Ανοιχτή πόρτα Βιβλίο

Δρομολόγιο, Δρ Αναστάσιος Πλατής: 1ο Κεφάλαιο: «Όπου τον βρείτε, να τον συλλάβετε»

Spread the love

Την Τετάρτη 17 Απριλίου 2019 ο Ιατρικός Σύλλογος Ρόδου θα παρουσιάσει τη Βιογραφία του Ψυχιάτρου και Προέδρου της “ΠΑΝΑΚΕΙΑ” Δρ  Πλατή “Δρομολόγιο-Δρ Αναστάσιος Πλατής – ο Ψυχίατρος, ο Πολιτικός, ο Άνθρωπος” στη Νέα Πτέρυγα του Νεστοριδείου Μελάθρου στη Ρόδο στις 6:00 μμ. Για το βιβλίο θα μιλήσουν: ο Πρόεδρος του ΙΣΡ κος Ηλίας Τσέρκης, ο γιατρός και Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Ρόδου κος Ευάγγελος Μανδρακός, ο Δημοσιογράφος κος Μιχάλης Μαστής, η βιογράφος κα Τζίνα Δαβιλά και ο Ψυχίατρος και τιμώμενο πρόσωπο της εκδήλωσης Δρ Αναστάσιος Πλατής. Το βιβλίο διατίθεται δωρεάν. Ακολουθεί τιμής ένεκεν για το iPorta.gr το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου.

 «Όπου τον βρείτε, να τον συλλάβετε»

«Στα ενενήντα περπατώ,

Στα εκατό θα φτάσω

Και μόνο τότε θα σκεφτώ,

Αν πρέπει να γεράσω»

Ποιος θα το φανταζόταν! Ο αδελφός της Ανθούλας, του Νικόλα και της Φλώρας να είναι ο καταζητούμενος της δικτατορίας από την Δωδεκάνησο. Δηλαδή ένας από τους  καταζητούμενους. Γιατί μπορεί ο Αναστάσης Πλατής να στάθηκε τυχερός, αλλά το ίδιο τυχερός δεν ήταν ο Νικηφόρος Μανδηλαράς που  στις 18 Μαΐου του 1967 βρέθηκε σκοτωμένος στην παραλία Γενναδίου στη Ρόδο. Ναξιώτης στην καταγωγή ο  Νικηφόρος,  το 1960 συνόδευσε τον μετέπειτα πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου στη Ρόδο. Ο Γεώργιος είχε πάντα θαυμασμό αλλά και μια ζήλεια για τον Νικηφόρο Μανδηλαρά. Ίσως γιατί ποτέ δεν κατάφερε να ηρωοποιηθεί ο ίδιος, όπως ο κυνηγημένος νησιώτης των δικτατόρων του ’67.

Σε κείνη την συνάντηση του 1960 ο Αναστάσης γνώρισε τον Νικηφόρο Μανδηλαρά, το  λεβεντόπαιδο της Νάξου. Του τον γνώρισε ο γέροντας Γ.Παπανδρέου. Πάντα ο Γεώργιος διέκρινε  στους ανθρώπους αυτή τη σπίθα στο βλέμμα που λάμπει σαν ήλιος. «Αυτός ο άνθρωπος θα γίνει σπουδαίος σε ό,τι αποφασίσει να κάνει στη ζωή του». Έτσι είχε πει ή κάπως έτσι φάνηκε να είπε για τον Αναστάσιο Πλατή, γέννημα θρέμμα Ροδίτη. Τον ήθελε από την αρχή κοντά του. Ακόμα περισσότερο, όταν ο γιος του Γεωργίου Παπανδρέου, ο Ανδρέας δημιούργησε το ΠΑΚ, το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα, κατά της χούντας με την γοητεία ή την απλότητα του μαύρου ζιβάγκο. Οργάνωση αντιδικτατορική το ΠΑΚ, το πνευματικό παιδί του Ανδρέα Παπανδρέου,  με γενέτειρα τη Στοκχόλμη . Έτος 1968. Μόλις ο Παπανδρέου είχε αποφυλακιστεί τα Χριστούγεννα του 1967 από τις φυλακές Αβέρωφ, είχε μεταβεί στο Παρίσι και σε δυο μήνες ανακοίνωνε τη δράση του ΠΑΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου… το αγαπημένο παιδί των Αμερικανών που αμέσως μετά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα, οι αμερικανοί αξιωματούχοι μετέβησαν στην Αθήνα ζητώντας να μάθουν από τους παρατρεχάμενους των Συνταγματαρχών της δικτατορίας  την τύχη των πολιτικών κρατουμένων.

«Τι τους κάνετε τους κρατούμενους; Τους εκτελείτε;», ήταν η ευθεία ερώτηση.

«Για ποιον ενδιαφέρεστε;», ρώτησαν.

«Για τον Ανδρέα Παπανδρέου», απάντησαν.

Ο ιδρυτής, λοιπόν, του ΠΑΚ και αργότερα του ΠΑΣΟΚ, ήθελε διακαώς κοντά του τον Πλατή.  Του άρεσε που ήταν δίκαιος, αντιδραστικός, ανικανοποίητος, ώρες-ώρες αλαζονικός και επιβλητικός στη ζωή. Τα ήθελε όλα. Κοινωνικά, πολιτικά, συναισθηματικά, επαγγελματικά. Χωρίς να απαιτεί τίποτα από τους άλλους. Δούλευε σαν μελίσσι και απαιτούσε από τον εαυτό του τα πάντα.  Ήταν  1968.

***

1967, άγρια χρόνια και η Δημοκρατία στην απόλυτη παρακμή της. Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς δολοφονείται ή μάλλον βρίσκεται δολοφονημένος στις 18 Μαΐου του ’67, στο Γεννάδι της Ρόδου. Ο Αναστάσης βρίσκεται ήδη για σπουδές στην Ιταλία, στο Τμήμα Ιατρικής. Κάνει αγώνα φανερό, ζόρικο, ατίθασο σαν τον ίδιο. Η ζωή του πάντα ένας αγώνας με στόχο και στρατηγική. Και μπόλικο συναίσθημα. Ήθελε να φύγει από την Ρόδο, ήθελε να φύγει από τον  νησί και από την Ελλάδα,  δεν τον χωρούσε ο τόπος. Το γιατί; Άλλοτε το απαντά κανείς και άλλοτε το προσπαθεί μια ζωή και απάντηση δεν παίρνει.

Άνοιξη-Καλοκαίρι-Φθινόπωρο του ’67: το πρώτο γράμμα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου από τη Σουηδία επιμένει για την συσπείρωση των νέων της Ελλάδας που θα κάνουν την χώρα τιμημένη πατρίδα για τους Έλληνες και για τον ελληνοαμερικανό Ανδρέα. Γράμματα πάνε κι έρχονται για να τον πείσουν να είναι κοντά του, πολύ κοντά του. Να μπει στην ΠΑΚ. Φυσικά και δεν αρνείται ο Τάσος. Φυσικά και υποστηρίζει με σθένος την  αντιδικτατορική οργάνωση. Φυσικά και κάνει από την Ιταλία το δικό του αγώνα, συντονισμένα και με θέρμη πατριωτική. Ο Τάσος πάντα  συμπαθούσε την οικογένεια Παπανδρέου, αλλά ένα περίεργο ένστικτο τον προστάτευε από τα μόνιμα «ναι» στους άλλους. Μέχρι και σήμερα δεν έχει  εμπιστοσύνη τους Έλληνες πολιτικούς γιατί στο βάθος ξέρει ότι όλοι τους ή σχεδόν όλοι τους στα δύσκολα θα προστατεύσουν  το τομάρι τους. Ανάμεσα στην Ιταλία, σε σπουδές στην Ιατρική, σε συναντήσεις με τον Ανδρέα και στον ειλικρινή αγώνα του για το ΠΑΚ, ο Τάσος συναντά τον Αλέκο Παναγούλη και τον αδελφό του Στάθη Παναγούλη που ήταν συμφοιτητής του στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. 

Σεπτέμβριος του ’67: Ο Τάσος συνεχίζει στην Παβία τον αγώνα του με 4-5 συμφοιτητές του.  Κρυφά και φανερά. Πώς γίνεται αυτό; Μόνο ο ίδιος γνωρίζει. Με θάρρος, θράσος και την αλαζονεία της νιότης τα καταφέρνει. «Θα περάσει το δικό μου όχι ο φασισμός σας», λέει μέρα νύχτα στον εαυτό του. Τον καλεί σε γεύμα ο Πρόεδρος των φασιστών της Ιταλίας στην Παβία. Εκεί  λύνεται η γλώσσα του φασίστα και του λέει:

«Έχω εντολή και θα την εκτελέσω. Σε τσουβαλιάζω με τα ΕΛΤΑ και σε ποστάρω για Ελλάδα. Πάει και τελείωσε».

«Φυσικά», απαντά ο Τάσος.

Και βγαίνει το εισιτήριο για την επιστροφή.  Παβία -Αγκόνα.

Αλλά ο Τάσος κάνει και πάλι το δικό του. Αντί για Αγκόνα βγάζει εισιτήριο για Ρώμη. Και τους τα κάνει μαντάρα.

Δεν εγκαταλείπεται η προσπάθεια της σύλληψης από τους χουντικούς.

  1.  Άλλο γράμμα, άλλη ειδοποίηση. Όχι από τον Ανδρέα Παπανδρέου τούτη τη φορά. Από το Προξενείο της Ελλάδας στο Μιλάνο.

«Κύριε Πλατή, πρέπει να έρθετε στο Προξενείο. Πρέπει να σας μεταφέρουμε δια ζώσης κάτι που αφορά στη μητέρα σας».

Η μάνα ήταν ήδη άρρωστη και έκανε ακτινοθεραπείες. Ο Τάσος υπάκουσε φαινομενικά, αλλά κάτι μέσα του τον έτρωγε.

«Τόση εξυπηρέτηση; Με δουλεύουν!», ομολόγησε στον εαυτό του.

Παρ’όλο το ένστικτό του, την καχυποψία, την αμφισβήτηση, την παροιμία που «κάποιο λάκκο έχει η φάβα», ο Τάσος πήγε στο Προξενείο. Αγέρωχος, ευθυτενής, χαμογελαστός με βλέμμα κοφτερό και ειρωνικό.

Στη αίθουσα αναμονής δυο κύριοι ντυμένοι σαν κοράκια με τον αέρα των επισκεπτών και των κατασκόπων. Με τον αέρα του εξουσιαστή σε καθεστώς που σου παίρνει το οξυγόνο σου σαν να το δικαιούται, που σου φέρνει μια ξανάστροφη στο πρόσωπο και σου λέει «έτσι μ’ αρέσει». Αυτό το ύφος του χαφιέ, του ελεεινού που του ΄δωσαν εξουσία και την χρησιμοποιεί για να αποδείξει στον  ανόητο, ατελή  εαυτό του ότι είναι κάποιος. Ότι έχει και αυτός μια αξία. Ότι είναι η εξουσία.

Τέτοιοι ήταν οι αστυνομικοί της χούντας στο γραφείο του Ελληνικού Προξενείου στο Μιλάνο, που τον είχαν περικυκλώσει, μαζί με τα φίδια της καχυποψίας που έγιναν βεβαιότητα όταν τους αντίκρισε.

«Παρών. Τι έχετε να μου πείτε;», ρωτά τους φασίστες.

Κοιτάχτηκαν με νόημα. Στα χέρια τους, λοιπόν. Και από κείνους, στα χέρια  των Συνταγματαρχών της Πατρίδας του, στην ταλαιπωρημένη Ελλάδα. Ή μήπως δεν ήταν και τόσο εύκολα τα πράγματα μαζί του;

«Τι με θέλετε», τους ξαναρώτησε αυστηρά και χωρίς υπεκφυγές. Και τους πετά κατάμουτρα με το θράσος του παράτολμου αλλά και του αλύτρωτου: «Αν σε δέκα λεπτά δεν κατέβω οι φίλοι μου θα με ψάξουν».

Μάσησε τα λόγια του ο Πρόξενος. Δεν ήξερε πώς να  ερμηνεύσει εκείνο το «οι φίλοι μου». Ο Τάσος ψυλλιαζόταν την χυδαιότητα της κλεμμένης Δημοκρατίας και είχε κάνει το κουμάντο του. Ο Πρόξενος γνώριζε ότι δεν ήταν κουτός, ήξερε ακόμα ότι δεν θα έπεφτε εύκολα. Μα, κυρίως, ήξερε ότι ο Τάσος ήταν απρόβλεπτος. Ένας Τάσος απρόβλεπτος, σαν την εποχή του. Τα πάντα ήταν αναπάντεχα πια.

***

 Ήταν η περίοδος των Μολυβένιων χρόνων της Ιταλίας, ενός  κρυφο-φανερού εμφύλιου της Ιταλίας που ευνοούσε όλα τα εγκλήματα των ακραίων πολιτικών και πολιτών. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις ήταν συχνές. Από τον Μάρτιο, την 1η του Μάρτη του 1968 που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη η πρώτη σύγκρουση διαδηλωτών και αστυνομιών, η κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Ιταλίας παράπαιε. Γίνονταν εγκλήματα κάθε είδους. Δολοφονίες, απαγωγές, κλοπές, υπερασπίσεις αθώων. Ένας τέτοιος αθώος ήταν ο Τάσος. Και οι φίλοι του, οι ιταλοί συμφοιτητές του, ήταν στα σπάργανα, στο κατώφλι των Ερυθρών Ταξιαρχιών, της παραστρατιωτικής ιταλικής οργάνωσης που νομιμοποιήθηκε στα μάτια των αντιφασιστών τον Αύγουστο του 1970. Ήταν η ίδια οργάνωση που  οκτώ χρόνια αργότερα απήγαγε και δολοφόνησε τον πρωθυπουργό Άλντο Μόρο. Άγρια χρόνια. Σκοτεινά. Ανισόρροπα. Με ένα γαρύφαλλο και  μια σκανδάλη αγκαλιά.

***

«Κύριε Πλατή έχουμε κατ’έπειγον μήνυμα από την Ελλάδα, πρέπει να παρουσιαστείτε, πρέπει να υπηρετήσετε τη στρατιωτική σας θητεία», του είπε τάχα ευγενικά και χαιρέκακα ο Πρόξενος. Ήξερε τι θα περίμενε τον Τάσο αν επέστρεφε εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, που στα λιμάνια και τα αεροδρόμια η φωτογραφία του ήταν ποσταρισμένη εσωτερικά στις καπαρντίνες των δοσίλογων. Ήξερε, όμως, ο Πρόξενος τι θα περίμενε και τον ίδιο, αν δεν έστελνε στην Ελλάδα τον Τάσο ‘πακέτο ‘.

«Ακούστε κύριοι… μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 1968 έχω αναβολή από το Στρατό με όλα τα νόμιμα χαρτιά. Τι μου λέτε τώρα ξαφνικά δεν καταλαβαίνω», ισχυρίζεται ήρεμος ο Τάσος.

«Και πού είναι τα χαρτιά σας;» ρωτά ο πρόξενος.

«Ορίστε τα χαρτιά μου, ορίστε και το διαβατήριο μου» του αντιλέγει.

Ξεχείλισε το ποτήρι. Σα λυσσασμένα σκυλιά όρμησαν πάνω του δυο αστυνομικοί που αιφνιδιαστικά μπήκαν στο γραφείο του πρόξενου και του άρπαξαν το διαβατήριο. Δεν τους είχε δει. Ήρθαν όπως έρχεται ο ληστής στο σπίτι σου τη νύχτα με μια καραμπίνα πάνω από το μέτωπο και σου λέει «μην κουνηθείς, στην άναψα».

Αυτοί δεν είπαν «στην άναψα». Άρπαξαν το διαβατήριο και του είπαν αυστηρά: «Θα έρθεις μαζί μας».

Τα δεκάλεπτα είχαν περάσει. Οι φίλοι του – ποιος ξέρει; Ίσως και να ήταν από τους πρωτεργάτες των Ερυθρών Ταξιαρχιών της Ιταλίας του 1970 – αιφνιδίασαν με το θράσος τους τούς θρασείς. “Μπούκαραν” με όπλα στο γραφείο του Πρόξενου και τον πήραν μαζί τους. Κανείς τους δεν αντέδρασε από τους αστυνομικούς και τους κατασκόπους.  Κανείς τους. Το κατάπιαν αμάσητο.

Κάπως έτσι ο Τάσος τη «γλίτωσε» από τους χαφιέδες ιταλούς. Αλλά την πλήρωσε ο αδελφός του, ο Νικόλας που σπούδαζε οφθαλμίατρος στην Ιταλία. Όταν ο Νικόλας παρουσιάστηκε στο Στρατό, στη Θεσσαλονίκη και στο Μεσολόγγι, το’χει να το θυμάται πόσο κακοπέρασε. Σήμερα το επίθετο Πλατής μπορεί να είναι εισιτήριο, τότε ήταν αυθωρεί και παραχρήμα κατηγορητήριο. «Του φέρθηκαν άσχημα εξ αιτίας μου» ομολογεί σήμερα ο ίδιος ο Αναστάσης, αλλά δεν δείχνει να μετανιώνει. Να μην πω ότι έχει και μια κρυφή περηφάνια! Και πείσμα. Αχ! αυτό το πείσμα του μελισσιού που ξέρει γιατί εργάζεται. Τι κι αν  η Ελλάδα δεν κατάφερε να κρατήσει κοινωνικοπολιτικά τον Τάσο. Μέχρι το Φεβρουάριο του 1976 που επέστρεψε στην πατρίδα και γονάτισε για να φιλήσει τα άγια χώματά της, ο Αναστάσης Πλατής είχε άλλα στο νου του.

Τέλος 1ου Κεφαλαίου.

Πηγή: “Δρομολόγιο -Δρ Αναστάσιος Πλατής – ο Ψυχίατρος, ο Πολιτικός, ο Άνθρωπος” (Βιογραφία)

Συγγραφέας: Τζίνα Δαβιλά

ISBN: 978-618-00-0761-9

SHARE
RELATED POSTS
Μέρες αφθονίας, του Νίκου Βασιλειάδη
“Τι έκανες παιδί μου; Η Παναγία ήθελε να γυρίσει στη Πατρίδα..”. Μνήμες Κύπρου, του Πάνου Μπιτσαξή
Στο «έλεος» ο Ανδρέας Λοβέρδος, ο …ντράμερ, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.