Τώρα ο κόσμος έχει χάσει μια στροφή*
Έχει τεντώσει τα χέρια της και δέκα λευκά δαχτυλάκια έχουν ανοίξει σαν λουλούδια μπροστά μου. Μπαμπά, σήκωσέ με ντε να παίξουμε! Να μου κάνεις περίεργους ήχους για να γελάσω. Να με πας στη βεράντα για να δω τα χρώματα του κόσμου. Να μου μιλήσεις με τα μάτια κι ας μην καταλαβαίνω τι μου λες. Να ξαπλώσουμε ανάμεσα στα παιχνίδια μου, γυρνώντας από την παιδική χαρά, να ευωδιάσει ο κόσμος απ’ τη μυρωδιά των μαλλιών μου, να μην απομείνει χώρος για κάτι άλλο· μόνο φιλιά και αγκαλιές.
*
Κάτι για την ημέρα της Μητέρας. Αυτό τον καιρό, που νιώθω ότι δεν μου περισσεύει ούτε μια λέξη να γράψω δημόσια, ότι δεν έχω τίποτα να πω κάτι που πράγματι να αξίζει, μόνο μια τέτοια στόχευση μπορούσε να με κινητοποιήσει. Θυμήθηκα – όταν η μητέρα μου είδε την εγγονή της, μου είπε ότι αν μεγαλώσει μέσα στην αγάπη, ό,τι κι αν συμβεί στη ζωή, θα κρατηθεί και θα αντέξει. Αυτό λοιπόν είναι ένα κείμενο για το ταπεινό, το μεγαλειώδες. Γιατί το σ’ αγαπώ που λες και το δείχνεις, δεν είναι μια κουβέντα. Είναι σύνθημα, είναι πολεμική ιαχή για τη μάχη που θα έρθει – μακάρι να αργήσει πολύ, αλλά θα έρθει. Το χαλάκι με τα παιχνίδια του και τα βελούδινα κουκλάκια είναι οι πέτρες, τα χαρούμενα τραγούδια ο αρμός για να χτίσει τα τείχη του κάστρου, να οχυρωθεί μέσα η ψυχή για τότε που θα βάλλεται σκληρά, από παντού.
Μάνες, που κρατάτε αδιάλειπτα τα χέρια των παιδιών σας, που κοιμάστε στα κλεφτά πάνω σε παλιά κρεβάτια στους θαλάμους -αν είστε τυχερές- ή σε καρέκλες φθαρμένες από το βάρος και τα δάκρυα -αν δεν είστε-, που αντικρίζετε τα παξιμάδια του πρωινού των ασθενών στα δημόσια νοσοκομεία, που ψέλνετε σιωπηλά «τη Υπερμάχω Στρατηγώ» και προσεύχεστε με κλειστά μάτια έτοιμες για το μεγάλο τάμα – σας είδα, σας γνώρισα. Αν διαβάζετε αυτές τις γραμμές, θέλω να ξέρετε ότι η Αγάπη δεν είναι μόνο πολύτιμο φυλαχτό. Είναι πανοπλία που κρατά μακριά τη φρίκη.
Έχει την Αγάπη σας και θα αντέξει τα πάντα. Σας είδα στην καρδιά ενός ολόλευκου σφαγείου. Καθόμουν μέσα σε έναν θάλαμο, ενώ κάτω απ’ το μπαλκόνι αυτοκίνητα έτρεχαν ασταμάτητα. Κάτω, σ’ έναν κόσμο ξένο, πολύβουο και άδειο. Ακόμη όποτε περνάω απ’ το συγκεκριμένο σημείο της λεωφόρου, σηκώνω αυτόματα το βλέμμα ψηλά σε εκείνα τα φωτεινά παράθυρα του Ευαγγελισμού κάτω από τον σταυρό της επιγραφής του νοσοκομείου, τον σταυρό ενός άλλου ναού. Ποια μάνα, αναρωτιέμαι, να κοιτά τώρα χωρίς να βλέπει, ποια μάνα κρατά σφιχτά σταυρουδάκι στην παλάμη της, ποια μάνα συνδέει Γη και Ουρανό με μια δύναμη υπεράνθρωπη, ποια μάνα δίνει όλο το σθένος της για την α-σθένεια του παιδιού της.
Μικρός πολύ, αποφάνθηκα μπροστά στη μητέρα με ύφος σοβαρό «δηλαδή, κάθε χρόνο θα μεγαλώνω και θα μεγαλώνει κι η αδερφή μου, άρα δε θα τη φτάσω ποτέ». Κι όμως, στάθηκα κάποτε δίπλα στο άσπρο της κρεβάτι κλείνοντας τα μάτια της (ήταν Φεβρουάριος και ο χειμώνας κρατούσε ακόμη γερά), την είδα να μπαίνει μόνη μέσα στη βάρκα για να διασχίσει την αρχαία λίμνη, χάιδεψα τα μαλλιά της με δυο κουβέντες – ναύλα να την περάσουν στην απέναντι όχθη. «Τώρα ο κόσμος έχει χάσει μια στροφή», λέει το αγαπημένο της τραγούδι, «…εγώ δε μίλησα, για θαύματα δεν είπα». Ο κόσμος δε θα γυρνά πάντα με την ίδια ταχύτητα. Φέτος είναι η χρονιά που θα την ξεπεράσω, που θα γίνω μεγαλύτερος εγώ, που οι φυσικοί νόμοι ανατρέπονται γιατί έτσι έπρεπε. «Δίδαξόν με τα δικαιώματά Σου» – μη μου δείξεις ό,τι επιθυμώ, ό,τι θεωρώ πως δικαιούμαι με διάνοια εγωκεντρική, κοντόφθαλμη και στείρα. Δείξε μου, πώς να μην εμπλέκομαι πια ολοκληρωτικά σε αυτό που λένε ζωή, να μην γκρεμίζομαι φρικτά στις λύπες (ευτυχώς) ούτε να ενθουσιάζομαι υπέρμετρα στις χαρές (δυστυχώς). Πώς γίνονται τα πάντα περίπου διάφανα, για να βλέπω μέσα από τα σώματα, μέσα από τα αντικείμενα, μέσα από τα χρόνια. Κάτω από την επιφάνεια της καθημερινότητας, ανελέητα δαρμένης από τις φουρτούνες, να καταδύομαι όσο μπορώ στη γαλήνη του βυθού της Επίγνωσης (κατά την επιστήμη) ή της Διάκρισης (κατά την πίστη) – διαλέγεις και παίρνεις, άλλωστε στη γλώσσα μας η ε-πιστη-μη εμπεριέχει «πίστη». Σας γνωρίζω, σας είδα, υποκλίθηκα χωρίς να με δείτε εσείς, και έχω στ’ αλήθεια μόνο όμορφα να σας πω επιστρέφοντας από την άλλη πλευρά.
Ασπίδα αδιαπέραστη η Αγάπη σας. Δεν πάει τίποτα χαμένο, ούτε κόμπος ούτε ευχή απ’ το κομποσκοίνι σας, το «όχι άλλο, δε μπορώ!» γίνεται «βάστα, θα το νικήσουμε μαζί». Ας λιώσει το μέταλλο της ψυχής στο καμίνι του πόνου, ας της αλλάξει σχήμα και μορφή, μέχρι να βγείτε απ’ το πεδίο μάχης με αμυχές, τραύματα – νικήτριες. Θα αφήσετε πίσω την κόλαση που βιώνετε γιατί η Αγάπη σας δε θα επιτρέψει ήττα. Ζητάτε τη σωτηρία αλλά έρχεται απώλεια, ζητάτε χαρά αλλά έρχεται ασήκωτη θλίψη, ζητάτε ελπίδα αλλά έρχεται η ζοφερή απελπισία, ζητάτε θεραπεία κι εφορμά περισσότερος πόνος. Το ξέρω, στο δωμάτιο του νοσοκομείου σας ακούγονται από δίπλα κραυγές πόνου, κλάματα μικρών παιδιών («πού είναι η μαμά μου; πότε θα τη δω;»), οι νοσηλεύτριες που τρέχουν να καλύψουν ένα σύστημα ανύπαρκτο, οι γιατροί που δε νιώθουν καν μετά από ώρες-αιώνες, κάποιον ασθενή που σπρώχνει αργά τα ροδάκια του ορού σαν αλυσσοδεμένος που σέρνει τη σιδερένια μπάλα. Χριστέ μου, ποιο θρίλερ τρόμου να σε προετοιμάσει γι’ αυτή την αληθινή κόλαση της ζωής; Πόσο ν’ αντέξεις την τρέλα; Κι όμως, δε λένε τα παραμύθια ψέματα – το happy end των κινουμένων σχεδίων είναι πιο κοντά στην αλήθεια.
Μάνες, που κρατάτε στις πλάτες σας έναν κόσμο ολόκληρο, αγόγγυστα και αδιαμαρτύρητα, αυτό το κείμενο είναι ένα φιλί και μια αγκαλιά, τώρα που δέκα δαχτυλάκια σαν ανθοπέταλα με καλούν σε μιαν Άνοιξη προσωπική, μόνο δική μας.
*
Σας είδα, σας ξέρω, υποκλίθηκα βουβά κι έχω, στ’ αλήθεια, μόνο όμορφα να σας πω επιστρέφοντας από την άλλη πλευρά. Όλα άξιζαν. Δεν είναι αυτό ένα ένα μελό γραπτό χάδι παρηγοριάς. Είναι βεβαιότητα ότι καμμιά κόλαση δε μπρορεί να στερήσει τον παράδεισο που εσείς χτίζετε.
* «Εγώ σ’ αγάπησα εδώ», στίχοι: Κ. Λειβαδάς
[Αν έφτασες μέχρι εδώ, σήκωσε το τηλέφωνο ή κάνε κλικ στο σύνδεσμο που προηγήθηκε και κλείσε ραντεβού να δώσεις λίγο σάλιο μέσα σε δυο λεπτά, να γίνεις εθελοντής δότης μυελού των οστών. Κι αν είσαι τόσο ευλογημένος και βρεθείς συμβατός, υγιέστατος και όρθιος μέσα σε λίγες ώρες, θα έχεις σώσει έναν άνθρωπο. Μα πώς μπορείς να μην το κάνεις, ενώ ξέρεις ότι μπορεί εκεί έξω κάποιος να έχει ανάγκη εσένα μόνο, εσένα απ’ όλο τον κόσμο, για να συνεχίσει να ζει]