Βιβλίο

«Το δακτυλίδι της Θεάς». Κεφάλαιο 3ο: Προσδοκίες και Παραμύθια, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Το μυαλό του πήγε σε εκείνο το παραμύθι, το αγαπημένο του παραμύθι, που του έλεγε η λαλά του στα παιδικά του χρόνια, για τον Βαρκάρη Μανωλιό που μέσα στην θάλασσα είδε από την βάρκα του να λάμπει μια ασημένια πλάκα με έναν ολόχρυσο σταυρό επάνω της. Ο Μανωλιός, ο βαρκάρης, βούτηξε στο νερό και έπιασε την πλάκα να την σηκώσει, μα όταν την σήκωσε είδε πως από κάτω της βρίσκονταν σαράντα χρυσά σκαλοπάτια που οδηγούσαν ολοένα και πιο μέσα στον βυθό σε μια μεγάλη ολόφωτη αίθουσα γεμάτη από χρυσά κοσμήματα και θησαυρούς. ‘Όσο άντεχε η ανάσα του κατέβηκε πιο κάτω, μα καθώς κόντευε να σκάσει μην αντέχοντας άλλο χωρίς ανάσα, γύρισε να ανέβει πάνω. Το μόνο που πρόλαβε και πήρε μαζί του, ο Μανωλιός ήταν ένα χρυσό μήλο που είχε κυλήσει εκεί στο τέλος της σκάλας από τον θησαυρό, ένα χρυσό μήλο που όταν έφτασε στην επιφάνεια και πήρε την ζεστασιά του ήλιου, μεταμορφώθηκε σε μια πεντάμορφη βασιλοπούλα που την είχε φυλακισμένη ο γέρος της θάλασσας. Ο Μανωλιός την πήρε στην στεριά και την πήγε στο παλάτι.

Ο απαρηγόρητος βασιλιάς που είχε χάσει την μονάκριβή του κόρη, μόλις την είδε έλαμψε και ρώτησε τον Μανωλιό τι δώρο ήθελε για το καλό που τού’κανε. Ο Μανωλιός τότε, θαμπωμένος από την βασιλοπούλα, χτυπημένος από τις χρυσές σαΐτες του έρωτα τη ζήτησε για γυναίκα του. Όμως ο βασιλιάς δεν ήθελε να την παντρέψει με έναν φτωχό ψαρά. Για να μην αθετήσει την υπόσχεσή του ζήτησε τότε από τον φτωχό βαρκάρη να μπαρκάρει με ένα καράβι και να πάει στην ανατολή να του φέρει το μαγικό σκουφί και τα μαγικά παπούτσια που τον έκαναν αόρατο και γρήγορο σαν το πουλί, ώστε να μπορεί μέσα σε μια μέρα να τριγυρνά και να ελέγχει το βασίλειό του. Στην πραγματικότητα όμως ο πονηρός βασιλιάς είχε διατάξει τον καπετάνιο και τους ναύτες, να ανοιχτούν στο πέλαγο κατά κει που ζούσε η γοργόνα που έτρωγε τους ναύτες και να της δώσουν θυσία και τροφή τον άτυχο ψαρά που τόλμησε να ρίξει τα μάτια του πάνω στην μονάκριβή του κόρη.

Μόλις το καράβι πλησίαζε, στην μέση της θάλασσας λέει ο καπετάνιος στον Μανωλιό.

“Πρόσεξε Μανωλιό εδώ λίγο, γιατί εγώ με τους άλλους ναύτες έχω μια δουλειά στο αμπάρι”,

” Να πας, καπετάνιο και έχω το νου μου”.

Μόλις κλείστηκαν όλοι στο αμπάρι και έμεινε ο Μανωλιός στο κατάστρωμα, σταματάει το πλοίο. Κοιτά από εδώ, κοιτά από εκεί, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί σταμάτησε το πλοίο.

“Μα τί έπαθε; Θα μου πει ο καπετάνιος πως δεν είμαι άξιος να προσέχω το πλοίο”

Εκεί που σκεπτόταν τι να κάνει, βλέπει μια γυναίκα που κράταγε με τα δύο της χέρια το πλοίο.

“Τι κάνεις εκεί;” την ερωτά.

“Α, δεν ξέρεις; Αν δεν μου ρίξετε έναν άνθρωπο να τον φάω, θα βυθίσω το καράβι κι όσους βρω μέσα του θα τους φάω”.

“Αχ καημένη, άμα πέσω κάτω, θα σπάσει η χολή μου, θα πικρίσω και δεν θα τρώγομαι. Ρίξε μου τα μαλλιά σου επάνω, να δεθώ και να πέσω σιγά- σιγά να με φας”

Τότε η γοργόνα ρίχνει τα μαλλιά της επάνω. Πιάνει αυτός και τα τυλίγει καλά – καλά στα χέρια του και με μιάς την τραβάει στο κατάστρωμα. Εκεί βλέπει πως ήταν η μισή γυναίκα και η μισή ψάρι. Την αρχίζει αμέσως στο ξύλο.

” Θα ξαναφάς ανθρώπους από τα πλοία;”,

“όχι δεν θα ξαναφάω”.

“Ορκίσου μου πως δεν θα ξαναπειράξεις άνθρωπο”.

” Μα το γάλα που έφαγα από την μάνα μου και το γάλα που έδωσα στα παιδιά μου, δεν θα ξαναπειράξω άνθρωπο, και όταν ακούω Μανωλιό θα κρύβομαι στα κατάβαθα της θάλασσας”.

Έτσι της έδωσε μία και την πέταξε πάλι πίσω στην θάλασσα. Οι άλλοι από το αμπάρι που ακούγανε το χτύπημα, λέγανε:

“Α τον κακομοίρη πώς τον κάνει το θηρίο. Τώρα για να προχωρεί το πλοίο πρέπει να τον έφαγε η γοργόνα, ας ανεβούμε επάνω”.

Μόλις ο καπετάνιος και οι ναύτες ανέβηκαν και τον είδαν να στέκεται μπροστά τους, τον παραδέχτηκαν για παλικάρι ατρόμητο και έγιναν το τσούρμο του. Με αυτό το τσούρμο ο Μανωλιός, γύρισε με το καράβι, ο ίδιος σαν καπετάνιος πειρατής και κούρσεψε την πόλη του βασιλιά και παντρεύτηκε την όμορφη βασιλοπούλα.

Ο Άγγελος δεν ξαναβούτηξε εκείνη την μέρα. Ήξερε πως στα χέρια του κρατούσε έναν θησαυρό. Έπιασε τα κουπιά και τράβηξε για το λιμάνι. Είχε αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι. Έδεσε την βάρκα και κάθισε στα βότσαλα κρατώντας σφιχτά το δακτυλίδι στα χέρια του. Ξαπλώθηκε, ακούγοντας τις φωνές των εργατών απ’ την ταβέρνα στο λιμάνι. Θα το πουλούσε το δακτυλίδι, θα γέμιζε χρυσάφι, θα αγόραζε ένα μεγάλο καΐκι και θα γινόταν ο καπετάν Άγγελος. Σιγοτραγούδησε: “Θάλασσα δίχως κύματα είναι το κοίταγμά σου και ‘γω καράβι του σεβντά στα ματοβλέφαρά σου…”.

Ούτε κατάλαβε πόση ώρα κάθισε εκεί στην άκρη της θάλασσας, να κάνει όνειρα, ένα καινούριο λευκό ολόδικό του καΐκι από σαμιώτικο πεύκο, δεμένο να τον περιμένει στο λιμάνι και τον εαυτό του, ντυμένο με μια ζεστή μάλλινη καινούρια πατατούκα για να αντέχει στα μεγάλα κρύα, σταυρωτή με ολόχρυσα κουμπιά. Θα ανοιγόταν στην θάλασσα μαζί του, θα ταξίδευε πιο μακριά, για μερόνυχτα ολόκερα. Μακριά από αυτή την μίζερη λουρίδα της παρατημένης έκτασης, που συνόρευε με σειρές από σάπια καλύβια, την παλιά ταβέρνα, τις βρώμικες σιταποθήκες, το παλιό τζαμί ή το εργοστάσιο εμφιάλωσης. Μακριά από τους ανθρώπους της, οι άνθρωποι που έμεναν πάντα ίδιοι, εργάτες και πάμπτωχοι ψαράδες, γυμνά παιδιά και ασπρομάλληδες γυρολόγοι, που δεν μπορούσαν να ζήσουν αλλού παρά μόνο σε παράγκες από παλιές μαυρισμένες πέτρες, λαμαρίνες, πηλό και τενεκέδες, σε μισογκρεμισμένες τρώγλες. Μακριά από τα μίζερα κίτρινα φώτα του αυτοσχέδιου Λούνα Παρκ της πλατείας που φάνταζε κακόγουστο τα βράδια καλώντας τον κόσμο να κάνει κύκλους με τα ξύλινα αλογάκια, να τραβάει τα σκοινιά στις βαριές σιδερένιες βαμμένες με γαλάζια λαδομπογιά βάρκες και να πετάει κρίκους στον ξύλινο πάγκο με τα σκονισμένα παλιά βερμούτ.

(Συνεχίζεται…)

Εδώ  όλα τα κεφάλαια

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png  

SHARE
RELATED POSTS
Ένα Τορκί Μπαρ, αίνιγμα για λύση, της Ντόρας Αρκουλή
“Οτέλ Κονσταντινίγιε” από τον Ζούλφι Λιβανέλι, του Άγγελου Κουτσούκη
Ο Δημήτρης Μπρούχος με το “Βραβείο Ευποιΐας 2015” για την προσφορά του στα γράμματα και τον Πολιτισμό

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.