Μα…, δεν είναι δυνατόν μεγάλα ονόματα του καλλιτεχνικού μας χώρου –όπου κάποτε ούτε καταδέχονταν να συζητήσουν πρόταση εκπολιτιστικών συλλόγων της επαρχίας για ψυχαγωγικούς σκοπούς – να έχουν πάρει αμπάριζα κεφαλοχώρια οργανώνοντας απανωτές συναυλίες! Αυτό μου πέρασε κατευθείαν από το μυαλό όταν έφθασε SMS στο κινητό από ‘μεγάλο όνομα’ της νυχτερινής Αθήνας με το οποίο με προσκαλούσε να παραβρεθώ σε ‘Λαϊκή βραδιά’ που θα ελάμβανε χώρα σε υπαίθριο σημείο 8 στρεμμάτων μεταξύ των χωριών Ανάληψη Μεσσηνίας και Βελίκα.
Μετά την δεύτερη – πιο προσεκτική – ανάγνωση του SMS, ήρθα πλέον να συνειδητοποιήσω ότι όσα λέγονται περί του μεγαλυτέρου συναυλιακού καλοκαιριού που πρόκειται να σημειωθεί εφέτος και της δίψας με την οποία το κοινό μετά από δύο και πλέον χρόνια αναμένει να παρακολουθήσει τραγούδι, θέατρο, εικαστικά, λογοτεχνικές βραδιές κλπ, είναι γεγονός. Ο κόσμος νιώθει την ανάγκη να βρεθεί κάπου να διασκεδάσει, να εξωτερικεύσει εαυτούς, να ξεσπάσει μοιράζοντας αγκαλιές, να νοιώσει την σωματική σχέση που τόσο πολύ την είχε ανάγκη να πραγματώνεται σε φιλιά, χειραψίες, να υπενθυμίσει προς όλους ότι είμαστε φτιαγμένοι για το μαζί, αυτή είναι η μοίρα μας. Η απομόνωση στα χρόνια του κορονοϊού και τα μετέπειτα εφαρμοσθέντα πρωτόκολλα λίγο έλειψε από το να μας διαλύσουν ως μονάδες, ως κοινωνία στο σύνολό της. Να μη μας διαφεύγει το ότι οι καλλιτέχνες ήσαν εκείνοι οι οποίοι ‘πλήρωσαν εξ ολοκλήρου τη νύφη’ από οικονομικής πλευράς στα χρόνια των αποστάσεων, των εγκλεισμών, της μη παραγωγής προϊόντος κάτι το οποίο γι αυτούς ήταν πολύ βαρύ ως τίμημα.
Το επερχόμενο Φθινόπωρο καθώς και ο Χειμώνας βάσει των προγνωστικών που αναμένονται σε πολιτικές και οικονομικές πρακτικές, διαγράφονται ολίγον τι δυσοίωνες έως… μαύρες, αλλά εμείς τώρα βρισκόμαστε εν τω μέσω καλοκαιριού και σκέψεις τέτοιες δεν χωρούν, νομίζω, ανάγκη το έχουμε να χαρούμε, να ξεχαστούμε, να νοιώσουμε την αξία της κάθε μας στιγμής, να ξεφύγουμε από την μικρότητα και να απαιτήσουμε στο μέγιστο βαθμό που μπορούμε την ολοκλήρωση, το μεγάλο και το ωραίο, το ευγενές και όμορφο. Οι Τέχνες σε αυτό μας προτρέπουν να φθάσουμε, να βγάζουμε τη γλώσσα στο θάνατο τον ασχημομούρη κάθε φορά που από τη γωνία ξεπροβάλλει με ‘κείνο το αριστερό του μισάνοιχτο μάτι αλλά δεν έχει το σθένος να μας κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια γιατί εμείς δεν του το επιτρέπουμε ποτέ.
Η χαρά, το φτερούγισμα της ψυχής μας βοηθά στο να ξεπερνούμε μικρότητες κι αναποδιές, να ζούμε την κάθε μας στιγμή τόσο έντονα σαν να ήταν και η τελευταία μας φορά. Κι ως εδώ, καλώς έχουν τα πράγματα, όμορφη προδιαγράφεται η εικόνα γι’ αυτούς που έχουν την όποια δυνατότητα να την σκαπουλάρουν για μερικές ημέρες, να ξεδώσουν, να ανασάνουν, να ξεχάσουν την άγρια καθημερινότητα η οποία εκτυλίσσεται μεταξύ επιδομάτων για να μη πεθάνουν μερικοί κι αυτών που ως ενασχόλησή τους εφηύραν οι αετονύχηδες τις πλατφόρμες των pass. Οι τελευταίοι, το γνωρίζουν κάλλιστα ότι είναι καμένοι από πρώτο χέρι, ζουν τώρα απλώς απροετοίμαστοι την κατάρρευσή τους, το θέμα εναπόκειται όμως σε εκείνους οι οποίοι αν και ‘μετανάστευσαν’ από το κλεινόν άστυ με την προσδοκία να ζήσουν μερικές ημέρες ως άνθρωποι, επιστρέφοντες θα βρεθούν εμπρός σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα υποχρεώσεων αλλά και νέων ‘υποσχέσεων’. ‘Παράπονο κανένα’ δεν τραγουδούσε η αξέχαστη Βίκυ Μοσχολιού κάπου εκεί στα 1976 σε στίχους Πυθαγόρα και σε σύνθεση του Απόστολου Καλδάρα; Ε, λοιπόν αυτή δεν είναι η ζωή που φτιάξαμε; Αυτά δεν επιλέξαμε να ζήσουμε; Γιατί να παραπονούμαστε; θα μας αντιπροτείνουν κάποιοι. Και δίκιο από πάνω θα έχουν!