Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Τα σφιχταγκαλιάσματα, η χαμένη αντίσταση κι o δρόμος με το σύνθημα, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Το χωριό του, ο Προυσός Ευρυτανίας, μετά κι από το φονικό που έγινε ανάμεσα στις δυο οικογένειες, δεν τον χωρούσε πλέον. Για να σβήσει ο Νίκος– όσο μπορούσε – από τη μνήμη του το φοβερό αιματοκύλισμα εκείνης της Κυριακής το απόγευμα, αποφάσισε μετά από πολύ πόνο να το εγκαταλείψει, κατεβαίνοντας πού αλλού; Μόνο μια πολύβουη πόλη σαν την Αθήνα σκέφτηκε ότι θα μπορούσε συν τω χρόνω να απαλύνει  την ντροπή που κουβαλούσε. Αποχαιρέτησε βουνά και λαγκάδια, πεύκα και θεόρατα πλατάνια κάτω από τα οποία απολάμβανε τα μεσημέρια του, και με ένα φορτηγάκι πάνω στο οποίο στοίβαξε τα εντελώς απαραίτητα, ήρθε κι εγκαταστάθηκε στην συνοικία  «Άγιος Παύλος» Μεταξουργείου.  Χωρίς εργασία στην αρχή, και με όποιες οικονομίες κατόρθωσε να έχει από το κοπάδι του που πούλησε αλλά και με την γυναίκα του να εργάζεται σε συνεργείο καθαρισμού πολυκατοικιών, περνούσε ο καιρός του. 

Ως εκεί πάνω πέταξε από την χαρά του όταν ο διαχειριστής της πολυκατοικίας τον φώναξε ένα απόγευμα προτείνοντάς του (εάν ήθελε) να περιποιείται τον κήπο, αφενός μεν να μη αισθάνεται αποκομμένος κι άπραγος αφετέρου δε να προσέδιδε και ζωντάνια στα ήδη εγκαταλελειμμένα δέντρα όπως λεμονιές, βερικοκιές, μουσμουλιές, ιβίσκους και λοιπά. Τον περισσότερο χρόνο του, ειδικά κάποια ανυπόφορα από τη ζέστη μεσημέρια του, κοιμόταν κάτω από την σκιά των δέντρων, ενθυμούμενος το χωριό του τον Προυσό όπου την άραζε σαν κάτι μέρες σαν αυτές κάτω από τα βαθύσκιωτα πλατάνια του, και το δάκρυ άθελά του σκέτο κορόμηλο κατηφόριζε στο αξύριστο πρόσωπό του. 

Σε μια γωνιά του κήπου – και αρκετά μακριά από τους υπόγειους σωλήνες της αποχέτευσης – ένα απόγευμα φύτεψε έναν πλάτανο σχεδόν ίσια με το μπόι του. Ονειρευόταν πως κάποια στιγμή θα μεγάλωνε τόσο πολύ, θα ξεπερνούσε σε ύψος ακόμα κι αυτόν τον διαχωριστικό τοίχο που τους χώριζε από την άλλη απέναντι του πολυκατοικία, κι αυτός χαρίζοντας δροσιά και στα γειτονικά μπαλκόνια θα αισθανόταν περήφανος για τον πλάτανό του αλλά και για την σκιά που θα χάριζε σε κάποιους από τους γείτονές του. 

Τα χρόνια περνούσαν γρήγορα, ο πλάτανος έριξε το ρίζωμά του, βρήκε και τα υπόγεια νερά του για να τρέφεται κι άρχισε να ανεβαίνει ως το πρώτο παράθυρο του πρώτου ορόφου της απέναντι πολυκατοικίας. Έκτοτε το παράθυρο αυτό παρέμενε μονίμως ανοιχτό με τον ένοικό του κάθε πρωί να καλωσορίζει το αναπτυσσόμενο φύλλωμά του καθώς και τα χνουδωτά του πλατανόμηλα. Κι όλο ανέβαινε ψηλά ο πλάτανος στη ράχη της διπλανής πολυκατοικίας, κι όλο το φύλλωμά του γινόταν πιο πυκνό, κι όλο ο Νίκος εγκλιματιζόταν στους ρυθμούς της αγαπημένης του συνοικίας του «Αγίου Παύλου» Μεταξουργείου, κι όλο πιο πολύ άρχισε να βγαίνει κι έξω από το σπίτι του συμμετέχοντας στις διαδηλώσεις και στις πορείες που ξεκινούσαν από τον Σταθμό Λαρίσης, διέσχιζαν την οδό Δεληγιάννη κι ανηφόριζαν την Αγίου Κωνσταντίνου φθάνοντας ως την πλατεία Ομονοίας όπου εκεί τους ανέμεναν τα άλλα μπλόκα που είχαν καταφθάσει από την οδό Πειραιώς, την Αχιλλέως, την Αθηνάς, την Πανεπιστημίου και Σταδίου, από την πλατεία Κάνιγγος, διεκδικώντας πότε ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, άλλοτε αυξήσεις του μεροκάματου κι άλλοτε κοινωνικές απαιτήσεις σαν –ας πούμε – αυτήν τη μεταφορά των φυλακών από τον Κορυδαλλό κάπου μακρύτερα από αυτή την περιοχή διότι χρόνια ταυτίστηκε με το έγκλημα, την παρανομία, τους κρατουμένους και  λοιπά, εδώ κι επάνω από 60 χρόνια ως σήμερα.

Ο Νίκος, μετά από τις διαδηλώσεις επέστρεφε στο σπίτι του, τακτοποιούσε τις κομματικές σημαίες σ’ ένα μικρό τσίγκινο κουβούκλιο σε μια άκρη του κήπου για να είναι ετοιμοπόλεμες για την επομένη διαδήλωση, περιποιόταν τον κήπο, ήλεγχε  και τις σωληνώσεις της αποχέτευσης, απαλλάσσοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την πολυκατοικία κι από ένα μηνιαίο έξοδο της τάξεως των 28, κι έτσι η ζωή κυλούσε μονότονη μεν αλλά μακριά από εικόνες σφαγιασμού και μακελέματος σαν αυτές που τον έκαναν να νοιώσει ντροπή και φόβο στο χωριό του, αιτία όπου και το εγκατέλειψε.  

Στα 26 χρόνια που έχουν παρέλθει από την ημέρα που φύτεψε εκείνον τον πλάτανο, αρκετά άλλαξαν στην πολυκατοικία του, αλλά εκεί που η αλλαγή ήρθε να χαμηλώσει τα φτερά του Νίκου προσγειώνοντάς τον κάθετα στην ωμή πραγματικότητα, ήταν όταν είδε το απέναντι παράθυρο του γείτονα σφαλιστό και τα φύλλα του πλάτανου κιτρινισμένα. Τότε έμαθε ότι ο γείτονας που κάθε πρωί καλωσόριζε και χάϊδευε τις άκρες των τρυφερών του φύλλων και των χνουδωτών του καρπών, πέθανε. Ο πλάτανος άρχισε να μαραίνεται, να ξηραίνεται και να σκάει ο φλοιός του κι αυτό μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα έφθασε ως την επιφάνεια του εδάφους εκεί που ο κορμός του δένδρου είχε μια διάμετρο μεγαλύτερη των σαράντα εκατοστών. Δεν το άντεξε ο Νίκος αυτό το χτύπημα, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι «Θα φυτέψουμε άλλον Νίκο, μη στενοχωριέσαι» που του είπε ο διαχειριστής της πολυκατοικίας. Σίγουρος πλέον για το ότι ο πλάτανός του θα ζούσε από εδώ και στο εξής κάτω από την επιφάνεια του εδάφους επί αρκετά χρόνια, αφού είχε σφιχταγκαλιάσει τις σωληνώσεις έχοντας κουλουριαστεί γύρω τους αρχίζοντας μάλιστα να αμολάει και νέα μπουμπούκια, καθόλου δεν το άντεξε, ούτε την υπομονή είχε να περιμένει ξανά το φύλλωμά του να το κατευθύνει όπου αυτός ήθελε. 

Ένα πρωινό πακετάρισε και τις κομματικές σημαίες, πήρε το λεωφορείο το αστικό με σκοπό να τις παραδώσει στην Τοπική Οργάνωση ως όφειλε και μετά κατέβηκε ως τον σιδηροδρομικό σταθμό Λαρίσης με προορισμό όπου κανένας ποτέ δεν έμαθε. Από την συνοικιακή Τοπική Οργάνωση μερικές μέρες αργότερα έφθασε η πληροφορία ότι το μυαλό του Νίκου σάλεψε επειδή δεν μπορούσε να δεχθεί ότι ο μόνος τόπος που θα τον έκανε πάλι δεκτό ήταν το χωριό του, σε ένα χωριό που ποτέ του δεν ήθελε να ξανά αντικρύσει ούτε από το απέναντι βουνό. Τώρα τα αγριόχορτα και τα ζιζάνια έπνιξαν τον κήπο, έγειραν και οι ιβίσκοι, στις μουσμουλιές συρρικνώθηκαν οι καρποί, τα παιδιά δεν ξανά πέρασαν εμπρός από τον δρόμο και την πολυκατοικία για να επαινέσουν τον Νίκο και το έργο του στο οποίο είχε επιδοθεί με μεράκι ξεχνώντας ό τι το φρικτό έζησε εκεί στην επαρχία του κάποτε. Τα λάβαρα δεν θα τοποθετηθούν ποτέ πια σ’ εκείνο το τσίγκινο κουβούκλιο που φυλάσσονταν. 

Ένα σύνθημα κάποιο πρωί έκανε έντονη την παρουσία του στον απέναντι τοίχο με πινέλο γραμμένο και κόκκινα καλλιγραφικά γράμματα, και όχι με σπρέι όπως συνηθίζεται: ‘Our own resistance, Our only weaponsthe fruits from the plane treeswere silenced for good’

SHARE
RELATED POSTS
Η ελπίδα ήρθε, της Ματίνας Ράπτη-Μιλήλη
Μάνα, του Μίλτου Παγκά
Η σκιά, της Μαρίνας – Μαρίας Βασιλείου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.