Ανοιχτή πόρτα

Η μία και μοναδική σφαλιάρα που έφαγα από τον πατέρα μου, του Κωστή Α.Μακρή

Spread the love

Κωστής Α.Μακρής: Είναι ζωγράφος-γραφίστας και συγγραφέας και ασχολείται με το έντυπο, το κείμενο, τη διαφήμιση και την οπτική και λεκτική επικοινωνία.

Κωστής Μακρής

Άκουσα πρόσφατα έναν εκπαιδευτικό να λέει ―σχετικά με τη βία μεταξύ ανηλίκων― ότι πρέπει «να σκύψουμε πάνω από το πρόβλημα».

Νομίζω όμως ότι το «σκύψιμο», μερικές φορές, δηλώνει και υποταγή εκτός από ενδιαφέρον. Πέρα από το ότι δεν έχουμε όλες και όλοι την ανάλογη ευλυγισία για να σκύβουμε.

Ειδικός περί της αγωγής των παίδων και των νέων δεν είμαι ούτε δηλώνω κάτι τέτοιο.

Έχω όμως συναναστραφεί και συναναστρέφομαι με παιδιά. Έχω παίξει ξύλο με συνομηλίκους μου στο Δημοτικό, έχω δώσει κι έχω φάει μπουνιές και έχω συγχωρέσει τους γονείς μου για την πίεση που δέχτηκα μέχρι να μάθω να φέρομαι ευγενικά στους άλλους.

Αυτό που γνωρίζω ―σε κάποιες περιπτώσεις από πρώτο χέρι― είναι ότι η βία μεταξύ ανθρώπων, και όχι μόνο, είναι κυρίαρχο γνώρισμα του HOMO SAPIENS.

Έτσι άλλωστε κατάφερε να κυριαρχήσει μεταξύ των άλλων «ανθρώπων» ― Νεάντερταλ (Homo neanderthalensis), Κρο-Μανιόν και άλλα ανθρωποειδή― αλλά και να φέρεται σε όλα τα είδη ως ο μοναδικός ιδιοκτήτης και νομέας του πλανήτη μας. Τα βοοειδή, τα πρόβατα, οι κότες, τα ψάρια, οι φάλαινες, οι ελέφαντες, οι φώκιες, τα τσιντσιλά και πολλά άλλα είδη γνωρίζουν από πρώτο χέρι την αγριότητα του είδους μας· και δεν βγάζω την ουρά μου απ’ έξω καθώς δεν είμαι χορτοφάγος ακόμα.

Ας γυρίσω όμως στον τίτλο που έχω βάλει.

Πότε και γιατί «έφαγα» τη μία και μοναδική σφαλιάρα από τον πατέρα μου;

Πριν απαντήσω στο ερώτημα, ας διευκρινήσω ότι ο πατέρας μας ―τρία αδέρφια ήμασταν― ήταν ένας καλός πατέρας, υπεύθυνος, εργατικός και μας αγαπούσε απεριόριστα. Σπάνια φώναζε και ακόμα πιο σπάνια τον βλέπαμε νευριασμένο. Του άρεσαν οι γιορτές, του άρεσε να μας κάνει δώρα, του άρεσαν τα φαγητά της μαμάς μας και τα γλυκά. Μας έφτιαχνε πολλά πράγματα από χαρτί, μας ζωγράφιζε πολλά πράγματα, ζωγράφιζε μουτσούνες τις Απόκριες, έφτιαχνε αστέρια και γιρλάντες από χρυσόχαρτο τα Χριστούγεννα και κάθε Πάσχα χάριζε στη μαμά μας ένα αβγουλάκι κόκκινο ―ένα «κουτάκι» ωοειδές από ντυμένο χαρτόνι που άνοιγε στη μέση― με κάποιο δώρο μέσα.

Μια μέρα, Κυριακή πρέπει να ήταν γιατί τις άλλες μέρες ο μπαμπάς ήταν στο τυπογραφείο του (γραφίστας και τυπογράφος ήταν), έπαιζα με μερικά γειτονόπουλα «μήλα» στον δρόμο. Τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια κι έτσι ο δρόμος ήταν δικός μας. Στα «μήλα» που παίζαμε, ένα κοριτσάκι με πέτυχε με την μπάλα και έτσι θα έπρεπε να «βγω» από το παιχνίδι. Ζοχαδιάστηκα φαίνεται, άρπαξα ένα μικρό κούτσουρο και της το πέταξα. Είχε ξυπνήσει μέσα μου ο Χόμο Σάπιενς που λέγαμε που κάθε άλλο παρά «σάπιενς» (εχέφρων) ήταν.

Ο μπαμπάς μου που καθόταν στη βεράντα και μας έβλεπε, κατέβηκε κάτω, βγήκε στον δρόμο, με πλησίασε και χωρίς να μου πει λέξη μου έριξε μια σφαλιάρα τρικούβερτη. Μετά, πάλι χωρίς να πει λέξη, επέστρεψε στη βεράντα όπου τον περίμενε ο καφές, η εφημερίδα και τα τσιγάρα του.

Εγώ έμεινα εμβρόντητος. Δεν με έπαιρνε να βάλω τα κλάματα. Δεν με έπαιρνε να τρέξω στη μαμά μου. Και τι να της πω άλλωστε; Ότι ο μπαμπάς με έδειρε που πήγα να σκοτώσω μια φίλη μου;

Παράτησα το παιχνίδι και καταντροπιασμένος ―μετά τον διασυρμό μου μπροστά στην παρέα μου― σύρθηκα στο δωμάτιό μου για να γλείψω τις πληγές μου. Όχι. Δεν είχα πληγές από τη σφαλιάρα. Μέσα μου είχα πληγωθεί. Από ντροπή. Γιατί παρόλο που ήμουν 6 ή 7 χρόνων (ή Πρώτη ή Δευτέρα Δημοτικού πήγαινα τότε) κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι αυτό που είχα κάνει, να μετατρέψω δηλαδή το αίσθημα του θυμού για την αποτυχία μου στο παιχνίδι σε μια πράξη ακραίας βίας εναντίον της φίλης που με είχε πετύχει με την μπάλα και με είχε «νικήσει» ή (ακόμα χειρότερα) «ταπεινώσει», ήταν κάτι απαράδεκτο, κάτι ανόσιο, κάτι πέραν λογικής και πέρα από τις αρχές του σπιτιού και της οικογένειάς μας.

Ο μπαμπάς μου δεν μου μίλησε μετά για το συμβάν. Μόνο στα μάτια του είχα δει μια λύπη. Ίσως γι’ αυτό που είχε υποχρεωθεί να κάνει (να μου ρίξει μια σφαλιάρα) ή γι’ αυτό που είχα κάνει εγώ. Δεν έμαθα ποτέ ποιο από τα δύο ήταν πιο βαρύ για εκείνον. Ούτε αργότερα μιλήσαμε. Ποτέ. Λες και δεν είχε συμβεί.

Αυτή τη σιωπή όμως ―όπως και τη μία και μοναδική σφαλιάρα που μου έδωσε ποτέ ο πατέρας μου― την κρατάω ακόμα σαν ένα ισχυρό χαλινάρι, ένα φρένο που συγκρατεί τον θυμό μου ―όποτε έχω― και με εμποδίζει να τον μετατρέψω σε πράξεις βίας.

Όσο για την «έξαρση» της βίας μεταξύ ανηλίκων και εφήβων ―που σε σύγκριση με τα δελτία ειδήσεων είναι πολύ πιο ήπια―, δεν έχω κάτι σοφό να πω, τίποτα συμβουλέψω, τίποτα να προτείνω προς παιδιά, γονείς και κρατικούς φορείς.

Το μόνο που έχω να πω είναι ότι η αγάπη με την αγάπη ανταποδίδεται και η βία με τη βία. Ξέρω ότι αυτό μοιάζει με ευχή και δεν είναι μια πρακτική πρόταση, πολιτική θέση ή προτεινόμενη νομοθετική πρωτοβουλία που μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση. Αλλά και η ευχή «καλό Μήνα», που λέμε μεταξύ μας στην αρχή κάθε μήνα, ελάχιστα μπορεί να επεμβαίνει ―θετικά ή αρνητικά― στα σχέδια που έχει το σύμπαν, το πεπρωμένο, η ειμαρμένη ή το «κισμέτ» για εμάς. Ως ευχή όμως ενδυναμώνει την χαρά της επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων που μπορεί και να μην ασκήσουν ποτέ βία ο ένας στον άλλον.

Αλλά ούτε αυτό μπορώ να το πω με απόλυτη βεβαιότητα…

Όπως και να έχουν τα πράγματα, εύχομαι ο Οκτώβριος του 2024 να είναι ένας όσο το δυνατόν καλός και εχέφρων (sapiens) μήνας.

Κωστής Α. Μακρής

01 Οκτωβρίου 2024

SHARE
RELATED POSTS
Το εὔφωνον τελικόν «ν»…, του Δρ Πάνου Καπώνη
The Impenitent Thief! – Ο Αμετανόητος Ληστής!, του Γιώργου Σαράφογλου-George Sarafoglou
Παρεκτροπές κι ανατροπές, του Γιάννη Πανούση

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.