Ο Άγιος Willibrord (Βιλλιβρόρδος) γεννήθηκε το 658 μ.Χ. στη Νορθουμβρία της Βρετανίας από γονείς Αγγλοσάξονες. Ο ευσεβής πατέρας του Βιλγίσιος, ασκητής αργότερα, τον έστειλε για εκπαίδευση στο ξακουστό μοναστήρι του Ράϊπον, του οποίου ιδρυτής και ηγούμενος ήταν ο άγιος Βιλλφρίδος, μετέπειτα επίσκοπος Υόρκης ( 12 Οκτωβρίου). Σπούδασε επίσης για δώδεκα χρόνια στη φημισμένη για τις λαμπρές μοναστηριακές σχολές της Ιρλανδία, υπό την καθοδήγηση του ενάρετου και μορφωμένου γέροντα Εκβέρτου.
Το 688 μ.Χ. χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και τον επόμενο χρόνο, ύστερα από σχετική προτροπή του δασκάλου του, αναχώρησε με δώδεκα μοναχούς για να κηρύξει το ευαγγέλιο στη Φρισλανδία (σημερινή βορειοδυτική Ολλανδία), τη μελαγχολική χώρα των βάλτων. Εκεί έγινε εγκάρδια δεκτός από τον μαγιορδόμο (αυλάρχη) του βασιλείου της Αυστρασίας Πεπίνο τον εξ Εριστάλης (635 – 714 μ.Χ.), που λίγο πρωτύτερα είχε νικήσει τον ισχυρό ιθαγενή ηγεμόνα Ράντμποντ, φανατικό υποστηρικτή της ειδωλολατρίας.
Ο άγιος Βιλλιβρόρδος, άρχισε το ιεραποστολικό του έργο στην περιοχή εκείνη που είχε αποσπάσει ο Πεπίνος από τον αντίπαλό του. Το κήρυγμα του είχε τόση επιτυχία, ώστε το 695 μ.Χ. ο πάπας Σέργιος Α’ (687 – 701 μ.Χ.), ύστερα από θερμές συστάσεις του Πεπίνου, τον κάλεσε στη Ρώμη και τον χειροτόνησε επίσκοπο, μετονομάζοντάς τον σε Κλήμεντα.
Επιστρέφοντας, εγκαταστάθηκε στην Ουτρέχτη και συνέχισε να μοχθεί για τον εκχριστιανισμό της φραγκικής Φρισλανδίας, επεκτείνοντας τη δράση του και σε γειτονικές χώρες, όπως η Θουριγγία, το Λουξεμβούργο και η Δανία. Την τελευταία επισκέφθηκε μόλις ένα χρόνο μετά την επισκοπική χειροτονία του. Ο φοβερός όμως Βίκινγκς Ογγούνδος, ματαίωσε κάθε προσπάθειά του για την ίδρυση τοπικής Εκκλησίας. Έτσι ο άγιος αρκέστηκε να πάρει μαζί του στην Ουτρέχτη τριάντα νεαρούς Δανούς, που είχαν πιστέψει στο Χριστό και να τους εκπαιδεύσει κατάλληλα, ώστε να καταστούν μελλοντικά ιεραπόστολοι στην πατρίδα τους.
Μετά το θάνατο του Πεπίνου (714 μ.Χ.), ο ιεράρχης βρήκε αμέριστη υποστήριξη και από το διάδοχο του Κάρολο Μαρτέλο (714 – 741 μ.Χ.), τον οποίο ο ίδιος βάπτισε.
Στα επόμενα χρόνια επισκέφθηκε επανειλημμένα κάθε σημείο της επαρχίας του, έχτισε ναούς, ίδρυσε μοναστήρια και απάλλαξε το λαό από τις παλαιές βάρβαρες συνήθειές του.
Όταν οι ειδήσεις των ιεραποστολικών του επιτευγμάτων έφτασαν ως την Αγγλία, πολλοί συμπατριώτες του έσπευσαν να ενισχύσουν το έργο του: Ο Αδελβέρτος ήρθε να κηρύξει στη βόρεια Ολλανδία, ο Βερενφρίδος στην Ελστη, ο Πλέχελμος, ο Οτγέρος και ο Βίρος στη Γκελντερλάνδη, οι αδελφοί Εβάλδοι στη Βεστφαλία, όπου και μαρτύρησαν και ο Βούλφραμος, μετέπειτα επίσκοπος της Σέν, στην κυρίως Φρισλανδία, όπου βάπτισε το γιο του ηγεμόνα Ράντμποντ και πλήθη άλλων Φρισλανδών.
Ο Άγιος Βιλλιβρόρδος κοιμήθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 739 μ.Χ. και τάφηκε στη μονή Ετστέρναχ του Λουξεμβούργου.
Η συμβολή του στον εκχριστιανισμό της Ευρώπης υπήρξε μεγάλη. Δίκαια αναγνωρίζεται ως ένας από τους θεμελιωτές της βρετανικής ιεραποστολής και ως απόστολος της Ολλανδίας.
Eις τον Iέρωνα.
Ὢ πῶς, Ἱέρων οὐδὲν ἐξ εὐτολμίας
Ἄτολμον εἶδεν, οὐδ’ ἀγενὲς πρὸς ξίφος!
Eις τους τριακονταδύω.
Διὰ ξίφους ἀνεῖλον ἄνδρας τρὶς δέκα,
Ἄνδρες πονηροί, καὶ μίαν ξυνωρίδα.
Ουδ’ ἔλαθ’ ἑβδομάτῃ Ἱέρων ξίφει αὐχένα τμηθείς.
Τα ονόματα των Αγίων Ματρύρων είναι: Ιέρων, Νίκανδρος, Ησύχιος, Βαράχος (ή Βαράχιος), Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξαντικός (ή Ξανθιάς), Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος (ή Ουστρίχιος), Ουΐκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και άλλος Ιέρων.
Ο πρώτος απ’ αυτούς, ο Ιέρων, ήταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του πέθανε γρήγορα και την ανατροφή του, καθώς και των δύο αδελφών του, Ματρωνιανού και Αντωνίου, ανέλαβε εξ ολοκλήρου η μητέρα τους Στρατονίκη. Παρ’ όλο που ο Ιέρων πήρε αρκετή μόρφωση, ασχολήθηκε με το γεωργικό επάγγελμα. Οι ειδωλολάτρες τέτοιες ενασχολήσεις τις θεωρούσαν υποτιμητικές. Αλλά οι χριστιανοί ήξεραν ότι ο Χριστός δεν απαξίωσε τον ιδρώτα του ταπεινού εργάτη. Και ότι κάθε τίμια εργασία είναι αρετή και μόνο η αργία, πού φέρνει την αμαρτία, αποτελεί για τον άνθρωπο στίγμα. Άλλωστε, ο θεόπνευστος λόγος της Αγίας Γραφής περιγράφοντας τη ζωή των Αποστόλων και κατ’ επέκτασιν, όλων των χριστιανών, λέει: «κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίοις χερσί» (Α’ προς Κορινθίους, δ’ 12). Κοπιάζουμε, δηλαδή, εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια.
Όταν επί Διοκλητιανού άρχισε ο διωγμός κατά των χριστιανών, ο έπαρχος Αγρικόλας συνέλαβε τον Ιέρωνα με την κατηγορία ότι τις Κυριακές και τις άλλες γιορτές περιφερόταν και κήρυττε το Χριστό στους εργάτες, με αποτέλεσμα να αποσπάσει πολλούς από την ειδωλολατρία. Μαζί του συνελήφθησαν οι δύο αδελφοί του και τριάντα ακόμα συνεργάτες του στη διακονία του Ευαγγελίου. Αφού φυλακίστηκαν και φρικτά βασανίστηκαν, τελικά ο έπαρχος Αγρικόλας τους αποκεφάλισε έξω από την πόλη Μελιτινή.