Βρισιές πολλές ακούγονται…
Βρισιές πολλές ακούγονται, βλαστήμιες, κατηγόριες,
απ’ άνθρωπες που ‘χουν ορθές τις γνώμες και πελώριες.
Σε έντυπα και στη Βουλή, σε μπλόγκια κι άλλα μίντια
βροχή, χαλάζι πέφτουνε χαμάλικα βρισίδια.
Σαν έτοιμος από καιρό κι εγώ, και σαν γενναίος,
γουστάρω στο παραμικρό να χώνομαι χυδαίως,
να λοιδορώ, να μέμφομαι και να κουτσομπολεύω
τον πάσα εις που αντιπαθώ να τον διαπομπεύω.
Να ’ναι χωράφων μοιρασιά, κληρονομιάς μεράδι;
Ή σάμπως μου κολλήθηκε στη σόλα μου κουράδι;
Μην απ΄αρχής δε έμαθα με γάρμπος να μιλάω;
Ή από φόβο με μαγκιά ξινίλες αμολάω;
Όχι! Δεν έχω μοιρασιά, μηδέ σκατά στη σόλα.
Δόξα εφήμερη μ’ ωθεί και του μυαλού μια φόλα,
μα κι ένας φόβος μυστικός ―μη και με πούνε βλάκα―
που με τοσούτσικη αφορμή «Σκάσε,» λέω «μαλάκα!».
Σαν την τσουκνίδα γίνομαι και όλους τους τσιμπάω
κι από το στόμα μου οχιές και βαθρακούς πετάω.
Ολούθε σπέρνω αγκαθιές, φαρμακερές κουβέντες
κι όλους τους βλαστημάτορες θαρρώ τους για λεβέντες.
Όταν με ξένο βρίζομαι, στον δρόμο, στο φανάρι,
ξεχνώ τον πόνο που συχνά μ’ αργάζει το τομάρι.
Μπορεί και να το χαίρομαι, όποτε μου τη δίνει,
που με περίσσιαν άνεση ξοδιάζω αδρεναλίνη.
Όμως η γλώσσα και τ’ αυτιά με τσακωμούς χαλάνε,
κι ούτε τους φόβους μου νικώ με λόγια που κλοτσάνε.
Βλέπω φτηνή τη δόξα μου με τέτοιο βλαστημίδι
και χαντακώνει μου τον νου τ’ άγριο γλωσσοβαρίδι.
Έναν παθαίνω στοχασμό
και μου ‘ρχεται μια ζάλη,
και οι μελίσσες που ακώ
σαν να μου λεν’ αγάλι:
«Θέλει αυτοσυγκράτηση η Άνοιξη σαν μπαίνει,
και πιο καλά τους π’ αγαπάς το στόμα να γλυκαίνει.
Να βρίζεις φίλους γκαρδιακούς σε παίρνει να το κάνεις,
άμα το έχεις σίγουρο πως δεν θα τους πικράνεις.
»Με φίλους που ‘χουν θάρρητα, το βρίσιμο που αρπάνε
να σ’ το γυρνάνε τρίδιπλο και φίλοι πάλι να ’ναι,
να προτιμάς, παρ’ άγνωστους να παίρνεις απ’ τη μούρη,
και καβαλίνες ν’ αμολάς, σαν γέρικο γαϊδούρι.»
Τέτοια λέγαν οι μέλισσες
και τα μαυρά κοτσύφια,
οι δεκοχτούρες κι οι σπινοί
και μ’ έπιασε κατήφεια.
Κι ευθύς το ξανασκέφτηκα: Τι βγαίνει απ’ το βρισίδι;
Μήπως θα στρώσει τ’ αλλουνού το στρόπιο του φτιασίδι;
Κι αν είναι γρόθος, με βρισιές θε να πειστεί ν’ αλλάξει;
Ή μήπως ο πολιτικός αντίπαλος θα φτιάξει;
Κι αν έχω χωραφιού μικρό ή ποσοστό μεγάλο
με πόσο βλαστημοπολτό το δίκιο μου θα βγάλω;
Ή κι αν για πόλεμο κινώ, μην κοφτερό θα κάνει
μία βλαστήμια το σπαθί, οχτρό για να ξεκάνει;
Απόφαση το πήρα ευθύς, και θαν τηνε τηρήσω,
τον που δεν είναι φίλος μου δεν θα τον ξαναβρίσω.
Κι αν είναι οχτρός και βρίζει με, δεν θα τ’ αντιγυρνάω.
Θα βρίσκω επιχειρήματα, μ’ αυτά να πολεμάω.
Κάλλιο το έχω πια εγώ, τη γλώσσα μου να στρώσω
παρά με σαρκασμούς χοντρούς να κάνω τον καμπόσο.
Τη γλώσσα που μου δώσανε για να συνεννοούμαι
ναν τη ρημάζω φτάνει πια, τη δόλια τη λυπούμαι.
Ευγένεια το λέγανε παλιά αυτό το χούι,
και ίσως πιο ν’ αρέσει του σε όποιον το ακούει.
Νομίζω πως βαρέθηκα τ’ άνοστα βλαστημάτα,
και μου ’ρχονται σαν πιο καλά τα λόγια τα σταράτα.
06 Απριλίου 2015