Ο κόσμος όλος ένα ψέμα. Υπήρχε μια βαθύτερη αιτία για το πόσο πολύτιμο ήταν το όνειρό του. Και τούτη η βαθύτερη αιτία είχε να κάνει με μια περηφάνια πράγμα τόσο συνηθισμένο και ζωτικό στα μέρη εκείνα. Για να νιώσεις την περηφάνια αυτή, δεν χρειαζόταν να ΄χεις στο νου σου τίποτε άλλο παρά πόσο φτηνά κοστίζει ο άνθρωπος, να γνωρίζεις καλά πως είναι πραγματικά πράγμα σπάνιο κάθε οικογένεια να ΄χει το φαΐ της, τα ρούχα της, και να μπορεί τα φέρνει βόλτα. Ήταν η φτώχεια του τόπου που την γεννούσε την περηφάνια. Για ν΄αποκτήσεις τα πράγματα που χρειάζονται και σε κρατούν ζωντανό, η ζωή καθημερινά γινόταν ένας μακρύς, αβέβαιος αγώνας.
Μα η ανθρώπινη ζωή που δίνεται τζάμπα και παίρνεται πίσω ξαφνικά δίχως να πληρώσεις δεν είχε τιμή, δεν μπορούσε να κοστολογηθεί σαν ένα πανέρι ψάρια. Δεν είχες παρά να κοιτάξεις γύρω σου, να δεις ανθρώπους να χάνονται στην θάλασσα, σιωπηλά, βουτώντας να βγάλουν ένα μηδαμινό μαύρο σφουγγάρι. Πολλές φορές η αξία μοιάζει μηδαμινή ή καμιά. Στιγμές που αφού κουράστηκες, αγωνίστηκες, έσφιξες τα δόντια και μόχθησες βλέπεις τα πράγματα να μην καλυτερεύουν. Τότε έρχεται να σταλάξει μέσα σου η πεποίθηση πως η ζωή δεν αξίζει φράγκο, σε τούτον τον ψεύτικο ντουνιά, εσύ δεν αξίζεις φράγκο, και πως κάθε ευκαιρία που σου δίνεται για να την φέρεις τούμπα, να την αλλάξεις, πρέπει να την εκμεταλλευτείς.
Ήξερε καλά πως είναι όταν υποφέρουν οι άνθρωποι. Γίνονται κακοί κι άσκημοι και κάτι πεθαίνει μέσα τους. Δεν ήθελε να πεθάνει έτσι. Το κυριότερο όμως που ήξερε ήταν ότι ολόκληρο το σύστημα του κόσμου είναι χτισμένο πάνω σ’ ένα ψέμα. Κι είναι ένα ψέμα ολοφάνερο, μα αυτοί που δεν ξέρουν έχουν ζήσει τόσο καιρό μαζί του που δεν μπορούν να το δουν γιατί είναι κολλημένοι στην γης. Εκείνος όμως ήταν άλλο. Ήταν ο γιος της κυρά θάλασσας και μπορούσε να πετάξει μακριά έξω από αυτό το ψέμα σαν θαλασσοπούλι. Θα το πούλαγε το δακτυλίδι για να φύγει από την μιζέρια. Εξάλλου αυτό έκανε και με τόσα άλλα που ανέβαζε κατά καιρούς απ’ τον βυθό της θάλασσας.
Ήξερε πως δεν ήταν σωστό, μα αυτό που είχε σημασία για τον Άγγελο ήταν να ξεφύγει, να αλλάξει. Δεν το έπαιρνε σαν απείθεια στον Νόμο, σαν ανυπακοή. Υπό αυτές τις συνθήκες, ετούτη η λέξη δεν έχει πια νόημα. Εκφράζει απλώς μια πρόσκαιρη άρνηση του Νόμου, μια παρένθεση, καταδικαστέα βέβαια, αλλά συγχωρητέα μες στο πλαίσιο της επιβίωσης. Και, αν το σκεφτείς, θα παραδεχτείς πως ισχύει περίπου το ίδιο για όλον τον κόσμο…
Οι Νόμοι γράφονται για να ξεχνιούνται, σαν αυτούς που στέκουν παρατημένοι πάνω σε μια πέτρα να ψήνονται στον ήλιο στην Γόρτυνα. Νόμοι που κανείς δεν ξέρει να διαβάσει, κανείς δεν υπακούει πια. Η παραβίαση ενός κανόνα, ισοδυναμεί με την επιλογή νέων κανόνων. Η παραβίαση ενός Νόμου είναι αυτό που κάνει τον κόσμο να προχωρά, διότι αυτή, και μόνον αυτή, γεννά το καινούριο, το διαφορετικό, γεννά τις νέες ανάγκες και τους δημιουργούς. Όλοι όσοι αρνούνται να υπακούσουν σ’ ένα κράτος, σε μια ιδεολογία, σε έναν κανόνα, σε ό,τι ισχύει έτσι ολοκληρωτικά δίχως να λαμβάνει υπόψη τις πιο μικρές προσωπικές ανάγκες της ζωής ενός ανθρώπου, την επιθυμία για αξίες αλλά και για καθρέφτες, για τον πόθο και για την ηδονή.
(Συνεχίζεται…)
Εδώ όλα τα κεφάλαια