Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Απρόσκλητοι επισκέπτες στο μπαλκόνι μας, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Ο Δημήτρης Κατσούλας είναι συνταξιούχος του Ταμείου Νομικών. Παρουσιάζεται: “Εν συντομία λοιπόν, έχουμε και λέμε: Με καταγωγή από την Μεσσηνία, αποφάσισα εν μέσω Πανδημίας COVID-19, να αποχωριστώ την Ελλάδα και να εγκατασταθώ στο Μιλάνο, βρίσκοντας διέξοδο στις αναζητήσεις μου Μουσική και Θέατρο, όπου παραμένουν οι μεγάλες μου Αγάπες. Μότο ζωής: ΥΠΝΟΣ, Ο ΜΙΣΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ|

Δημήτρης Κατσούλας

Προ μιας εβδομάδος, λίγο έλειψε να έρθουμε στα χέρια με την σύντροφό μου Μάριον. Τέτοια νεύρα, παρατηρήσεις και επιπλήξεις στα επτά χρόνια που είμαστε μαζί, πρώτη φορά αντιμετώπισα! Αλλά, τι σας νοιάζει εσάς θα μου πείτε… Από κάποιους φίλους στους οποίους προσέτρεξα για να βρω το δίκιο μου και να δηλώσουν την συμπαράστασή τους απέναντί μου, έλαβα την απάντηση: «Αποκλείεται, ψέματα μας λες, η Μάριον η γλύκα, αποκλείεται να έφθασε στο σημείο που μας περιγράφεις, κι αυτό το λέμε επειδή πολύ καλά γνωρίζουμε τον ήπιο χαρακτήρα της και την αγάπη που τρέφει για ‘σένα. Χαλί να την πατήσεις γίνεται και άχνα δεν βγάζει, εκτός πια και της ανακάτωσες τα κείμενα, οπότε με το δίκιο της εξερράγη…». Άντε τώρα να βρω άκρη μαζί τους, έπρεπε να καταγράψω σε βίντεο την εξαλλοσύνη της για να γίνω πιστευτός στους κολλητούς μου, αλλά το άφησα ασχολίαστο και κουλουριάστηκα στην πολυθρόνα του μπαλκονιού μας μέχρι να ηρεμήσει, δεν γινόταν αλλιώς. Είναι η δεύτερη φορά αυτή του τσακωμού μας, όπου λίγο έλειψε να εκραγεί σαν τον Βεζούβιο! Με πέρασε γενεές δέκα τέσσερις, αλλά καλύτερα να σας περιγράψω τους διαλόγους που αντηλλάγησαν, και βγάλτε εσείς αναγνώστες μου τα συμπεράσματά σας, αντικειμενικά, ε!

– Δημήτρη, θα τελειώσεις επιτέλους κάποια στιγμή τις εργασίες που κάνεις στο μπαλκόνι, Καλοκαιριάτικα;

– Στο τελικό στάδιο της αναβάθμισης του ενισχυτή βρίσκομαι Αγάπη, αναμένω σε δυο-τρεις μέρες τους νέους πυκνωτές τροφοδοσίας όπως μου είπαν οι Κινέζοι, διότι της χωρητικότητας σε μF που ζήτησα, δεν ήσαν διαθέσιμοι προς αποστολή. Λίγη υπομονή κάνε και στο τέλος θα το γυαλίσω το μπαλκόνι, συμμερίζομαι τον κόπο σου, δεν είμαι και αχάριστος, ματάρες μου γουρλωμένες! Εξ άλλου, σήμερα περάτωσα και τις εργασίες που είχαν να κάνουν με τη σύνδεση του ηλιακού μας κατόπτρου με την μπαταρία για να μη σπαταλάμε ρεύμα, προκειμένου να χρησιμοποιούμε τους υπολογιστές μας, να φορτίζουμε τα κινητά μας τζάμπα, να λειτουργεί και η τηλεόραση δωρεάν! Λίγα τα θεωρείς τα επιτεύγματά μου;

– Έχεις δίκιο, αλλά τελείωνε επιτέλους κάποια στιγμή! Ενώ καθημερινά σκουπίζω και σφουγγαρίζω, μπορείς να μου πεις πού βρίσκονται αυτές οι χρωματιστές κλωστές και τα μαυρόασπρα κομματάκια καλωδίων, σπαρμένα παντού; Απηύδησα πια, αν δεν με καταλαβαίνεις εσύ, τότε ποιος;

– Ο αέρας θα τα μετακομίζει μάτια μου, πού να ξέρω κι εγώ! Έλα τώρα, χαμογέλασέ μου, σε παρακαλώ, και μεθαύριο το βράδυ θα έχουμε έξοδο – μια κι εσύ έχεις κενό – σε Ελληνική ταβέρνα που παίζει λαϊκά και δημοτικά. Θα ρίξεις μια ζεϊμπεκιά για πάρτη μου, εγώ που σε λατρεύω μωρό μου;

Σε τρεις μέρες μετά κατέφθασαν και οι πυκνωτές με το Courier, τους τοποθέτησα στον αναλογικό μου ενισχυτή αντικαθιστώντας τους αδύναμους αρχικώς από την αντιπροσωπεία τοποθετημένους για λόγους κόστους, και τελείωσα τις εργασίες μου. Αύριο θα προσκαλέσω τον αδελφό της Μάριον για να του δώσω να καταλάβει τι σήμαινε αυτή η αλλαγή που έκανα ηχητικώς. Μιλάμε για αβίαστο ήχο, σχεδόν λαμπάτο, γλυκύτατο, με εύρος και στερεοφωνική εικόνα καθηλωτική. Ο κόπος μου έπιασε τόπο!

Την επομένη ημέρα, μια πλουμιστή σε χρώματα περιστέρα ήρθε και κάθισε στην ροδιά μας. «Επιθεώρησε» τον χώρο, και με ένα πέταγμα ντελικάτο «προσγειώθηκε» επάνω στην εξωτερική μονάδα του αιρκοντίσιον, κράζοντας το ταίρι της, τον αρσενικό περίστερο. Για να μη σταθώ εμπόδιο στην επικοινωνία τους, έτρεξα και κρύφτηκα πίσω από τα στόρια του παραθύρου μας, παρακολουθώντας διακριτικά τις κινήσεις. Σε λίγο κατέφθασε και ο «σύζυγος» κουβαλώντας στο ράμφος του ένα μικρό μπλε καλώδιο, αλλά από όσα αντελήφθην η περιστέρα είχε καταληφθεί από θυμό και καθόλου δεν της άρεσε τόσον ο ερχομός του όσον και το υλικό που μετέφερε για το χτίσιμο της φωλιάς τους.

Επακολουθεί ο διάλογος μεταξύ τους μ’ εκείνο το χαρακτηριστικό γλου, γλου, γλου…:

– Τόσα δέντρα γύρω σου, τόσα ξερά χόρτα και άχυρα υπάρχουν, αυτό διάλεξες να φέρεις; Χάθηκε λίγη λάσπη από τα τρεχούμενα νερά να φέρεις; Δεν σε κατανοώ, του είπε έξαλλη.

– Αγάπη μου, μη θυμώνεις, κοίταξε πόσο όμορφο είναι αυτό το μικρό καλώδιο που με κόπο έψαξα και το βρήκα! Δεν σου αρέσει δηλαδή;

– Περίστερε, ή σοβαρεύεσαι και συμβάλεις στο χτίσιμο του σπιτιού μας ή την «κάνεις» με ελαφρά πηδηματάκια. Το καταλαβαίνεις ότι χρειάζομαι φωλιά οπωσδήποτε;

Ο καυγάς τους ήταν θυελλώδης. Ο περίστερος την «έκανε», όπως του υπέδειξε η σύντροφός του περιστέρα.

Επακολούθησε μια μακρά – εβδομάδος περίπου – περίοδος απραξίας. Το ζεύγος εξαφανίστηκε. Πάει, είπα, ως εδώ ήταν. Όλα τελείωσαν.  Με τέτοιο καυγά που έριξαν, επόμενο ήταν να χωρίσουν.

Πλένοντας το μπαλκόνι ένα πρωινό η Μάριον, ανακαλύπτει σε μια γωνία του παρτεριού μας, ακριβώς κάτω από την μισοφτιαγμένη τους φωλιά και στον ίσκιο του πλούσιου σε ανάπτυξη και σκιά ιβίσκου μας, ένα μικρό αυγό!

– Δημήτρη, τρέξε γρήγορα! Το έχεις δει αυτό το αυγό, τόσες μέρες που εργάζεσαι στο μπαλκόνι;

– Όχι αγάπη μου, μη το πειράζεις, άφησέ το εκεί, κάποια μάνα το γέννησε και πιθανόν δεν πρόλαβε να το επωάσει. Κρίμα που δεν πρόφθασε να βγει πουλί. Δώσε μου τώρα ένα φιλί για να συμφιλιωθούμε μετά από τον βαρύ καυγά μας που ρίξαμε προ ημερών.

Αποφασίσαμε να κλείσουμε τα πατζούρια, να μη ξανά βγούμε στο μπαλκόνι, με την ελπίδα ότι τυχόν επέστρεφε το ζεύγος των περιστεριών κάποια στιγμή!

Τρεις- τέσσερις ημέρες είμαστε στα σκοτάδια στο σπίτι, έχοντας μόνο φως από την πίσω πόρτα του και το τεράστιο συρόμενο παράθυρό του. Και να ‘σου κάποια στιγμή επανακάμπτει το ζεύγος. Η περιστέρα κάθισε επάνω στο αιρκοντίσιον (εκεί που είχαν αρχίσει το κτίσιμο της φωλιάς τους, του σπιτιού τους) ο δε περίστερος την άραξε πάνω στο κάγκελο. Ούτε μιλιά μεταξύ τους, ούτε νέα γλου, γλου, γλου αντηλλάγησαν, παρά θυμός ξανά ζωγραφιζόταν στις κινήσεις τους. Κι ενώ τα παρατηρούσα μέσα από τα διάκενα του πατζουριού που ήταν κλειστό, παρατηρώ τον περίστερο να κάνει «πτήση» προς το μέρος της περιστέρας, αλλά εκείνη του όρμησε απωθώντας τον βίαια, δείχνοντάς του με αυτή της την κίνηση ότι δεν τον χρειάζεται, ήταν σαν να του έδειχνε το δρόμο του οριστικού τους χωρισμού.

Επί μισή ημέρα ο περίστερος πηγαινοερχόταν μεταξύ φωλιάς και καλωδίων του ρεύματος (ΔΕΗ, που λέμε στην Ελλάδα). Εις μάτην όμως. Καμία ανταπόκριση εκ μέρους της περιστέρας, πλήρη αδιαφορία του εξέπεμπε. Έλαβε τις κινήσεις της στα σοβαρά ο περίστερος κι αποφάσισε μετά από μερικούς κυματισμούς στον αέρα κι εξαφανίστηκε. Περιμέναμε μέρες με την Μάριον μη τυχόν και υπάρξει περίπτωση επανασύνδεσης των σχέσεών τους, αλλά εις μάτην. Ο χωρισμός ήταν οριστικός και αμετάκλητος.

Γίναμε δηλητήριο εγώ και η Μάριον με αυτή την έκβαση που είχαν τα πράγματα και το άδοξο τέλος που επήλθε στη σχέση τους. Τώρα πλέον τέρμα οι χρωματιστές κλωστές και τα ασπρόμαυρα μικρά καλώδια από το μπαλκόνι μας, ούτε η αγάπη μου θα χρειάζεται καθημερινό καθάρισμα του μπαλκονιού μας.

Κι επάνω που επί δυο βδομάδες και πλέον ησύχασε η κοριτσάρα μου, κι εγώ δεν ήμουν ο ένοχος όπως με είχε χαρακτηρίσει ότι σκόρπιζα υπολείμματα από τις συγκολλήσεις του ενισχυτή μου και τις ρυθμίσεις του ηλιακού μας κατόπτρου, ξάφνου ανακαλύπτω νέα άχυρα, λάσπη, χορτάρια και κάτι κίτρινα σύρματα τόσον στο δάπεδο του μπαλκονιού όσον κι επάνω στην δεύτερη εξωτερική μονάδα του κλιματιστικού! Οι πόρτες συμφωνήσαμε εκ νέου να παραμείνουν κλειστές αναμένοντας τυχόν νέο ζεύγος περιστεριών. Και ω! του θαύματος, όπως παρατηρώ ξανά από μέσα και πίσω από τις σχισμές του πατζουριού, βλέπω ότι καταφθάνει το ίδιο ζευγάρι που είχε χωρίσει με μέγα πάταγο. Αρπάζω την Μάριον από το κεφάλι και την πνίγω στα φιλιά. Κι επάνω που πήγε να πει «Σ’ αγαπώ Δημήτρη», της κλείνω το στόμα με ένα φιλί για να μην ακουστεί η φωνή της και τρομάξουν τα περιστέρια μας.

– (σε χαμηλό τόνο τώρα οι διάλογοι) Διαπίστωσες επιτέλους καστανομάτα μου ότι δεν ήμουν εγώ ο ένοχος που με δίκασες με όλες τις Διατάξεις του Ποινικού Κώδικα;

– Σου δίνω ρουφηχτό φιλί Δημήτρη μου, οι συγγνώμες είναι ανίσχυρες…

– Ας συμβιβαστώ έστω με αυτό, αλλά δώσε μου και την άδεια τώρα να ζώσω όλο το μπαλκόνι με κλωστές χρωματιστές και κομματάκια καλωδίων σε όλες τους τις αποχρώσεις, αλλά να φτιάξω και σε ένα πιατάκι πηλό, τον χρειάζεται το ζευγάρι για να χτίσει το νέο του σπίτι.

Καθ’ ον χρόνο γραφόταν τούτο το κείμενο, από το διπλανό δωμάτιο στον υπολογιστή της Μάριον ακουγόταν ένα τραγούδι με τον Charles Aznavour, το οποίο σας παραθέτω:

         

   

SHARE
RELATED POSTS
Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Περί σινεφίλ, του Γιάννη Στουραΐτη
Χέρια παντός καιρού, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.