα της ίσαμε την άκρα του ορίζοντα. Και όλοι αυτοί, όλοι εμείς, που τώρα πατάμε τα χώματά σου και καταπατάμε το Ήθος σου από επιπολαιότητα ή από συμφέρον… Το Ήθος που διδάσκει το γαλάζιο της θάλασσας, το χρυσοπράσινο της γης, το φως τ’ ουρανού σου. Όλοι αυτοί, όλοι εμείς, αγέλες σκορπιών πληγωμένων απ’ το κεντρί τους που στέκουν κάθε στιγμή έτοιμοι να κατασπαραχθούν πάνω στο τραχύ και πικράλμυρο χώμα ενός στέρφου «Εγώ».

Ολάκερη η καρδιά του ανθρώπου είναι μια Κραυγή. Και η ζωή του αληθινού του ανθρώπου, η δικαίωση της Κραυγής αυτής. Πόσες ζωές έχουν αφεθεί και βυθιστεί στη σιωπή της παραίτησης, της συνήθειας, της κακότητας. Και άλλοι, με φωνές άναρθρες, με κινήσεις σπασμωδικές υστερικών ενεργούμενων από τη τοξική βακχεία του Μηδενός, αυτοί που και τώρα σε αρνιούνται. Αυτοί που σε πολεμούν, αυτοί που σε προδίδουν κι ας είναι από σένα γεννημένοι, όλοι αυτοί που στέκουν αδίστακτοι και αισχροί απέναντί σου. Και επιμένουν να λησμονούν την αλήθεια σου πως μέτρο όλων είναι πάντοτε ο Άνθρωπος και η Κραυγή της καρδιάς του. Γι’ αυτό και «η πτώσις» τους «είναι βεβαία», όπως το είπε ο Ποιητής. Η γλώσσα των Ποιητών είναι από ατόφια αλήθεια καμωμένη. Και βγαίνει ολόγιομη μέσ’ από μια σοφή σιωπή που πάντα συντρίβει τους συμβιβασμούς.

Αγαπημένη πατρίδα, εσύ και το φως σου, το μέτρο, η ισορροπία, η αρμονία, στις απλωσιές της γης σου, εσύ, η άλλη ανύπνωτη, ανυπότακτη Κραυγή ελευτεριάς που τώρα σταυρωμένη προσδοκάς την άνοιξη! Δες την ανθισμένη αμυγδαλιά μέσ’ στην υγρή δροσιά τούτου του ώριμου δειλινού. Τ’ άνθια της μυγδαλιάς είναι το πρώτο νεύμα, το σκίρτημα της Άνοιξης που θα ’ρθει και πάλι.

Θα ’ρθει και πάλι…

Αρχές Μαρτίου 2020

 

SHARE
RELATED POSTS
Το καλύτερο κρεβάτι στη λαύρα του καλοκαιριού και ο κράχτης του τρόμου της νύχτας, του Δημήτρη Κατσούλα
Ίρις και πάσης Ελλάδος (μέρος 2ο), του Αλέξανδρου Μπέμπη
Ο μεγιστάκος, του Κωστή Α.Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.