Κινηματογράφος - Θέατρο

Το έξυπνο πουλί, η παράσταση που είδαμε, του Κωστή Α. Μακρή

Kostis A. Makris
Spread the love

Kostis A. Makris

 

 

 

 

 

 

 

Κωστής Α. Μακρής  

 

 

 

cleverbird-iporta.gr.jpg

 

 

Το Έξυπνο Πουλί
Του Ζωρζ Φεντώ (Georges Feydeau) στο Θέατρο Tempus Verum/Εν Αθήναις.
Σκηνοθεσία Μάνου Βαβαδάκη και Γιώργου Κατσή.

Η παράσταση που είδαμε

 

«Το γέλιο είναι μια πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση
και το πολύ γέλιο, σχεδόν άθλος!»

Σχόλιο για την παράσταση, Κωστής Α. Μακρής.

 

Η λέξη «αστείο» και «αστείος» είναι ξαδερφάκια του «άστεως».

Αστός (μικρο- ή μεγαλο- δεν έχει και τόση σημασία) είναι ο κάτοικος του άστεως, της πόλης.
Ο Ζωρζ Φεντώ (όπως επιλέγουν να το γράφουν οι συντελεστές της παράστασης που είδαμε στις 06 Φεβρουαρίου 2017), ήταν Γάλλος δραματικός συγγραφέας, γιος του μυθιστοριογράφου Ερνέστ Φεντώ. Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1862, στον αριθμό 19 της οδού Κλυσί, στο Παρίσι. Από πολύ μικρός βρέθηκε μέσα στον κόσμο των γραμμάτων. Με την παρότρυνση του Εζέν Λαμπίς, διάσημου συγγραφέα έργων του βωντβίλ, έγραφε μονολόγους που τους ερμήνευε ο ίδιος. Στα είκοσι πέντε του χρόνια, το 1887, γνώρισε την πρώτη μεγάλη του επιτυχία με το “Ράφτη κυριών”. Τα επόμενα χρόνια έγραψε αρκετά έργα που όμως δεν κατόρθωσαν να πείσουν ούτε το κοινό, ούτε τους κριτικούς. (πληροφορίες από ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ).

 

Από την εποχή τού συγγραφέα μας χωρίζουν (ή μας ενώνουν) σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια.

Η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό πριν δούμε την παράσταση ήταν:
«Φεντώ; Σήμερα; Γιατί;».

Από τα πρώτα λεπτά της παράστασης και με τα πρώτα γέλια ―δικά μου και του κοινού― είχα αρχίσει να σέβομαι την απόφαση των δημιουργών της να «διδάξουν» μια ―ίσως παρωχημένη― αρκετά παλιά αστική κωμωδία με σύγχρονο τρόπο. Κάπου διάβασα ότι ο θίασος και οι σκηνοθέτες διάλεξαν αυτό το έργο σπρωγμένοι από μια βαρεμάρα «απέναντι στην αυτοαναφορικότητα της εποχής μας».

Και καλά έκαναν.

Έγραψα στο Facebook (για την παράσταση) δυο φράσεις και τις αντιγράφω εδώ:
«Συγχαρητήρια σε όλες και σε όλους τους συντελεστές της παράστασης «Το Έξυπνο Πουλί» (του Ζορζ Φεντό/Georges Feydeau) στο θέατρο Tempus Verum/Εν Αθήναις!
Το γέλιο είναι μια πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση και το πολύ γέλιο, σχεδόν άθλος!»

 

Θέλω να συμπληρώσω ότι αυτό το σχόλιο έχει και πολιτική άποψη μέσα του.

Διέκρινα πίσω από τη «νεωτερική» απόδοση του έργου, που δεν το έχω διαβάσει αλλά έχω δει παλιότερες παραστάσεις έργων του Φεντώ, στοιχεία από κόμικς, καρτούν, Monty Python, και αυτοσαρκασμό που καθιστά το έργο μια νέα πρόταση και ταυτόχρονα πολιτική κριτική ματιά σε ένα έργο που η μικροαστικότητά του αναβλύζει σαν παλιό κυριακάτικο οικογενειακό γεύμα σε νεοκλασικό «αρχοντικό».

Θα θέλαμε ―πολλές και πολλοί― να είχαμε καταφέρει να υπερβούμε ή να απαλλαγούμε από τον «μικροαστισμό» που, σαν τις ψείρες, δεν λέει να ξεκολλήσει από την κόμη της σημερινής κοινωνίας.

Αλλά αν ξύσουμε καλά την επιφάνεια του σύγχρονου κοινωνικού και πολιτικού λούστρου (βλέπε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης αλλά και στην καθημερινότητα) θα δούμε να μορφάζουν κάτω από το στρώμα της ―δήθεν― φρέσκιας μπογιάς του σήμερα, αστές γιαγιάδες, αστοί παππούδες και ένας υποκριτικός καθωσπρεπισμός που χασκογελάει ακόμα με τα «σόκιν» ανέκδοτα.

Όλο αυτό το ντεμοντέ, αλλά όχι τόσο «πασέ» ακόμα, που, όσο υπάρχει ο Σεφερλής (καλά να είναι ο άνθρωπος, αλλά φτάνει πια…), διαιωνίζεται ως έθιμο περισσότερο κι όχι ως κοινωνική ανάγκη. Κάτι σαν τις αποκριάτικες μεταμφιέσεις των παιδιών που πλέον δεν βγάζουν καθόλου γέλιο.

Αντίθετα με τις παιδικές μεταμφιέσεις, το κοινό της παράστασης που είδαμε, νεανικό στην πλειονότητά του, ξεκαρδιζόταν στα γέλια αλλά για άλλους λόγους απ’ αυτούς για τους οποίους θα γελούσε η γιαγιά τους ή ο παππούς τους και οι γονείς τους σε μια ανάλογη παράσταση της δεκαετίας του ’60, του ’70 ή και του ’80. Με την πληθώρα των τότε υπονοουμένων, που υπέκλεπταν τα χάχανα των καλοζωισμένων ανδρών και οδηγούσαν το χέρι μιας καθωσπρέπει κυρίας στο στόμα της, για να μην προδοθεί με το γέλιο της η κατανόηση της άσεμνης ή ανόσιας λέξης ή φράσης που δεν είχε ειπωθεί.

 

Η υπόθεση (αντιγράφω από τις πληροφορίες στην ιστοσελίδα του Θεάτρου):

«Ο Ποντανιάκ, αμετανόητος γυναικάς, κυνηγά την Λουσιέν ως το σαλόνι του σπιτιού της. Εκεί ανακαλύπτει πως είναι παντρεμένη με τον Βατλέν, τον καλύτερό του φίλο. Εκείνος της αποκαλύπτει πως ο Ποντανιάκ είναι κι αυτός παντρεμένος. Η Λουσιέν θα εκμυστηρευτεί στον Ποντανιάκ πως θα απατούσε τον άντρα της, μόνο αν αυτός την απατούσε πρώτος, υπόσχεση που έχει δώσει από καιρό και στον Ρεντιγιόν, οικογενειακό τους φίλο. Τι θα συμβεί, όμως, όταν ο Βατλέν αποκαλύπτει στον Ποντανιάκ, ότι απατά την γυναίκα του με μια Γερμανίδα που ήρθε από το Μόναχο και τον εκβιάζει; Και τι θα συμβεί, όταν όλοι αυτοί βρεθούν στο ίδιο δωμάτιο του ξενοδοχείου Corte – Flirt;

Πόρτες, μοιχεία, παρεξηγήσεις, ψέματα από έξι χαρακτήρες που προσπαθούν απεγνωσμένα να επιβεβαιώσουν τον ανδρισμό ή τη θηλυκότητά τους αποτυγχάνοντας, ωστόσο, παταγωδώς. Μια φαρσοκωμωδία απογυμνωμένη από τα αστικά της στοιχεία σε μια σύγχρονη αφήγηση που επαναπροσδιορίζει τα βασικά της συστατικά. Κι ενώ οι χαρακτήρες της φάρσας στηρίζονται στον κόσμο που γελά σε βάρος τους, αντί να προσποιηθούν άγνοια κρυμμένοι πίσω απ’ τις πόρτες, την… κατασκευάζουν.

Πόσο δυνατή είναι η σύμβαση του γάμου; Μπορεί να μεταπείσει ακόμα και τον πιο κυνικό; Η αληθινή αγάπη θα επιβιώσει ή θα παραμείνει εγκλωβισμένη στις φωτογραφίες;»

 

Αν σταθούμε σε αυτό το σημείωμα, μπορεί να σκεφτούμε ―επιπόλαια κατά τη γνώμη μου― ότι «εδώ ο κόσμος καίγεται και το αυτό χτενίζεται».

Αυτό όμως ίσχυε πάντα.

Πάντοτε το «αυτό» θέλει να είναι καλοχτενισμένο. Είναι ο τρόπος που έχει η φύση να αναπαράγεται. Ακόμα και στις πιο δύσκολες ώρες.

Δεν είναι τυχαία η πολιτική παρουσία και το κωμικό έργο του Αριστοφάνη σε εποχές δραματικές για την αρχαία Αθήνα, μέσα στις φλόγες και τα δεινά του Πελοποννησιακού Πολέμου.

 

Διαβάζοντας την παράσταση πέρα από τις λέξεις του συγγραφέα (ή, μάλλον, ανάμεσα από τις λέξεις) διέκρινα την ανάγκη, τη φιλοδοξία και το στοίχημα των σκηνοθετών, των ηθοποιών και όλων των συντελεστών να προσφέρουν στον σημερινό θεατή γέλιο με στοχασμό και αναστοχασμό με πολύ γέλιο. Κι όλα αυτά με λιτό, οικονομικό και ποιοτικό τρόπο.
Και πιστεύω ότι το κατάφεραν.

 

Πληροφορίες για την παράσταση:
Μετάφραση: Νικηφόρος Παπανδρέου
Διασκευή-Σκηνοθεσία: Μάνος Βαβαδάκης, Γιώργος Κατσής
Σκηνικά-Κοστούμια: Γιωργίνα Γερμανού
Επιμέλεια φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου
Βοηθός Σκηνογράφου: Μαριέττα Παυλάκη

 

Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας

 

Με τους: Στέλλα Βογιατζάκη, Χαρά – Μάτα Γιαννάτου, Κατερίνα Ζησούδη, Μάνο Βαβαδάκη, Γιώργο Κατσή, Πάνο Παπαδόπουλο

 

Info:

Μέρες και ώρα παραστάσεων: Aπό 30 Ιανουαρίου έως 7 Μαρτίου κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00

Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος 12 ευρώ, Μειωμένο – Φοιτητικό 8 ευρώ, Ατέλειες: 5 ευρώ
Διάρκεια: 80 λεπτά

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Η αμαρτωλή κρυμμένη ιστορία τριών εφηβικών κρανίων, της Τζίνας Δαβιλά
Αφιέρωμα στον κινηματογράφο: Ηθοποιοί που μεγαλούργησαν
Κινηματογράφος: μετά MIllenium τι;

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.