Ήθελε να ανέβει στο μικρό σκαμπό με τις ρόδες, το χωρίς πλάτη, αυτό που γυρίζει σαν παιχνίδι σε παιδική χαρά. Προσπάθησε και δεν τα κατάφερε.
“Να σε ανεβάσω εγώ;” της είπα.
Δέχτηκε.
Ανέβηκε.
“Να γυρίζω…” απαίτησε με λίγο φόβο.
“Να σε γυρίζω εγώ;” της είπα. “Θα πέσω…” είπε. “Θα σε κρατάω” της υποσχέθηκα. Πρώτη περιστροφή. “Θα πέσω!” “Δεν θα πέσεις, σε κρατάω…”
Δεύτερη περιστροφή. “Θα πέσω!” ξανά. Φόβος μαζί με χαρά. “Δεν θα πέσεις, σε κρατάω”, ξανά εγώ. Τρίτη, τέταρτη περιστροφή. Κάθε φορά: “Θα πέσω…”
Στην πέμπτη περιστροφή, ένα χαμόγελο ασφάλειας. “Κι άλλο!”
Κι άλλο, κι άλλο… “Κατέβα τώρα και πήγαινε μέσα, στη γιαγιά”.
Λίγο στραβομουτσούνιασμα.
Την κατέβασα.
“Είδες που δεν έπεσες;” της λέω.
“Δεν έπεσα!” είπε θριαμβευτικά. Και έφυγε.
Να το τελειώσω εδώ;
Ή…
Άθελά μου, καθώς στριφογύριζε το σκαμνάκι, σκέφτηκα την Ελλάδα…
Όταν κάνει γύρους πάνω στο μεγάλο ευρωσκαμνάκι με τα 19 ροδάκια, ποιος άραγε την κρατάει να μην πέσει;
Ή είναι αρκετά μεγάλη και δεν φοβάται το πέσιμο;
Ή μήπως είναι πάααρα πολύ μεγάλη και θα έπρεπε να φοβάται και το πέσιμο και χ – σιμο;
Αυτά τα παιδιά… Με πόσες ευθύνες και ερωτηματικά σε φορτώνουν.