Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Μα, πού κοιτάς;, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

– Κοίτα την σελήνη αγάπη μου!
– Την κοιτάζω αγάπη μου.
– Κοίτα την καλά.
– Καλά την κοιτάζω, εκείνη με στραβοκοιτάζει νομίζω.
– Μμμμμ, χιούμορ. Τελικά δεν είσαι καθόλου ρομαντικός.
– Με πληγώνεις.
– Μα κοίτα την σελήνη…
– Αντε πάλι…Την κοιτάζω λέμε.
– Και τί βλέπεις;
– Την σελήνη.
– Κρυάδες, τί χρώμα έχει σε ρωτάω;
– Εεεε…τί ερώτηση είναι αυτή τώρα αγάπη μου; (Σκέφτομαι σοβαρά να μην απαντήσω. ‘Οχι, καλύτερα να απαντήσω γιατί αν δεν απαντήσω θα με πει αναίσθητο. Αλλά τί να απαντήσω; Τί χρώμα έχει η σελήνη; ΄Ασπρη δεν είναι ρε παιδιά; Εύκολο ακούγεται όμως…Να πω λευκή καλύτερα. Μπα, παράξενα μου κάνει, θα πω κάτασπρη. Ούτε. Σαν απορρυπαντικό θα μοιάζει.

Από την άλλη πάλι γιατί να ρωτάει κάτι τόσο απλό; Μπα, κάτι άλλο τρέχει εδώ. Τί παίζει άραγε; Μην απαντάς, μην απαντάς ηλίθιε, είναι παγίδα. Δεν θυμάσαι τις προάλλες που σε πήγε με το ζόρι να δείτε την αγαπημένη της εξαδέρφη, την Λίτσα που μόλις είχε γεννήσει και ο άντρας της ξαδέρφης λύσσαξε να κρατήσεις το μωρό αγκαλιά και εσύ έτρεμες από τον φόβο σου μη σου πέσει το ξένο παιδί και μην σου αρχίσει και κείνη τίποτα ιστορίες για βιολογικά ρολόγια και τικ τακ και «καλέ πόσο σου πάαααει», «και γω πότε θα γίνω μάνα;» και «όλες μου οι φίλες κυκλοφορούν με μάρσιπους»! Κάτσε βρε πουλάκι μου, ακόμα δεν γνωριστήκαμε. Εδώ δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τί θα παραγγείλουμε να φάμε το βράδυ και θα αποφασίσουμε να κάνουμε παιδί; Εσύ να ιδρώνεις να ξεϊδρώνεις, να είσαι έτοιμος να λιποθυμήσεις και αυτή να σε ρωτάει και να σε ξαναρωτάει τί αισθάνεσαι; Τί να αισθάνομαι μάναμ’; Έχω κοκκαλώσει, δε με βλέπεις; Απαπα.Τα θυμήθηκα και σκιάχτηκα. ΜΗΝ ΑΠΑΝΤΑΣ σου λέω.)

– Γιατί δεν μου απαντάς; Θες να με τσαντίσεις; Θες να με τσαντίσεις. Κοίτα το φεγγάρι παιδί μου…πού κοιτάς; (Μα γιατί με κοιτάζει σαν να του μιλάω Κινέζικα;! Έχει πάλι αυτό το ύφος το χαμένο όπως τότε που ξεκινήσαμε για σινεμά και πέσαμε πάνω στον άντρα της πιο αντιπαθητικής εξαδέρφης μου της Λίτσας που μόλις είχε γεννήσει και μας πήρε σηκωτούς να πάμε να δούμε την κοράκλα του που ήταν, λέει, φτυστή η Ζιζέλ! ΄Ελα παναγία μου, ώρα είναι τώρα να μας πει ο Σάκης πως η Λίτσα, το ένα και τίποτα που στο σχολείο την φωνάζαμε Κόκοτα, μοιάζει της Ζιζέλ! Ήμαρτον Κύριε! Και πάμε στο δωμάτιο, βλέπει ο δικός μου το νεογνό και λυσσάει να το πάρει αγκαλιά! Σχεδόν το βούτηξε από τα χέρια του μπατζανάκη Σάκη, αυτός να μην το δίνει, το μωρό να κλαίει, η Λίτσα να θέλει να μου δείξει τις ραγάδες στην κοιλιά της, μιά νοσοκόμα να μας κάνει «σουτ, σουτ, παρακαλώ, σεβαστείτε τις λεχώνες», ένας χαμός. Τελικά το παίρνει αγκαλιά και να το κοιτάζει ρε παιδιά λες και πραγματικά έβλεπε την Ζιζέλ! Να τρέμει και να είναι έτοιμος να λιποθυμήσει από την συγκίνηση σαν να ήταν δικό του! Τρόμαξα μην και του μπουν τίποτα ιδέες για μωρά, μπιμπερό, πορτ μπεμπέ και τέτοια και δεν το είχα καθόλου μα καθόλου. Κάτσε βρε παιδί μου, ακόμα δεν γνωριστήκαμε καλά καλά…Εμείς δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τι θα παραγγείλουμε να φάμε το βράδυ και θα αποφασίσουμε να κάνουμε παιδί;! Σκεφτόμουν μην μου άρχιζε τίποτις περί πατρικών ενστίκτων και την συνέχεια του ονόματος της οικογένειας…και «τα χρόνια περνάνε» και «τα παιδιά των φίλων μου είναι ήδη στα προνήπια». Εν τω μεταξύ να τον ρωτάω πώς αισθάνεται για να βολιδοσκοπήσω την κατάσταση μπας κι αρχίσω να του το ξεκόβω πριν το δέσει κι αυτός τίιιιποτα. Να με κοιτάζει με το βλέμμα «Η καλή μας αγελάδα βόσκει κάτω στη λιακάδα, μικρά χόρτα και μεγάλα για να κατεβάσει γάλα». Φοβήθηκα μην κλείσει το δωμάτιο για μένα σε εννιά μήνες ακριβώς από τώρα και αρχίζει να με ποτίζει μπύρες για να κατεβάσω γάλα και γω σαν την καημένη την Λίτσα που καμάρωνε φορτωμένη με τα 22 κιλά της εγκυμοσύνης μείον τα 3,100 που γεννήθηκε η Ζιζέλ! Είδα κι έπαθα να τονε ξεκολλήσω! Σαν να είχε κοκκαλώσει ένα πράμα! Άπαπα, τα θυμήθηκα και σκιάχτηκα. Μίλα καλέ.) Μα αγάπη μου, κοίτα λίγο το φεγγάρι που σου λέω…

– Πριν είπες την σελήνη όμως αγάπη μου. Με μπερδεύεις, το ξέρεις; (΄Αχου, θα το ξαναπάμε απ΄την αρχή το έργο! Κοιτά τώρα πως έμπλεξα στα καλά του καθουμένου, κάτσε να πω ατάκα Μπάμπη που πιάνει πάντα.) Το κοιτάζω αγάπη μου…αλλά δεν μπορώ να δω πέρα από τα μάτια σου που με τυφλώνουν με την λάμψη τους…(Τη σακάτεψα!)

– (Ωχ, μου το ‘βγαλε το μάτι…Πάω στοίχημα πως αυτό είναι ατάκα Μπάμπη.Ο κολλητός με τις ατάκες φρίσμπι! Δεν θα συννενοηθούμε απόψε πες του Μπάμπη.) Ρε μάνα μου, σου λέω τόση ώρα να κοιτάξεις καλύτερα το φεγγάρι γιατί είπαν στις ειδήσεις πως απόψε θα είναι μπλε ή κόκκινο, δεν θυμάμαι καλά, μπορεί και τα δύο. Εντάξει, την σελήνη, την σελήνη, εκεί θα τα χαλάσουμε τώρα. Την σελήνη. Την κοιτάζω, την κοιτάζω και γω,πάλι άσπρη την βλέπω…και συ δεν μου απαντάς ευθέως … Πες πουλάκι μου τί χρώμα την βλέπεις εσύ, να ξέρω, πλάκα μας έκαναν στις ειδήσεις και είναι ακόμα άσπρη ή άλλαξε χρώμα και εγώ είμαι για οφθαλμίατρο;…(Καλέ κοίτα πως με κοιτάζει πάλι!)

– Αμ, πες μου έτσι και στραβολαίμιασα. (καλά, ήταν τόσο δύσκολο να μου το πει από την αρχή, με είχε εκεί μιά ώρα «κοίτα τη σελήνη» και «κοίτα το φεγγάρι». Φίλε Μπάμπη έχεις απόλυτο δίκιο, οι γυναίκες είναι…πώς το λες « πολυεστιακές»!

*(Σκέψη εκείνης: ¨Σιγά μην είναι και πολύπριζα¨)

Άλλα λένε, άλλα σκέφτονται και άλλα εννοούν. Μπάμπης.)

– Αγάπη, κοίτα πάνω, κοίτα κάτω, κοίτα μένα….φτού σε σένα. Για το μάτι το λέω. Του τίγρη. Α, και χαιρετίσματα στον Μπάμπη.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Σας ζητώ συγγνώμη κυρίες μου, αλλά…, του Δημήτρη Κατσούλα
Τα εν οίκω και εν δήμω, του Δημήτρη Κατσούλα
Η δίκη, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.