Ανοιχτή πόρτα Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία

Βιβλίο και Βιβλύω, του Κωστή Α. Μακρή

Spread the love

Προνόμιο πρώτο: Γεννήθηκα.

Προνόμιο δεύτερο: Γεννήθηκα αρτιμελής και με όλες τις αισθήσεις μου ικανές να τροφοδοτούν τον εγκέφαλό μου με τα ερεθίσματα που δέχονταν από το περιβάλλον μου.

Προνόμιο τρίτο: Μεγάλωσα σε κανονικό σπίτι, με τοίχους και στέγη, με τρεχούμενο νερό και σχετική θέρμανση το χειμώνα, σε εποχή ειρήνης, με γονείς, αδέρφια, παππούδες γιαγιάδες κι άλλους συγγενείς και οικογενειακούς φίλους στα πέριξ.

Προνόμιο τέταρτο: Δεν πείνασα, δεν βίωσα προσφυγιά ή αναγκαστική μετανάστευση ούτε διωγμούς λόγω φυλής, γλώσσας ή θρησκεύματος. Οι πολιτικές διώξεις απέναντι στους δικούς μου δεν πήραν τόσο βίαιη μορφή, που να μπορώ να την καταλάβω, στα παιδικά μου χρόνια. Όταν μπόρεσα να διακρίνω την «πολιτική» μισαλλοδοξία, είχα ήδη μεγαλώσει.

Προνόμιο πέμπτο: Οι δικοί μου, πριν μάθω να μιλάω, να διαβάζω και να γράφω, συνήθιζαν να μου μιλούν πολύ, να μου λένε παραμύθια, ιστορίες, τραγούδια και ποιήματα.

Καθώς μεγάλωνα μάθαινα ότι πολλές από τις ιστορίες, τα παραμύθια και τα ποιήματα που μου λέγανε, ζούσαν μέσα σε κάτι μυστηριώδη αντικείμενα που τα λέγανε βιβλία. Τα βιβλία ζούσαν σε κάτι ράφια που τα λέγανε βιβλιοθήκες. Όπως τα πιάτα, που χρησιμοποιούσαμε για το φαΐ, ζούσαν στις πιατοθήκες, τα αβγά σε αβγοθήκες και πολλά «υπό» σε υποθήκες· αλλά αυτό το τελευταίο, για τις υποθήκες, το έμαθα πολύ αργότερα.

Πολύ πριν μάθω να διαβάζω νόμιζα ότι τα ήξερα όλα αυτά. Γιατί τα μικρά παιδιά νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα.

Πριν διαβάσω τους «Άθλιους» του Βίκτορα Ουγκό…

Πριν διαβάσω τη «Ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη,  τη «Σταχομαζώχτρα» του Παπαδιαμάντη και την «Ιθάκη» του Κ. Π. Καβάφη.

Πριν αγαπήσω τους λύκους μαζί με τον «Μόγλη» του Ρ. Κίπλινγκ…

Πολύ πριν διαβάσω το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Λέοντος Τολστόι…

Πριν διαβάσω μόνος μου τη «Ζωγραφιά μου» του Γεωργίου Σουρή, που τη διάβαζαν φωναχτά οι γονείς μας και γελούσαμε όλοι: «Μπόι δυὸ πῆχες, κόψη κακή, γένια μὲ τρίχες ἐδῶ κι ἐκεῖ. Κούτελο θεῖο, λίγο πλατύ, τρανὸ σημεῖο τοῦ ποιητῆ. …» κ.λπ.

Πολύ πριν αρχίσω να γράφω και να παλεύω με τα δικά μου κείμενα είχα ψυλλιαστεί ότι χρειάζεται γνώση, μαστοριά και τέχνη για να βάλεις τις λέξεις σε μια όμορφη σειρά με νόημα. Είχα κιόλας αρχίσει να ζηλεύω εκείνους που το μπορούσαν και είχαν διαβάσει πολλά βιβλία. Υποψιαζόμουνα ότι το διάβασμα πολλών βιβλίων βοηθάει στο μην είσαι ή, τουλάχιστον, να μη φαίνεσαι βλάκας.

Είχα συγκινηθεί με τις αφηγήσεις τού πατέρα μου για τον Επίσκοπο Μυριήλ, που είδε τον άνθρωπο μέσα στον κατάδικο Γιάννη Αγιάννη και τον βοήθησε να γίνει Άνθρωπος με κεφαλαίο Άλφα. Μας μιλούσε και για τη δυστυχία τής Φαντίνας, της μάνας τής Τιτίκας. Όλα αυτά από τους «Άθλιους» του Β. Ουγκό.

Είχα γελάσει ―θυμάμαι― με τον κομπαστή και υπερφίαλο «πολεμιστή» Ζαφειρίου, που δεν μπόρεσε να ζητωκραυγάσει στο τέλος του βίου του «Ζήτω η Πατρίς» διότι ήταν μπουκωμένος με τα Ελληνογαλλικά σκατά (από τη «Ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη») ενώ όταν το ξαναδιάβασα πιο μεγάλος, έκλαψα.

Να σημειώσω εδώ ότι ελάχιστες λέξεις απαγορευόντουσαν αυστηρά στο σπίτι μας. Μια από αυτές ήταν η λέξη «συμμοριτοπόλεμος». Αλλά και τη λέξη «βαριέμαι», αν και δεν ήταν απαγορευμένη, με είχαν συμβουλεύσει να την αποφεύγω· σχεδόν όσο και το «μαλάκας».

Αγαπούσα τους λύκους, παρ’ όλο που σκεφτόμουν από παιδί ότι έτσι και βρεθώ σ’ ένα δάσος μ’ έναν πεινασμένο κι άγριο λύκο απέναντί μου και είχα μαχαίρι, τόξο, όπλο ―ό,τι να ’ναι― θα πάλευα με πείσμα για τη ζωή μου εναντίον του αγαπημένου λύκου και ή θα τον σκότωνα ή θα με σκότωνε.

Άκουγα τη μαμά μου να απαγγέλλει Καβάφη, Παλαμά, Πολέμη, Δροσίνη, Βάρναλη και άλλους ποιητές και δεν θυμάμαι τι καταλάβαινα. Θυμάμαι όμως ότι μου άρεσε η μουσική των λέξεων και ήξερα ότι εκείνες οι λέξεις ζούσαν μέσα σε βιβλία. Ή, μάλλον, δεν ζούσαν ακριβώς. Ήταν σαν να κοιμόντουσαν εκεί μέσα και περίμεναν έναν από εμάς να ανοίξει το βιβλίο για να ξυπνήσουν με την ανάγνωση ―σαν μ’ ένα φιλί, όπως η «Ωραία κοιμωμένη»― και να αρχίσουν να ζουν, να γίνονται σκέψη και μουσική, συγκίνηση ή γέλιο.

Πολύ πριν γίνει ρήμα μέσα μου η λέξη «βιβλίο», ήταν ένας περιέκτης λέξεων, φράσεων, εννοιών, σκέψεων, νοημάτων που δεν ήταν όλα κατανοητά, ούτε όλα αρεστά και αποδεκτά από εμένα. Όταν μπορούσα πια να διαβάζω και αφού άρχισε να με κυριεύει η μανία τής ανάγνωσης ώς ανά και γνώση, κάτι σαν το αναμάσημα για να γίνει η μπουκιά με το σάλιο ένα πράμα και να προετοιμαστεί η χώνεψη, να γίνει η τροφή σώμα μου και αίμα μου, κάπως όπως οι λέξεις και τα τραγούδια και οι μουσικές και οι χοροί και τα παιχνίδια και οι αλλαγές των εποχών και οι έρωτες και ό,τι βιώνουμε με χαρά ή λύπη χώνονται βαθιά μέσα μας και ζυμώνονται και μας συναποτελούν και μέσα απ’ αυτή τη θαυματουργή ζύμωση και συνέργεια και σύζευξη εμπειριών, βιωμάτων, σκέψης, αναστοχασμού και αγάπης γινόμαστε αυτό που είναι να γίνουμε και που θέλουμε συνειδητά να γίνουμε για να μην είμαστε άχθος αρούρης αλλά Άνθρωποι ολόκληροι και ισορροπημένοι και όλο αυτό δεν είναι μόνο μέσα από τα βιβλία αλλά από πολλά άλλα πράγματα.

Κι όμως…

Το βιβλίο είναι αυτό που θα θησαυρίσει αυτές τις έννοιες, ακόμα και τις ανείπωτες, σαν υπαινιγμό ή σαν σκονάκι συμπυκνωμένο που μπορεί να μην τα λέει όλα αλλά λέει τα απαραίτητα, εκείνα που θα σου θυμίζουν ότι τότε ―δεν έχει και τόση σημασία το πότε― κάτι συγκλονιστικό ένιωσες και η αγάπη, ως φως, εξημέρωσε τις μέσα σου απορίες· και αίφνης οι απορίες έπαψαν να έχουν τη βαρύτητα που είχαν κάποτε και έγιναν σιωπηλές απαντήσεις και ανάλαφρα νεύματα, σαν μια κατάφαση ζωής που σε πείθει ότι τελικά το βιβλίο είναι και αντικείμενο μαγικό αλλά και ρήμα ― ως βιβλύω και βιβλύομαι, να κλίνεται κατά το λύω και λύομαι― που μπορεί στο βάθος τού χρόνου να λύσει κόμπους και δεσμούς, όχι Γόρδιους αλλά εκείνους τους κόμπους και τους φριχτούς δεσμούς που δένουν το ανθρώπινο είδος με το πιο κτηνώδες παρελθόν και παρόν του και ως Βιβλύω να βιβλύσει τα προβλήματα τα γενεσιουργά ή απότοκα της κτηνωδίας τού ανθρώπου, να τον ελευθερώσει από τις ―εν πολλοίς υπερβολικές― ανάγκες τροφής, ενέργειας και αγάπης, και να εξημερώσει το  είδος «άνθρωπος».

Να φτιάξει μια νέα αρμονική σχέση με ό,τι τον περιβάλλει, σε ένα υψηλότατο ―ασύλληπτο κι αδιανόητο τώρα, που βρισκόμαστε ακόμα στην προϊστορία του φωτεινού μέλλοντός μας― επίπεδο νέων μορφών άντλησης πόρων και ενέργειας από το περιβάλλον χωρίς να καταστρέφει και να καταστρέφεται.

Ναι. Κατάλαβα αρκετά νωρίς ότι δεν είναι μόνο η λογοτεχνία ή η ποίηση που συγκινούν, που προωθούν την ενσυναίσθηση και που διευρύνουν τη σκέψη και λύνουν προβλήματα ή φωτίζουν τις αθέατες πλευρές εαυτού, αλλήλων και Κόσμου.

Είναι δοχείο, περιέκτης (container) και όχημα πολλαπλής γνώσης το βιβλίο. Είναι συμπυκνωμένες οδηγίες χρήσης της ζωής και αγωγοί της επιστήμης.

Είναι λυσάρια για τεχνολογικά και τεχνικά προβλήματα, κονσέρβες ατίμητες πληροφορίας σε μια εποχή που το άμετρο σκόρπισμα τεράστιων ποσοτήτων πληροφορίας μας προκαλεί σύγχυση για το τι κρατάμε και τι πετάμε.

Είναι οδηγός προσέγγισης σ’ ένα μέλλον αδέσμευτο από την ανάγκη να καταστρέφουμε και να καταστρεφόμαστε για επιβίωση, κυριαρχία ή απλώς από μια ματαιόδοξη λιγούρα για καλοπέραση. Ακόμα κι αν μερικά βιβλία είναι εγχειρίδια για το πώς να αλληλοσκοτωνόμαστε ή να πεθαίνουμε για ιδέες ―που μπορεί και να είναι λανθασμένες―, πάλι σε βιβλία θα βρούμε εκείνα που θα αναιρέσουν την κακία και τη βλακεία της μισαλλοδοξίας, της δυσανεξίας στο «άλλο» και της επιθετικότητας.

Αφορμές για να γράψω αυτά που γράφω, είχα πολλές.

Η κρίση, που δεν είναι μόνο οικονομική αλλά ―κυρίως, για μένα― κρίση κριτικής σκέψης.

Οι «κακοκαιρίες», που γίνονται θέμα συζήτησης λες και είμαστε κοινωνίες νεαντερτάλειων κυνηγών ή τροφοσυλλεκτών.

Η αμετροέπεια και η αγενής«άμιλλα» κάποιων «πολιτικών» σχετικά με εθνικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα που αν ήταν τόσο σοβαρά όσο παρουσιάζονται θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται με σωφροσύνη και ακραία σοβαρότητα κι όχι με τσαμπουκαλέματα, φαιδρότητες και ανοησίες, λες και πρόκειται για καβγά μεταξύ οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων.
Είναι το έγκλημα ενός «πατέρα», ανίκανου να τοποθετήσει μέσα στον πρωτόγονο εγκέφαλό του το δικαίωμα της κόρης του να επιλέξει τον σύντροφο ζωής που εκείνη θέλει.

Είναι η αηδία που με κατακλύζει από τη ρηχότητα και κακοποίηση της γλώσσας μας, μέσα από τα πολλά δημόσια, «ηλεκτρονικά» και άλλα, μυγοχέσματα. Ακολούθημα κι αυτό μιας γενικευμένης διαφθοράς τού δημόσιου λόγου.

Και με όλα αυτά, πάλι στα βιβλία και στους φίλους μου καταφεύγω.

Στους φίλους, επειδή, ακόμα και όταν διαφωνούμε, βρίσκουμε τον τρόπο να βάζουμε την αγάπη πάνω από τις διαφωνίες.

Και στα βιβλία, σχεδόν για τους ίδιους λόγους.  Ακόμα κι όταν «διαφωνώ» με το βιβλίο που διαβάζω, η διαφωνία μου γίνεται μια γυμναστική σκέψης που με δυναμώνει.

Ναι. Αγαπάω τα βιβλία σχεδόν όσο και τους φίλους μου. Ή ―για να το αντιστρέψω― αγαπώ τους καλούς φίλους μου σχεδόν όσο τα καλά (για μένα) βιβλία.

Το «σχεδόν» το λέω επειδή τα βιβλία δεν έχουν τη σάρκινη ζεστασιά, την υπόσταση, την αγκαλιά και το χαμόγελο που έχει η συντροφιά ενός φίλου.

Είναι πολύ πρόσφατο επίτευγμα μέσα μου η ενοποίηση του βιβλίου ως αντικείμενο και ως ρήμα: Βιβλίο και βιβλύω.
Ίσως να προήλθε από τη ζήλεια μου για την αγγλική χρήση της λέξης book που είναι και το βιβλίο ως αντικείμενο αλλά και το ρήμα book (Κάνω κράτηση, κλείνω τραπέζι ή εισιτήρια, σημειώνω, καταγράφω κ.ά.).

Είναι και η σκέψη μου ότι το Βιβλίο αντικείμενο και, συνακόλουθα, το «Βιβλύω», ως ρήμα, μπορούν να οδηγήσουν το ανθρώπινο είδος σε λύσεις που ούτε καν τις υποψιαζόμαστε.

Μπορώ να φανταστώ πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος αν όλοι οι άνθρωποι αφιέρωναν τουλάχιστον τριάντα λεπτά, κάθε μέρα, στην ανάγνωση ενός (εξωσχολικού, μη υποχρεωτικού) βιβλίου από την παιδική τους ηλικία. Μπορώ να φανταστώ πόσο πιο παραγωγική, σύγχρονη και ευτυχισμένη θα ήταν η Ελλάδα με δεκαπλάσιο αριθμό πιστών φίλων του Βιβλίου. Εθισμένων στην απόλαυση της ανάγνωσης από τα πρώτα παιδικά τους χρόνια.

Όταν πρωτοδιάβασα την «Καταγωγή των ειδών» του Κάρολου Δαρβίνου, δεν μπορούσα να φανταστώ την επίδραση που θα είχε αυτό και άλλα παρόμοια βιβλία στη μετέπειτα σκέψη μου. Το ίδιο ισχύει και με πολλά άλλα βιβλία, επιστημονικά κυρίως, που τα πιο πολλά υπερέβαιναν και υπερβαίνουν τις λιγοστές γνώσεις μου. Μπορούσα όμως και μπορώ να διακρίνω τις άπειρες δυνατότητες που ανοίγονται με την εξέλιξη της τεχνολογίας σε αρμονική συνύπαρξη με τις ανθρωπιστικές σπουδές.

Τα βιβλία ―και δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στη λογοτεχνία― μπορούν να μας ανοίξουν δρόμους εφαρμογής και χρήσης νέων μορφών ενέργειας που, μαζί με τη δημοκρατία και την αλληλοκατανόηση, μπορούν να μας οδηγήσουν, ως είδος, σε μια νέα εποχή αρμονίας και ισορροπίας.

Ο Λένιν είχε πει ότι ο Σοσιαλισμός είναι «Εξηλεκτρισμός συν Σοβιέτ».

Το Σοσιαλιστικό-Ανθρωπιστικό όραμα της Σοβιετικής Ένωσης και άλλων χωρών απέτυχε οικτρά.

Ο λόγος δεν ήταν μόνο η απουσία εξηλεκτρισμού.

Ήταν και η απουσία επαρκούς μόρφωσης και ανθρωπιάς που, μαζί με το έλλειμμα δημοκρατίας, έκαναν το Σοβιετικό πείραμα να μείνει στην ιστορία ως μια από τις απεχθέστερες στρεβλώσεις ενός ευγενικού και υψηλού οράματος.

Νομίζω ότι όσο πλησιάζουμε την εποχή της απεξάρτησης του είδους μας από την καθημερινή έγνοια εύρεσης ενεργειακών πόρων και την αναζήτηση ασφάλειας και τροφής, τόσο η Ανθρώπινη Ιστορία θα αφήνει πίσω της τον ωκεανό βαρβαρότητας, που μέχρι σήμερα πλέει μέσα του, και θα προσεγγίζει τις ήμερες και φιλόξενες ακτές μιας νέου τύπου Ανθρωπιάς, μαζί με πολλούς άλλους γήινους οργανισμούς.

Νομίζω ότι θα χρειαστεί να καταναλώσουμε πάρα πολλά Βιβλία μέχρι να αρχίσουμε, ως είδος, να Βιβλύουμε τα ζωτικά μας προβλήματα. Ανακαλύπτοντας ή εφευρίσκοντας ―ξανά― μια Νέα «Εδέμ» όπου οι απαγορευμένοι καρποί θα είναι εκείνοι της Άγνοιας, του Μίσους και της Μισαλλοδοξίας.

Ελπίζω ότι τότε ο Άνθρωπος και η Άνθρωπος θα μπορούν να γράφονται με το Άλφα κεφαλαίο. Όπως τους αρμόζει.

14 Ιανουαρίου 2019

Κωστής Μακρής

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Τα άλλα «ρωμαλέα κινήματα», του Πάσχου Μανδραβέλη
«Προσφεύγω στον θάνατο ως λύτρωση από το βάσανο ζωή…», του Δημήτρη Κατσούλα
Ανεβαίνει ο πυρετός…, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.