Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ο σοφός κυρΒόλφης, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Spread the love

Ο Αλέξανδρος Μπέμπης είναι επιχειρηματίας.

 

 

Μια φορά και έναν καιρό, καλά μου παιδιά, ήταν τρία κατσικάκια. Αδερφάκια.

Ο Γουάιτι, ο Γκρέιλι και ο Μπλάκι.

Είχαν μεγαλώσει πια και μια μέρα αποφάσισαν πως έπρεπε επιτέλους να φτιάξουν το δικό τους σπίτι.

Έτσι, μετά το μεσημεριανό φαγητό, αντί να βγουν να παίξουν κάθισαν να συζητήσουν τι θέλουν να κάνουν.

Πώς ονειρεύεται ο καθένας το σπίτι τους.

Εγώ, λέει ο Γουάιτι, προτείνω να φτιάξουμε το σπίτι μας με άχυρα. Εύκολα, γρήγορα και κυρίως φτηνά.

Δεν θα ξοδέψουμε λεφτά επειδή άχυρα υπάρχουν παντού.

Καλή η ιδέα σου, απαντάει ο Γκρέιλι, για εύκολα, γρήγορα και φτηνά αλλά για σκέψου να περάσει κάποια μέρα ένα κοπάδι πεινασμένες αγελάδες και μας το φάνε. Μετά τι θα κάνουμε; Φτου και πάλι από την αρχή;

Εντάξει, δίκιο έχεις. Δεν σκέφτηκα τις αγελάδες. Εσύ τι προτείνεις, τον ρωτάει ο Γουάιτι.

Εγώ θα έλεγα να το φτιάξουμε ξύλινο, απαντά ο Γκρέιλι. Να αγοράσουμε καδρόνια, δοκάρια, σανίδια, σκεπάρνια, πριόνια και καρφιά.

Να ριχτούμε στη δουλειά για να γίνει ένα γερό γερό σπίτι που δεν θα κινδυνεύουμε να μας το φάνε αγελάδες.

Ναι βρε αδερφέ σωστά τα λες αλλά αν κάποια μέρα που θα λείπουμε αν πεταχτεί από το τζάκι μια σπίθα, πάπαλα το σπίτι μας.

Θα γίνει κάρβουνα και αποκαΐδια, είπε ο Γκρέιλι, ξύνοντας το γενάκι του. Εσύ Μπλάκι γιατί δε μιλάς και είσαι τόσο σκεφτικός;

Εγώ παιδιά σκέφτομαι να το φτιάξουμε με τούβλα, τσιμέντο και σίδερα…

Μπράβο, μπράβο, τέλεια ιδέα, λένε ταυτόχρονα ο Γουάιτι και ο Γκρέιλι, θα είναι…

…αλλά μπορεί να μη μας το φάνε αγελάδες ούτε να κινδυνεύει από φωτιά, αλλά για φανταστείτε τι θα γίνει όταν μετά από χρόνια δεν θα ζούμε.

Δηλαδή τι θα γίνει, ρωτάει ο Γουάιτι.

Θα ερημώσει, θα γίνει ερείπιο, θα πέφτουν σοβάδες και για φανταστείτε την εικόνα. Θα βρομίζει το περιβάλλον όπως εκείνο το καραγιαπί στον απέναντι λόφο που το παράτησε αυτός που το έκτιζε και κάθε πρωί μας κρύβει τον ήλιο. Σας αρέσει αυτή η εικόνα;

Όχι, όχι, απαίσια σιχαμερή εικόνα, είπαν με ένα στόμα οι άλλοι δύο. Εμείς θέλουμε το περιβάλλον όμορφο!

Μιλούσαν, μιλούσαν έτσι χωρίς να συμφωνούν για ώρες μέχρι που πήρε να σουρουπώνει.

Ο λύκος κυρΒόλφης που μέχρι εκείνη την ώρα ήταν ξαπλωμένος στη σκιά, άνοιξε τα μάτια του και απόρησε.

Τι να λένε τόσες ώρες άραγε τα κατσικάκια, σκέφτηκε, κουνάνε τα χέρια και το κεφάλι τους…κάτι τους προβληματίζει…ας πάω να ρωτήσω.

Τι πάθατε καλά μου κατσικάκια…τι πρόβλημα έχετε…πείτε μου μήπως μπορώ να βοηθήσω.

Εξήγησαν στον κυρΒόλφη όλους τους προβληματισμούς τους και στο τέλος ο σοφός λύκος κούνησε με κατανόηση το κεφάλι του.

Μπράβο σας…σωστά όλα τα αρνητικά που σκεφτήκατε…γιατί δεν κάνετε αυτό που έκανα εγώ;

Δηλαδή, δηλαδή, δηλαδή;

Απλά έκανα σπίτι μου όλο το δάσος.

Δηλαδή, δηλαδή, δηλαδή, πώς, εξήγησέ μας.

Να, όπου βρω αφράτα άχυρα ξαπλώνω…όταν έχω φαγούρα στην πλάτη την ξύνω σε όποιο δέντρο βρω και τα βράδια κοιμάμαι σε όποιο βράχο έχει μια άνετη και βολική τρύπα. Είμαι ελεύθερος!

Δεν φοβάσαι μόνος, ρώτησε ο Μπλάκι, δεν κινδυνεύεις από τίποτε;

Γιατί να φοβηθώ…από το μόνο που κινδυνεύω είναι μήπως βρεθεί κάποιος απερίσκεπτος ή απρόσεκτος άνθρωπος και βάλει φωτιά στο δάσος.

Και τότε τι κάνεις κυρΒόλφη…για πες μας, ρώτησε ο Γκρέιλι.

Αρχίζω να τρέχω. Τρέχω, τρέχω, τρέχω μέχρι να σωθώ.

Κι’ αν δεν προλάβεις…

Αν δεν προλάβω θα καώ ζωντανός.

Αμάν κυρΒόλφη, ωραία ιδέα μας έδωσες…να καούμε δηλαδή κι’ εμείς ζωντανοί;

Όχι, όχι, μη φοβάστε…εσείς μπορείτε να σωθείτε εύκολα. Θα αρχίσετε να τρέχετε επάνω προς τη κορυφή του βουνού και εκεί που σταματούν τα δέντρα η φωτιά δεν μπορεί να φτάσει και όσες μέρες κι’ αν κρατήσει θα τρώτε χορταράκι και αγριολούλουδα και όταν σβήσει η φωτιά ξαναγυρνάτε…κι’ αν έχει καεί ολόκληρο το δάσος πάτε στο διπλανό!

Τότε γιατί δεν έρχεσαι κι’ εσύ μαζί μας, ρώτησε ο Γουάιτι, να σωθείς κι’ εσύ.

Χμμμ…γιατί εγώ δεν τρώω χορταράκι και αγριολούλουδα κι αν με σφίξει η πείνα…ξέρετε…πεινάω σαν λύκος…θα φάω εσάς…και δεν το θέλω επειδή σας συμπάθησα και σας αγάπησα. Άλλωστε, αν και πέρασαν τόσα πολλά χρόνια που έκανα σπίτι μου το δάσος, λύση δεν βρήκα.

Κι’ ας με φωνάζουν όλοι σοφό. Μόνο να τρέχω, να τρέχω, να τρέχω μήπως καταφέρω να σωθώ από τις φλόγες.

Και εμείς όμως σε αγαπήσαμε κυρΒόλφη και δεν θέλουμε να καείς ζωντανός, είπε ο Μπλάκι και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του και από εκεί στο γενάκι του και το μούσκεψε.

Μη σκέφτεστε εμένα…είμαι πια γέρος και αν δεν προλάβω να σωθώ θα πεθάνω ευχαριστημένος γιατί με τη συμβουλή μου σωθήκατε εσείς.

Έτσι ακολούθησαν τη συμβουλή του σοφού κυρΒόλφη τα τρία κατσικάκια, έκαναν σπίτι τους το δάσος όπου ζουν χαρούμενα και ελεύθερα και αν κάποιος απερίσκεπτος ή απρόσεκτος άνθρωπος το βάλει φωτιά, τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν μέχρι να σωθούν και όταν φτάσουν ψηλά σκαρφαλώνουν σε βράχο και αγναντεύουν την πεδιάδα με λαχτάρα και ελπίδα ότι θα προλάβει να σωθεί και ο σοφός κυρΒόλφης.

Κρυμμένος πίσω από έναν θάμνο ήμουν κι’ εγώ εκεί, αγαπημένα μου παιδιά και σας μεταφέρω όσα είδα και άκουσα με την ευχή μου εσείς να ζήσετε καλύτερα.

Υ.Γ. Αφιερωμένο στον 2,5 ετών εγγονό μου και σε όλα τα παιδιά του κόσμου.

SHARE
RELATED POSTS
Ο αστυνομικός, της Τζίνας Δαβιλά
Αβάσταχτη μονοτονία, του Δημήτρη Κατσούλα
Ντεϊ, βρε γαϊδαράκο, ντέϊ…, του Νότη Μαυρουδή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.