Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ατελείωτες διαδρομές, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Να ‘τος ξανά ο γνωστός μας. Πάντα συνεπής στην ώρα του. Λες και έχει βάλει ρολόι – αν και δεν φορά ποτέ στο χέρι του – κάθε πρωί εμφανίζεται στο ίδιο σημείο. Ρίχνει μια φευγαλέα ερευνητική ματιά γύρω του, προσηλώνεται στα νερά για λίγο και ψάχνει τις τσέπες του. Δίνει την εντύπωση ότι αναζητά ίσως τα κλειδιά του, ίσως και κέρματα από τις κρεμασμένες τσέπες του,  όπου τελικά βγάζει μέσα από το μπλουζάκι του ένα χαρτί θαλασσί. Το ξεδιπλώνει με την ησυχία του, το σιάζει με αργές κινήσεις μέχρι που το κάνει βαρκούλα. Την κρατά με τα δυο του χέρια, μετά την εξαφανίζει ρίχνοντάς την στο θολωμένο του μυαλό, κι αρχίζει τα ταξίδια του. Μετρά τις πευκοβελόνες που είναι σωρός δίπλα του, τις σπρώχνει λίγο με το πόδι κι ύστερα πηγαινοέρχεται στις όχθες, πότε από την μια, πότε από την άλλη. Δίνει την εντύπωση ότι μετρά τον χώρο με τις δρασκελιές του. Είναι γρήγορος στο περπάτημα, πάει κι έρχεται πέρα δώθε με το κεφάλι του μερικές φορές να το σηκώνει προς τον ουρανό. Κοντοστέκεται, ηρεμεί για λίγο, λες και ατενίζει με το σταθερό του βλέμμα τον κόσμο ετούτο τον μάταιο. Τις λίγες φορές που συναντήθηκαν τα βλέμματά μας – για δευτερόλεπτα δηλαδή – πρόσεξα μια αστραπή στα μάτια του τα γυαλιστερά, τέτοια που τρόμαξα κι απέσυρα τα μάτια μου από πάνω του. Αναρωτήθηκα: τι να κοιτάζει τάχα, ποιους αντικρίζει εκεί μακριά στα βάθη του ορίζοντα, ποια φαντάσματα κι όνειρα να κουβαλά, μέχρι πού να φθάνει ο ουρανός του; Το βέβαιο είναι ότι δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Ακόμα και μια λυγερόκορμη νια θα τον ζήλευε βλέποντάς τον να κρατά με χάρη στο αριστερό του χέρι και από τον αγκώνα μια τσάντα με μια πράσινη ένδειξη τυπωμένη πάνω της, σαν κι αυτές τις οικολογικές που δίνουν τα φαρμακεία αγοράζοντας κάποιος φάρμακα προς διαφήμισή τους. Φουσκωμένη ελαφρώς,  όμορφη φαίνεται. Τι τάχα να περιέχει μέσα; Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε: ίσως το δεκατιανό του, ίσως και τα φάρμακά του, μπορεί και κάποια χαρτιά, ίσως και τίποτα. Είναι μυστήριος, ένας αχαρτογράφητητος απέραντος κόσμος. Ξεκουράζεται για πολύ λίγο πάνω σε μια πέτρα, ανασηκώνεται κι εξαπολύει κατάρες, βρίζει θεούς και δαίμονες, κουνάει την παλάμη του δεξιού του χεριού σφιγμένη σε γροθιά με μόνο τον δείκτη προτεταμένο λες και παραδίδει μάθημα σε σχολείο ή ότι κάποιον υποδεικνύει. Δίνει την εντύπωση ότι σ’ αυτόν τον κόσμο τίποτα δεν γίνεται σωστά, τίποτα δεν εγκρίνει, τίποτα δεν παραδέχεται ως ορθό.

Το καλοκαίρι, όταν πια στερέψουν τα ποτάμια των δρόμων από αυτοκίνητα, εξαφανίζεται κι αυτός μαζί με τους παραθεριστές. Όταν πια μπει Φθινόπωρο κι αρχίσουν οι δροσιές είναι από τους πρώτους όπου από τα χαράματα πιάνει δουλειά στα φανάρια των δρόμων της πόλης. Χαιρετά τους πάντες, λεωφορεία, ταξί, και Ι.Χ. λες και τους ξέρει χρόνια τώρα. Κι αυτοί όμως τον γνωρίζουν και του μιλούν με το μικρό του όνομα, χωρίς όμως ούτε μια φορά να κατεβούν από τα οχήματά τους και να του δώσουν το χέρι. Απλά από τα παράθυρά τους – και περιμένοντας το πράσινο ν’ ανάψει – τον ρωτούν: πού ήσουν τόσο καιρό, είσαι καλά, πού χάθηκες τόσους μήνες; Αρκετοί μάλιστα του μιλούν και με το όνομά του. Ανεβαίνει στο πεζοδρόμιο και δίνει συμβουλές προς όλους: Έι, θα βρέξει την άλλη βδομάδα, αλλάξατε λάστιχα στ’ αυτοκίνητά σας; Έι, πλάκωσε μουτζούρα ο ουρανός, μάλλον θα το γυρίσει σε χιόνι. Έι, μου είπαν ότι θα καταφθάσει το περιπολικό για να μπαγλαρώσει όλους τους κακούς. Έι, άντε στο καλό, καλό δρόμο να ‘χεις, άντε γεια τώρα…

Τελευταία, του έχει καθίσει στο μυαλό ότι αυτός ο νιος από το Ιράν που βρίσκεται στην απέναντι όχθη και πουλάει τσατσάρες, φακούς, βραχιόλια και μπιχλιμπίδια, είναι ο κακός. Φουντώνει το αίμα του μόλις τον αντικρίσει, έχουν παίξει και μπουνιές μερικές φορές, τον κλωτσάει, τον σπρώχνει, του λέει να εγκαταλείψει το χώρο του, το λημέρι του. Είναι βλέπεις και μερικοί οδηγοί-πειραχτήρια που του ξεσηκώνουν τα μυαλά: έι, δεν καταλαβαίνεις ότι σου πήρε το χωράφι, πώς τον ανέχεσαι αυτόν απέναντί σου; Τότε είναι που γίνεται θεριό ανήμερο. Μαυρίζει το πρόσωπό του, σκοτεινιάζουν τα μάτια του και χάνεται σε βάθη αμέτρητα. Ο Ανατολίτης από την άλλη μεριά, χαμογελά. Του πετάει κάτι ακατάληπτα αγγλικά κι απομακρύνεται μη τυχόν βρει και το μπελά του. Μονομιάς ο δικός μας αλλάζει όψη, μεταμορφώνεται, παραμερίζουν τα νερά, πάνε στον πάτο οι βαρκούλες, γίνεται έξοδος από την Αίγυπτο με τον Μωυσή που συγκεντρώνει τον λαό του ο οποίος  τον ακολουθεί πάντα όπου αυτός πορεύεται, ο δρόμος γίνεται βουνό ανηφορικό που το πάτησε πρώτος, στέκεται αγέρωχος και αγέραστος στην κορυφή του κρατώντας ανά χείρας τις δέκα εντολές, κοροϊδεύει το χρόνο που τρέχει ασταμάτητα, καθ’ όσον τα μαλλιά των άλλων αρχίζουν ν’ ασπρίζουν. Ναι, εκεί στα φανάρια, στο λημέρι του, στο βασίλειό του. Εκεί στο δικό του χωράφι, αλλά και στις δυο όχθες του.

Σχεδόν σαράντα χρόνια αυτές οι ατελείωτες διαδρομές, σχεδόν σαράντα χρόνια αναρωτιέμαι ποια μάνα το πρωί τον συντροφεύει ως την στροφή του δρόμου, τον  αποχαιρετά στέλνοντάς τον στο καλό, και πού να τον περιμένει τάχα…

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, «Πηγές Καλλιθέας»

και  Pane di capo στη Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου στο ύψος του ΙΚΑ & Λεωφόρος Κρεμαστής

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.   

The article expresses the views of the author      

iPorta.gr 

SHARE
RELATED POSTS
Το αλκοόλ των Ουρανών, του Μάνου Στεφανίδη
Ύποπτος ο…καρνάβαλος, του Γιώργου Αρκουλή
Τα πεύκα της Μαγκουφάνας, του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.