Μανώλης Δημελλάς
Άναψε δυο 500άρες λάμπες κι έπειτα έσυρε μια φωνή στον ηλεκτρολόγο, ήταν το σύνθημα για να δώσει γκάζια στο ρεύμα, να φτάσει τα νήματα λίγο πριν το σπάσιμο.
Ο δάσκαλος του κινηματογράφου Νίκος Γαρδέλης ήθελε λίγο παραπάνω φως, το σκοτάδι του λιμανιού κατάπινε λαίμαργα ό,τι έβγαζαν τα φωτιστικά και πάλι ο δείκτης του φωτόμετρου δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την άκρη, ενώ ακόμη και το φιλμ είχε ήδη φάει ένα άγριο πουσάρισμα και άγγιζε τα όρια του. Καλύτερα, όσο πιο πολύ το μαύρο, τόσο πιο μεγάλο θα ήταν το σουξέ!
Ήταν ο σπουδαίος διευθυντής φωτογραφίας στα «Κόκκινα Φανάρια», στη φημισμένη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη, που το 1964 έφτασε μια ανάσα από το Όσκαρ.
Για την Τρούμπα μαθαίνουμε από ταινίες και βιβλία, ο πιο τυχερός ίσως πέσει πάνω σε έναν παλιό πελάτη ή κάποιον πρώην εργαζόμενο στην περιοχή, όμως τέτοιοι τύποι σπάνια ανοίγουν το στόμα τους για αυτά τα θέματα. Συνήθως ξεφυτρώνει ένας παραμυθάς, από κείνους που όταν αρπάξει κάτι το αυτί, έχουν χαρά και φουσκώνουν τις ξένες ιστορίες σα να ‘ναι λάστιχα θεόρατου τριαξονικού φορτηγού.
Οι «άσεμνες» και οι «αρτίστες» της Τρούμπας
Εδώ κάτω η διασκέδαση ήταν άλλου τύπου, κάθε είδους περαστικοί, στεριάς και θάλασσας, ξέπεφταν λίγο αναγκαστικά, όπως σε κάθε λιμάνι υπάρχει μια λατρεμένη, αλλά και μισητή zona rosa.
Οι πελάτες έψαχναν λοιπόν για μια τουλάχιστον «στιγμιαία εκτόνωση», ένα σύντομο μεθυστικό χασομέρι ή έστω, δυο λόγια παρηγοριάς, να περάσει η ώρα βρε αδερφέ και να σπάσει το ταχείας πήξεως τσιμέντο της μοναξιάς.
Από την άλλη οι εργαζόμενοι, γυναίκες κι άντρες, προσέφεραν ό,τι είχαν, ό,τι «υπηρεσίες» άντεχε η ψυχή και το κορμί τους, για να βγει το μεροκάματο. Κύριο προσόν της γειτονίας ήταν δυο ατέλειωτα θηλυκά, οι επίσημα χαρακτηρισμένες «άσεμνες» γυναίκες και η θάλασσα, αυτά έδιναν ζωή στους πόθους των κρυφών και φανερών θαμώνων. Υπήρχαν βέβαια και τα χειρότερα καθάρματα, οι νταβατζήδες, μα στο πολύχρωμο μωσαϊκό του ανθρώπινου κύκλου εκεί κάτω κυριαρχούσαν οι πιο σκοτεινοί τόνοι.
Δεν ήταν για την καθωσπρέπει κοινωνία, αφού το δόγμα «πνεύμα και ηθική» εκείνα τα χρόνια φαίνεται πως είχε μεγάλη πέραση, όμως όσο πιο χαμηλά είσαι, τόσο λιγότερο σοβαρά ακούς τις προτροπές των Θεών και των αυτόκλητων αντιπροσώπων ή των συνεργατών τους. Άλλωστε η αμαρτία έχει τη πιο μεγάλη γλύκα, αρκεί να σε βλέπουν αθώα μάτια!
Το βαρύ όνομα και οι μοντέρνες λάμπες στη Ακτή Μιαούλη φτάνουν άραγε για να γεμίσει από φως ο σκοτεινός Πειραιάς;
Σήμερα τα μόνα φώτα που παρέμειναν σταθερά αναμμένα ήταν αυτά στα φιλμ, γιατί η Τρούμπα των καμπαρέ, των μπαρπουτιέρηδων, των λαθρέμπορων και των σωματέμπορων, μα και κάθε ίχνους μαχαιρώματος, σκοτεινού έρωτα και αχαλίνωτου πάθους, ακόμη κι εκείνη η απαίσια μεικτή μυρωδιά, τσιγάρου, ιδρώτα και μεθυσμένου κάτουρου, τριγύρω από τα κακόφημα στέκια, στέγνωσαν και έφυγαν μακριά.
Όλα άλλαξαν διάσταση, τα πήρε μαζί της εκείνη η εποχή σε ένα ταξίδι στο πιο ακατοίκητο παρελθόν. Όχι πως η παρανομία εξαφανίστηκε, βρήκε άλλες διεξόδους, έστησε άλλα πόστα, για να κάνει το παιγνίδι της ακόμη πιο χοντρό και να φέρνει στα αφεντικά της όλο και πιο πολλά κέρδη.
Στη γειτονιά που βρέχεται από το λιμάνι εδώ και χρόνια έχει απομείνει μονάχα το όνομα, δεν υπάρχει πια καμιά χάρη. Τώρα μάλιστα, στα τελευταία, τα σκήπτρα του έρωτα πέρασαν στις δυο διαστάσεις, αφού τα κρατά ο τελευταίος κινηματογράφος ταινιών πορνό! Κάπου εκεί, στα σκοτεινά, μέσα σε μια πριβέ καμπίνα του, ίσως οι πιο παθιασμένοι του είδους να ονειρεύονται κάτι από τα μεγαλεία της Τρούμπας, κατά τα άλλα, τα νυχτερινά μαγαζιά που δόξασαν τον έρωτα ερήμωσαν και σάπισαν από θλίψη, στη θέση τους φύτρωσαν μικρά συνήθως ακανόνιστων διαστάσεων πάρκινγκ, άδειοι χώροι, που υπενθυμίζουν σαν τους χωροφύλακες, την κλειστή και μαντρωμένη διάθεση ολόκληρης της κοινωνίας.
Τρούμπα από την τρόμπα
Μια αντλία νερού που είχε τοποθετήσει εκεί ο Δήμος Πειραιά γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα για να ξεδιψά η γειτονιά, αυτή έδωσε το όνομα που ακόμη κι πέτρες το γνωρίζουν, έχουν ακούσει κάτι γύρω από την ιστορία της περιοχής.
Άραγε τι απέμεινε στη μνήμη από το ξενοδοχείο Πειραιεύς;
Το ερείπιο, που στέκει χαμηλά στη Μπουμπουλίνας, χτίστηκε το 1872.
Ήταν Νοέμβρης του 1918 και σε μια δική του αίθουσα ήταν και τα γραφεία των ατμοπλόων, εκεί είχαν μαζευτεί λιγοστοί ψυχωμένοι εργάτες με σκοπό να πραγματοποιήσουν το πρώτο Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό συνέδριο. Το συνέδριο ενέκρινε με πλειοψηφία το Ιδρυτικό ψήφισμα του ΣΕΚΕ, προδρόμου του σημερινού ΚΚΕ, το νέο κόμμα ονομάστηκε «Σοσιαλιστικό Εργατικό». Το μισογκρεμισμένο ξενοδοχείο δεν έχει μόνο το όνομα, μοιάζει να κρατά και κάτι από το χρώμα, από μια μυρωδιά εγκατάλειψης, που συνοδεύει όλο τον Πειραιά.
Ερωτικές υπερωρίες γιοκ
Με το πρώτο φως της μέρας από τα ευθύγραμμα στενά της γειτονιάς μοιάζει να αποσύρονται ασθενικά φαντάσματα. Στο άνοιγμα των επιχειρήσεων, όσο ανεβαίνει ο ήλιος, τόσο επιταχύνεται η δράση και αυξάνει το άγχος της δουλειάς στα ναυτιλιακά γραφεία, με τη θάλασσα και πάλι πρωταγωνίστρια. Κόσμος, ανείπωτες καθημερινές αγωνίες μεροκάματου και μια αόριστη βιάση, μα δε χρειάζεται να τους προλάβει η μέρα καταμεσίς του δρόμου ή των πεζοδρομίων της Τρούμπας.
Προς το σούρουπο τα λιγοστά καφενεία γεμίζουν συνήθως από παλιούς ναυτικούς, ξωμάχους της ζωής, περισσότερο θυμίζουν έρημα καρνάγια, δίχως μαστόρια, χωρίς βαριεστημένους βοηθούς, οι ήχοι από από ξεφτίσματα και καλαφατίσματα είναι μονάχα στις μνήμες τους. Εδώ οι βάρκες και τα καΐκια, ντυμένα σε σώματα ανθρώπων, διαλέγουν την ησυχία, τη θαλπωρή μιας αναγκαστικής απομόνωσης.
Όταν πια η νύχτα φωτίσει τα στενά, τότε όλη η Ακτή Μιαούλη, η περίφημη Νοταρά, η Φίλωνος, η Μπουμπουλίνας, οι δρόμοι που κάποτε πρωταγωνιστούσαν τα κορίτσια, οι προστάτες και οι διψασμένοι πελάτες, μένουν παντέρημα και μόνα.
Φουρόγατες και ταλαίπωρα αδέσποτα σκυλιά τρίβονται στα χάδια των ξένων εξερευνητών, των τουριστών, που με έναν χάρτινο οδηγό περπατούν και μάταια προσπαθούν να ξετρυπώσουν τα μεγαλεία του Πειραιά.
Απομένουν πέντε-έξι μπαράκια, ξεχασμένα από το χρόνο, προς τον Άγιο Νικόλα μια εκκλησία που συνδυάζει τόσο πετυχημένα τον χριστιανισμό και την ελληνική αρχιτεκτονική, λιγοστά έθνικ εστιατόρια, μερικά ανατολίτικα κουρεία, ενώ λίγο πιο πάνω ακούγονται παιδικές φωνές, αυτές που ξεχύνονται από τον Τιτάνειο κήπο, για να υπενθυμίζουν τα όρια μιας πόλης που χρόνια τώρα ψάχνει ταυτότητα, ενώ όλο και περισσότερο αποστρέφει το βλέμμα της από τη μάνα της, τη θάλασσα.
Το δόγμα Σκυλίτση
Ήταν φθινόπωρο 1967, στους κινηματογράφους έπαιζε η πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία με επεξεργασία που είχε γίνει στην Ελλάδα, το «Καλώς ήλθε το δολάριο», του Αλέκου Σακελλάριου, ενώ ο διορισμένος από τη χούντα Δήμαρχος του Πειραιά, που φρόντισε να στολίσει με πλαστικά λουλούδια τους δρόμους, ο Αρ. Σκυλίτσης αποφασίζει «επιτέλους να καθαρίσει» το λιμάνι! Απαγορεύει τη συνέχιση της λειτουργίας όλων των κακόφημων «μαγαζιών» που οδηγούν γραμμή στην ακολασία! Η περιοχή έπρεπε να λάμψει, να φύγει η βρωμιά και να κυριαρχήσει η χριστιανική ηθική! Λίγο αργότερα ο ίδιος Δήμαρχος θα κατεδαφίσει και το πιο όμορφο σύμβολο της πόλης, το ρολόι του Πειραιά.
Μια φρέσκια Τρούμπα μπορεί να έχει μέλλον;
Σήμερα, αφού πρώτα ξορκίσαμε και κρύψαμε σε πονηρά βιβλία τις αμαρτίες της εποχής, επιστρέφουμε φουριόζοι, για να θυμηθούμε και να καμαρώσουμε τα κρυφά κάλλη της Τρούμπας! Όλο και περισσότερα καλοσχεδιασμένα εστιατόρια και μοντέρνα κλaμπ ξεφυτρώνουν κυρίως γύρω από την οδό 2ας Μεραρχίας. Οι ιδιοκτήτες τους επενδύουν αρκετά χρήματα και διαλέγουν με προσοχή τα ονόματα των επιχειρήσεων, όλα θέλουν να παραπέμπουν με αμεσότητα στη φήμη της και δεν έχουν καθόλου άδικο.
Τα βράδια της Παρασκευής και του Σαββάτου η Τρούμπα γνωρίζει νέες δόξες, διαφημίζεται, γίνεται must στη διασκέδαση!
Ζούμε λοιπόν ένα καινούριο άνοιγμα; O Πειραιάς αφήνει πίσω ξεπερασμένες ηθικολογίες και σεμνοτυφίες και χαϊδεύει τα «παράνομα» παιδιά του;
Οι νέες επιχειρήσεις μόνο στο όνομα θυμίζουν την παλιά Τρούμπα, έχουν φρεσκάδα και ανοίγονται με θάρρος προς τα έξω, κυρίως παλεύουν μήπως ξεκολλήσουν τον Πειραιά από την ουρά της Αθήνας. Υπάρχει όμως κάποιο σχέδιο; Η αναβάθμιση της περιοχής γύρω από το λιμάνι αποτελεί στρατηγική κίνηση ή πρόκειται για μια ακόμη ευκαιριακή επένδυση;
Σε όλες τις Ευρωπαικές μεγαλουπόλεις βρίσκουμε δεκάδες αντίστοιχα παραδείγματα, «κόκκινες ζώνες» που μεταμορφώθηκαν και πέρασαν με επιτυχία στον ιστό της σύγχρονης κοινωνίας. Από το Αμβούργο και το Άμστερνταμ, στη Μαδρίτη και τη Ρώμη, μέχρι την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και στο Σαντιάγο, την πρωτεύουσα της Χιλής.
Αφουγκράζεται άραγε κανείς τα πετυχημένα παραδείγματα;
Τα τελευταία χρόνια ο Πειραιάς υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο, παραμένει ένας φτωχός συγγενής, ένας κολαούζος της απρόσωπης Αθήνας.
Ξεπερνά κάθε φαντασία η ιστορία με τα κρουαζιερόπλοια που υποδέχεται το μεγάλο λιμάνι και ακριβώς την ίδια στιγμή ολόκληρη η πόλη δεν φαίνεται να ξέρει, ούτε και να μπορεί να κάνει κάτι για τους επιβάτες, έτσι τους παραπέμπει στην… Ακρόπολη!
Πολλοί θα μιλήσουν για την ελπίδα που φέρνει το άναμμα της Τρούμπας, όμως τα μοντέρνα κουφάρια που αφήνουν πίσω τους τέτοιες προσπάθειες, όταν αποτυγχάνουν, πονούν χειρότερα από όλα μαζί τα ερείπια που άφησε ο χρόνος.
Το βαρύ όνομα και οι μοντέρνες λάμπες στη Ακτή Μιαούλη φτάνουν άραγε για να γεμίσει από φως ο σκοτεινός Πειραιάς;