Ανοιχτή πόρτα ΕΥ ΖΗΝ

Μια επιστροφή στην πόλη της νιότης, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη

Spread the love

Όλες τούτες τις ημέρες που περπατούσα πάλι τους δρόμους της Λόντρας, περνώντας από μέρη τόσο γνώριμα, με ένα άρωμα νοσταλγίας για το παρελθόν, με μια προσήλωση ειλικρίνειας στο παρόν, το τόσο διαφορετικό και συνάμα τόσο θελκτικό, συλλογιζόμουν συχνά, είτε ανέπνεα τον υγρόν αέρα του St.James Park, είτε αφηνόμουν στην πολύμορφη και πολύγλωσση ανθρωπότητα του Piccadilly, είτε ανακάλυπτα ξανά στο Chelsea την Ebury Street όπου ο 8χρονος Mozart συνέθεσε την πρώτη του Συμφωνία, συλλογιζόμουν πως τούτο το ταξίδι, αναπότρεπτα ξέφευγε από την αίσθηση της άμεσης, ανέγνοιας ομορφιάς και γινόταν κάθε στιγμή, με κάθε βήμα, μια αναγκαία Εμπειρία επιστροφής και αναμέτρησης…

Ήταν η επιστροφή σ’ έναν τόπο, όπου έζησε και μέστωσε η νεανική ψυχή μου, σε μια εποχή που είχε μιαν άλλη απλότητα και μια σχεδόν σίγουρη ανθρωπιά, αλλά και μια αναμέτρηση με όλες τις στιγμές και τις εικόνες ενός πολύτιμου παρελθόντος, που πάντα ζει και θα ζει μέσα μου, και τώρα κρατά την τιμιότητα μιας συνειδητής νοσταλγίας δίχως αφελείς εξωραϊσμούς και υψιπετείς με κέρινα φτερά επιθυμίες. Ήταν μια άλλη μαθητεία, και συνακόλουθα μια θητεία στο αγριεμένο φλογισμένο Σήμερα, νοτισμένο από τη δροσιά του Τότε, μια μαθητεία στην ανοικτίρμονη πραγματικότητα, μέσα από την ωριμότητα ενός τόπου και τοπίου ψυχής που ξέρει να δέχεται την ανάσα ενός μακρόσυρτου δειλινού, όχι για χάρη της ανταύγειας μόνον, αλλά για την αλήθεια του ανέσπερου φωτός.

Είχε τούτη η περιήγηση μια δική της, δίκαιη, νομοτέλεια, τέτοια που δεν μοιάζει μήτε να γίνεται σκληρή, μήτε να λυγίζει μέσα στις θύελλες της συγκαιρινής μας πραγματικότητας.

Ένα μεσημέρι, καθώς πήγαινα από το Strand προς το Charing Cross, σχεδόν δίχως να το καλοσκεφτώ, αναθυμήθηκα κάποιους στίχους από το έργο “Trivia; or the Art of Walking the Streets of London” του Άγγλου ποιητή τού 17ου αιώνα John Gay: “Oh, may thy virtue guard thee through the roads/ of Drury’s mazy courts and dark abodes,/ the harlots’ guilful paths who nightly stand/ where Catherine Street discends into the Strand.” Η Τέχνη τού να περπατάς τους δρόμους του Λονδίνου…

Περπατώντας στο Bloomsbury της Virginia Woolf, πηγαίνοντας στην Εθνική Πινακοθήκη να δω πάλι τους Φλωρεντινούς, τον αγαπημένο Greco, τον μεγαλοφυή Leonardo, τον 20ο Αιώνα των Τολμηρών Αναμετρήσεων, να χαρώ αφειδώλευτα τον πιο εξευγενισμένο κάματο του Δημιουργικού Ανθρώπου πέρα από τα όρια των εποχών και του περιορισμούς του Καιρού, ψάχνοντας με πνευματική ευφροσύνη στα ράφια των τόσο φιλικών για τον αναγνώστη βιβλιοπωλείων, κοιτώντας στη Leicester Square και στα δρομάκια του Covent Garden τα πρόσωπα και τις κινήσεις των κοριτσιών σαν αντιστάθμισμα απτής ζωής στην ακατασίγαστη πνευματική βουλιμία, ζούσα πάλι ένα Λονδίνο γνώριμο και όμως διαφορετικό. Ένα παλίμψηστο της αρχιτεκτονικής και των συναισθημάτων. Κι όταν, νωρίς ένα απόβραδο, βρέθηκα, κατάκοπος από το πολύωρο, αλλά αναγκαίο καθημερινό περπάτημα, στα ισκιερά μονοπάτια του Green Park, είδα ένα ηλιοβασίλεμα ώριμο που είχε με φωτερές πινελιές μαγείας ντύσει τον λονδρέζικο ουρανό… Μια στιγμή τέτοια έχει έναν δικό της τρόπο, αν μπορείς ν’ αφήνεις ριψοκίνδυνα λεύτερη την ψυχή σου, να σου πει τα Πάντα, μέσα στη δροσερή γαλήνη της σιωπής, με ένα σκίρτημα που βρίσκεται τόσο εύγλωττα πέρα από την ανθρώπινη λαλιά.

Αξιώθηκα τέτοιες στιγμές τις μέρες αυτές της Λόντρας, ίσως, λέω, γιατί τούτη τη φορά ήμουν, και για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, έτοιμος να καταλάβω αυτά τα άρρητα νοήματα τι σημαίνουν… Η υποκρισία και οι άνανδρες προδοσίες των κάποτε φίλων, οι διαψεύσεις ελπίδων, η σκληρότητα και η αδυναμία των ανθρώπων, «τα σχέδια που βγήκαν όλα πλάνες», όπως το λέει ο Αλεξανδρινός, οι ώρες της μοναξιάς που λύτρωναν από τον πνιγερό πόνο των απογοητεύσεων, όλα αυτά είχαν μια σοφά αναπόδραστη αναγκαιότητα, αφού σε έκαναν δυνατόν ν’ ακροψηλαφήσεις νόημα ζωής που αλλιώς θα έμενε άγνωστο και κρυμμένο.

Αυτό είναι, συλλογιέμαι τώρα, το αξετίμητο πλούτος που μου δώρησε τόσο άμεσα τούτο το ταξίδι συμφιλίωσης με το παρόν μου και ευγνωμοσύνης για το παρελθόν που μού δόθηκε…

 14 Σεπτεμβρίου 2018,

 

Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης είναι Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, του King’s College και Birkbeck College του Λονδίνου και πιανίστας. Ζει μεταξύ Λονδίνου και Αθήνας και εργάζεται ως επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Το πρώτο βιβλίο με κείμενα ποίησης και πρόζας φέρει τον τίτλο «Δειλινές αποχρώσεις σ’ ένα δάκρυ. Αφορμές και αναβαθμοί μιας παλίνδρομης πορείας». 

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Σηκώνοντας τις βολικές άγκυρες, του Ηλία Καραβόλια
Μητροπάνος Prive, της Τζίνας Δαβιλά
Η γρίπη επιμένει…, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.