Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Οι κυλιόμενες σκάλες του ΜΙΝΙΟΝ, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Η Ματίνα Ράπτη -Μιληλήέχει πτυχίο Κοινωνιολογιας και η πτυχιακή της εργασία ήταν πάνω στην κακοποίηση ανηλίκων. Γράφει μικρές ιστοριες που εχουν να κάνουν με το σήμερα και το χθες. Της αρέσει να παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω της και να ακούει τις ιστορίες τους.

Να ΄μαι πάλι εδώ. Στα παλιά μου καλοκαιρινά λημέρια. Εδώ που όλα είναι ίδια και την ίδια στιγμή τίποτα δεν είναι όπως τότε. Αυτό το ¨τότε¨  που ξυπνάει κάθε που έρχομαι εδώ! Απίστευτο κόλλημα. Σκέφτομαι και ξαναπαίζω στο μυαλό μου τις ίδιες ιστορίες, τις ίδιες βουτιές από τον μώλο, τα ίδια σκαρφαλώματα στην αμυγδαλιά του γείτονα, οι ίδιες βόλτες στον καλοκαιρινό κινηματογράφο, τα νυχτερινά μπάνια με παρέα, το κολύμπι στην βροχή, τη μυρωδιά από το βρεγμένο χώμα μετά την πρώτη βροχή, τα καρδιοχτύπια, τα παγωτά, τις περιπέτειες και τους επικούς πολέμους με την διπλανή πολυκατοικία,τα πάρτυ, τα κυνηγητά…τα πρώτα καρδιοχτύπια,  μια απίστευτα βαρετή λούπα για τους οικείους μου, ένας βαθύς αναστεναγμός για μένα.

Σήμερα στην παραλία μια φίλη από τα παλιά μου είπε «Μα τι ωραία που περάσαμε τόσα καλοκαίρια εδώ, τί ωραία !» και κατάλαβα πως δεν είμαι μόνο εγώ τελικά. Είναι κι άλλοι κι είμαστε πολλοί που μοιραστήκαμε την ίδια βάρκα που βουτούσαμε για να πιάσουμε άμμο. Αχ, πραγματικά Άννα, τί όμορφα χρόνια!

  Δεν πρέπει να κολλάω στο τότε, όλοι μου λένε. Κάνω πως δεν τους ακούω. Κάνω πως δεν καταλαβαίνω. Δικό μου και το τότε και το τώρα. Πού το κακό να μπαινοβγαίνω από τις πόρτες τους όποτε εγώ θέλω; Όχι, σκέφτομαι. Δεν θα μου πάρετε το παρελθόν μου. Άμα σταματήσω να το σκέφτομαι θα χαθεί στην απόλυτη λήθη. Κανείς δεν θα θυμάται πως μάζευα πυγολαμπίδες κάτω από τα φαναράκια του κήπου.  Μια φωτεινή κουκκίδα στον απέραντο χρόνο είναι. Μια πυγολαμπίδα.  Αφήστε με να την παρακολουθώ να αναβοσβήνει  στον ορίζοντά μου που και που κι όσο μπορώ ακόμα γιατί η μνήμη είναι ύπουλη και μερικές φορές παίζει με σημαδεμένα χαρτιά. Εκεί, στην άκρη του ματιού σαν μυγάκι που γυρίζει στον οπτικό μου θόλο νευρικά. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί οι άνθρωποι όσο μεγαλώνουν λένε τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες από τα νιάτα τους όταν βρεθούν με παρέα ή στα οικογενειακά τραπέζια. Θέλουν μάρτυρες πως έζησαν. Πως κάποτε ήταν ευτυχισμένα παιδιά, τότε που όλα είχαν σημασία αλλά κανείς δεν σταματούσε να το σκεφτεί. Θα μου πείτε, ε, και; Δεν έχω απάντηση. Ή μάλλον μπορεί και να έχω. Αλλά δεν είμαι σίγουρη αν ισχύει για όλους. Για μένα πάντως ισχύει. Ισχύει ίσως για όποιον αντιλαμβάνεται τον χρόνο που περνάει σαν να βρίσκεται σε κυλιόμενες σκάλες και μπορεί να στρέψει το βλέμμα του και να κοιτάξει και εκείνους που κατεβαίνουν.  Εγώ λοιπόν ζω στις πρώτες κυλιόμενες σκάλες που είδα ποτέ στην ζωή μου. Εκείνες του ΜΙΝΙΟΝ,  με τα κρεμαστά πλαστικά κρύσταλλα που χώριζαν τους ορόφους. Κι  άπλωνα, θυμάμαι,  το χέρι μου να τα ακουμπήσω με τα ακροδάχτυλά μου ενώ η μαμά μου έλεγε ¨μη¨. Αυτό το “μη” ποτέ δεν έπιασε τόπο τελικά.

Μόνη λοιπόν μετά από καιρό.  Στην βεράντα με θέα ένα προϊστορικό συντριβάνι σε πρώτο πλάνο, κήπος με παγκάκια και γκαζόν επίσης προϊστορικά, μια σειρά από καλοστοιχισμένες πικροδάφνες στον δρόμο και από πίσω τους η θάλασσα, ήρεμη επιτέλους μετά από πολλές πολλές ανεμοδαρμένες ημέρες.

Άναψα ένα φιδάκι για τα αιμοδιψή κουνούπια και ένα φαναράκι για τον χαμένο ήλιο. Έδυσε μεγαλοπρεπώς πριν λίγο  αλλά δεν τον πρόλαβα. Να του πω εις το επανειδήν. Αύριο πάλι. Να του παραπονεθώ γιατί σήμερα ήταν λίγο τεμπελάκος και κρύφτηκε πίσω από κάτι παράξενα σύννεφα. Σε συγχωρώ όμως  γιατί σήμερα δεν με έκαψες συν που είχα χρόνο να παρατηρήσω τα σύννεφα. Πάντα μου άρεσε να χαζεύω τα σύννεφα και πάντα έβλεπα διάφορα σχήματα μέσα τους. Συνήθως δράκους, διαβολάκια, νυχτερίδες με ανοιγμένα φτερά, αετούς. Σήμερα έβλεπα μόνο ελεφαντάκια, αρκουδάκια στο δάσος, γατούλες, μια καμηλοπάρδαλη και πολλά πολλά σκυλάκια. {Ευχαριστώ μικρούλη μου Μάξιμε που αλάφρυνες τον κόσμο μου.}

Η ώρα πήγε εννέα, άναψαν και τα φώτα του κήπου, κάτι απρόσωποι γλόμποι πάνω σε ριγέ σωλήνες. Ωραία είναι, μην γκρινιάζω όλη την ώρα, αλλά σαν τα κόκκινα μανιταράκια που είχαμε παλιά δεν είναι. Το ¨τότε¨που σας έλεγα. Το σκοτάδι σκεπάζει κάθε λεπτομέρεια που με πονάει και η μυρωδιά από το φιδάκι με έχει σχεδόν υπνωτίσει… μην πω τίποτα χειρότερο. Αλλά άμα το καλοκαίρι δεν μυρίζει φιδάκι, καρπούζι, γεμιστά με φέτα και αντιηλιακό καρύδα τότε τι;

Ειδήσεις είπα δεν θα δω. Ξέρω, καταλαβαίνω, ακούω, φαντάζομαι το χάος πέρα από τούτη την μικρή βεράντα, αλλά θα το αφήσω για την Δευτέρα. Δεν είναι δα και πολλές οι μέρες που απέμειναν. Είμαι πάνω στην σκάλα μου και ανεβαίνω. Λίγα σκαλιά ξεγνοιασιάς ακόμα. Απέναντι μου ο παιδικός μου εαυτός χέρι χέρι με τον εφηβικό μου εαυτό  κατεβαίνουν χοροπηδώντας τις  κυλιόμενες σκάλες και μου γνέφουν με πονηρά γελάκια και κάνουν κάθε κρεμαστό κρυσταλλάκι να κουδουνίζει στο πέρασμά τους.   Δεν ξέρω αν είναι κακό να κλείνω τα μάτια στο τώρα και να κάνω ταξίδια στην απόλυτη στιγμή που συνειδητοποιείς πως μπορείς απλά να υπάρχεις χωρίς να κάνεις  απολύτως τίποτα ή να σκέφτομαι το παρελθόν που φαντάζει  πάντα τέλειο (ενώ σαφέστατα δεν μπορεί να ήταν πάντα έτσι), αλλά και να είναι δεν θα το σκεφτώ τώρα αφού απλούστατα δεν σκέφτομαι τίποτα.

Ποτέ άλλοτε το τίποτα δεν ήταν τόσα πολλά…

 

SHARE
RELATED POSTS
Στιγμές που απόμειναν σε σκέψεις, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη
Αμάν πια με τις μάσκες, του Γιώργου Αρκουλή
Μια ιστορία από τα παλιά: το καζάνι, του Φιλήμονα Ρούσσου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.