Ολόκληρο τον Αύγουστο περίμενε και μπήκαμε στο Σεπτέμβρη.
Όταν γύριζε από τη θάλασσα με το αυτοκίνητο,όλο και σταματούσε στη συκιά του δρόμου.
Έριχνε κλεφτές ματιές ένα γύρω, σαν να επρόκειτο για κάτι το απαγορευμένο. Έτρωγε μονομιάς δυό κι άλλα δυό στο χέρι για μετά.
Η αλήθεια είναι ότι αυτά που κρατούσε στο χέρι ποτέ δεν τα έτρωγε, αλλά την επόμενη τα ξαναέβρισκε στο αυτοκίνητο τσαλαπατημένα.
Είναι της άποψης ότι τα σύκα πρέπει να τρώγονται με όρεξη εκείνη τη στιγμή, όπως ο έρωτας δεν σ’ ερωτά, και πετιούνται απερίσκεπτα σαν πολυκαιριασμένες αγάπες μετά.
Ποτέ δεν προτίμησε τα σύκα της δικής της συκιάς που έχει πίσω από το σπίτι, όχι γιατί δεν είναι νόστιμα και μεγάλα αλλά τα θεωρεί γρουσουζιά. ”Του δρόμου έχουν άλλη γλύκα, άλλο μέλι”.
Η σχέση της αναφορικά με τη συκιά την παραπέμπει αλλού, στο προπατορικό αμάρτημα, στο φύλλο συκής που λέμε.
Έχει κολλήσει το μυαλό της και κανένας δεν μπορεί να τη μεταπείσει ότι η συκιά συνδέεται με τον συκο-φάντη, με τον Ιούδα και την προδοσία.
Κι ενώ το καλοκαίρι συνεχίζεται,ανεξάρτητα αν μπήκαμε για καλά στα μέσα του Σεπτέμβρη, για ‘κείνη η τελευταία της φορά που έφαγε σύκο σημαίνει και το τέλος του καλοκαιριού.
Υποστηρίζει ότι όταν κάτι βρίσκεται σε αφθονία δεν έχει την ουσία και την αξία του ”ενός”, του ”μοναδικού”.
Τώρα που τα σύκα είναι στρωματσάδα κάτω από τις συκιές, εκείνη κάθεται μόνη στο αυτοκίνητο και χωρίς λαιμαργία πιά απολαμβάνει το δώρο του καλοκαιριού κουνώντας κίτρινο μαντήλι στην εποχή.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr