Χθες βράδυ, στην εκδήλωση για τον Βασίλη. Σ’ ένα απολύτως συστημικό / status κτήριο ιλουστρασιόν πολιτισμού, καθισμένος σε αφ’ υψηλού, ως εκ του σχεδιασμού της αίθουσας, «εξουσιαστικό» πάνελ, εμπρός σ’ ένα κατά τα 7/10 συστημικό κοινό, άντε να βγάλεις εσύ μπροστά τον αριστερό / παιγνιώδη Βασίλη, αυτόν που ανέκαθεν υπήρξε, αυτό που είναι πραγματικά στα περισσότερα κείμενά του, και που με τίποτε δεν είναι «…αυτό που με κάνουν οι ειδήσεις των εφημερίδων».
(Στο βάθος της καρδιάς του γνωρίζει κι ο ίδιος την πικρή αλήθεια που κρύβει η όποια συστημική του μεταμφίεση.)
Δυο άνθρωποι, θαρρώ, απ’ όλο το πλήθος που μίλησε με ειλικρινή αγάπη γι’ αυτόν, σταθήκαμε με πείσμα σ’ αυτή την πλευρά του: εγώ και η σκηνοθέτης Έφη Θεοδώρου. Ενοχλώντας, έτσι, ελαφρώς τις ανάλαφρες συνειδήσεις κάποιων από το κοινό.
Ανάμεσα στ’ άλλα, για να ερεθίσω λίγο τα πνεύματα, διάβασα και αυτό το ποίημα του ογδοντάχρονου Βασίλη…
Έλπιζα κάπως αλλιώς να βρεθούμε, εσύ κι εγώ.
Ο χρόνος που θα είχε περάσει, έλπιζα
ότι θα μας είχε ωριμάσει.
Μα όταν σε είδα,
κοίταξα το ρολόι μου, άναψα τσιγάρο,
και παράγγειλα ένα εσπρέσο
Ακούς;
Τραγούδια απ’ τον εμφύλιο της Ισπανίας.
Μη με ρωτάς ποιανής παράταξης.
Πάντα
οι αριστεροί έχουν τα όμορφα τραγούδια.
Οι άλλοι έχουν τα όμορφα τανκς.
Β. Β.: Λάκα-Σούλι, «Ο ληξίαρχος», 16 (1967-1974).