Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ο Στάθης . . ., του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Ήταν έμμονη η ιδέα του. Ακολουθούσε πάντα μια παράξενη συνήθεια: οσάκις συνέβαινε και πέθαινε κάποιος άνθρωπος της τέχνης, του πνεύματος, του πολιτισμού ή συγγραφέας, αντί να βγει και να γράψει δυο καλές κουβέντες για το έργο, την προσφορά και την ζωή του θανόντος ή έστω να περιοριστεί σε μια έκφραση λύπης και συμπαράστασης προς την οικογένεια του εκλιπόντος, είχε το χούι να αναρτά φωτογραφίες από τις κοινές τους συνευρέσεις είτε αυτές ήσαν σε παρουσιάσεις βιβλίων, ποιητικών συλλογών, φιλολογικών βραδιών ή ακόμα και από μια κοινή συνεστίαση όλων των παρευρισκομένων σε μια εκδήλωση που έγινε μετά το πέρας της παρουσίας ενός πρωτοτύπου ημερολογίου για τη χρονιά εκείνη γνωστού εκδοτικού οίκου. Λες και ο άλλος ήταν εκεί, μόνο και μόνο για να φωτογραφηθεί μαζί του δίνοντάς του την ευκαιρία με το φευγιό του να πει: να!, κι εγώ ήμουν μαζί του, μαζί πίναμε καφέ, μου έγραψε και μια καλή κριτική για τον καινούργιο μου δίσκο που κυκλοφορεί και ο οποίος σκίζει στην αγορά, και γιατί όχι…, μαζί του ήμουν και στο ίδιο τηλεοπτικό πάνελ.

Δεν είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρος – από όσα τουλάχιστον γνωρίζω – μπορώ να κρίνω ότι από όλο αυτό το φωτογραφικό υλικό που κατά καιρούς αναρτούσε στον προσωπικό του λογαριασμό, σήμαινε πως όλους τους γνώριζε, όλοι τον γνώριζαν, όλοι είχαν κάποτε απαθανατιστεί μαζί του, είχαν πιει καφέ, έγραψαν μια κριτική, βρέθηκαν στο ίδιο τηλεοπτικό πάνελ.

Με αυτή λοιπόν την κεκτημένη του ταχύτητα που είχε αποκτήσει να ανεβάζει στο προφίλ του φωτογραφίες, του έμεινε το κουσούρι σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε όταν πλησίαζε η ώρα του να αποχαιρετήσει αυτόν τον μάταιο κόσμο, με μεγάλη επιμέλεια και για κάμποσες ημέρες έψαξε στο φωτογραφικό του αρχείο και επέλεξε τη φωτογραφία του εκείνη όπου θα παρέμενε για πάντα σε αυτή την άνω ζήση, και… πού ξέρεις, ίσως κάποια στιγμή να κινούσε το ενδιαφέρον και να ενέπνεε και κάποιον λαξευτή μαρμάρων ο οποίος θα επιμελείτο της προτομής του ή και γιατί όχι, και του ανδριάντα του ακόμη στο κέντρο της Μύρινας ή της Αθήνας ή της Πύλου ή της Κομοτηνής ή της Καβάλας.

Ευθυτενής, αγέρωχος και επιβλητικός να κοιτάζει την κάμερα, και κάτω χαμηλά στην δεξιά μεριά των παπουτσιών του δυστυχώς ένας σχολιασμός, όπου κάποιος τρισάθλιος hacker κατάφερε να συμπληρώσει στη φωτογραφία κάποια μεσάνυχτα, υποτιμώντας την μνήμη του, καταρρακώνοντας τον ακέραιο χαρακτήρα του, την προσφορά και την αξία του, με μια φράση: «Α, ρε Στάθη, γαμώ την ατυχία σου. . .».

 * Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Το καντάρι, του Αλέξανδρου Μπέμπη
Ζωγραφική ή φωτογραφία;, του Μάνου Στεφανίδη
«Σημαίες από νάιλον και ταμπούρλα δίχως ήχο», του Πάνου Μπιτσαξή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.