Άνοιξε το σκοτάδι
Έσβησε η φυλακή
Μια φυλακή που ήταν
Βαθιά μες την ψυχή…
Μόνοι μας φυλακίζουμε τον εαυτός μας. Μόνοι μας τον υποβάλλουμε να ζει στη σκιά, ή να ζει σαν σκιά. Από φόβο, από τύψεις… Μπορεί να μας έσπρωξαν προς τα εκεί και κάποιοι άλλοι την ώρα που ήμασταν επιρρεπείς, την ώρα που ήμασταν ανοιχτοί, την ώρα που ήμασταν ανέμελοι. Εγκλωβιστήκαμε όμως, κι αυτό δεν είναι δικαιολογία. Εγκλωβιστήκαμε και κουβαλάμε σαν καβούκι τα θέλω και τις επιθυμίες των άλλων. Που είναι οι δικές μας; Κι αν υπάρχουν, ποιος τις ακολουθεί, ποιος τις μοιράζεται μαζί μας;
Φόβος! Φόβος, μην και δεν είμαστε αποδεχτοί. Τύψεις! Τύψεις, μήπως κάποιοι θύμωσαν μαζί μας. Εμείς όμως, πότε θα θυμώσουμε; Πότε θα θυμώσουμε με τον εαυτό μας και θα απαιτήσουμε πρώτα από αυτόν τα θέλω του, τις επιλογές του και φυσικά τις επιθυμίες του; Να βγουν μπροστά. Πότε θα σταματήσουμε να κλωτσάμε αυτά που θέλουμε να ζήσουμε σήμερα για μιαν άλλη φορά, που μπορεί να μην έρθει ξανά; Πότε θα σταματήσουμε να σκύβουμε το κεφάλι στις επιθυμίες των άλλων; Το μόνο που καταφέρνουμε είναι να δημιουργούμε κι άλλες ανεξάντλητες επιθυμίες. Πότε θα μάθουμε να λέμε όχι; Όχι από πείσμα… Αλλά επειδή δεν θέλουμε να ξοδεύουμε άλλο χρόνο. Χρόνο που δεν γυρίζει πίσω και είναι πραγματικά πολύτιμος.
Καλώς ή κακώς στη ζωή δεν μπορούμε να αρέσουμε σε όλο τον κόσμο. Δεν μπορούμε να επιτύχουμε επαφή με όλους, παρά μόνο με εκείνους που μας επέλεξαν και τους επιλέξαμε. Και τότε, ίσως να μην είμαστε τόσο συναισθηματικά ανάπηροι!
Διαβάστε επίσης: Συναισθηματική Αναπηρία, του Ιωάννη Χουρδά